Σκέφτομαι
μήπως, άρα ας το παραδεχτώ ότι κάπως φοβάμαι,
παλεύω με τα
ανοιχτά μάτια να βρω μια στιχοδέσμη κύματα
στο σκοτάδι
και στη νυχτιά που παίρνει την ανάσα
για να τη
γυρίσει ολόγιομη αγιάζι από τα πέρα μέρη,
όπως τα
ανήσυχα πόδια, τώρα, γοργονίζουν το θέρος,
αυτό που
μπορεί και να μην έρθει ημεροβίγλι σαν τα άλλα,
τα ένδοξα
καλοκαίρια της ραστώνης ανοιχτά του σύμπαντος,
αγκαλιά με
έναν θαλασσινό σάκο ηλιοπύρινων ορέξεων,
καθώς
ενδέχεται άδειασμα, κένωση του τόπου
από τις
μολυντικές απειλές τούτων και εκείνων
χωρίς να
δίνεται λύση, τρόπος να σγουρίνουν τα μεν από τα δε
και να
ισιώσει το χαρτί, να ανεμίσει το μαζί, ξανά, ελεύθερα
ακόμη και με
τους τελευταίους που θα θυμούνται τις διακρίσεις,
σαν, από το
ρέμα που έσυρε τους προηγούμενους,
αντί να τους
εμψυχώσει και διέσωσε τη σκιά εαυτών
στο θέαμα
καρδηναλίων, τώρα, να ερχόταν μια μορφή αγάπης,
αυτό που
είναι για τον καθένα η μητέρα και ο πατέρας, το αρχέγονο,
και να
βλέπαμε πάλι σαν τα παιδιά νηπιαγωγείου
που δεν
μιλούν για να προτάξουν το όνειδος της φοβερής βρισιάς,
αλλά κοιτούν
και καρτερούν να δώσουν από την περιουσία του λόγου
λίγα κέρματα
χαμόγελου στο φιλαράκι στο θρανίο.
Τότε,
σκέφτομαι ότι θα ήθελα λιγότερο να κινούμαι ξένη των ξένων
στην πόλη
που έπλασε το παρόν της ήδη και αυτή
από τα
νηπιαγωγεία εκείνων των παιδιών που κάποτε μεγάλωσαν,
έγιναν οι καινούριοι
λαμπεροί ενήλικοι στο δρόμο
προτού αλλάξουν
όψη, ξαφνικά, περνώντας στον κόσμο
των απανταχού
στολών με τ’ άοσμα αγέρωχα πηλήκια,
ένστολοι
πάλι, όπως οι πρώτοι,
τους
προσπερνώ ενώ χαμηλά φταρνίζομαι πεζή καταμεσής της ζωής,
με τη χαρά από
τις ρίγανες και το μαϊντανό κρυμμένη στα δάχτυλα,
λες κι αυτό είναι
το μυστικό και θρίαμβός μου σε μια ζωή που φθίνει
και σκέφτομαι
μήπως, μπορεί να στοιχίσει
περισσότερες
ρημαδογεύσεις από όσες θα ήμουν διατεθειμένη να χάσω.
Αντιγόνη Κατσαδήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου