22/3/20

Ο λιμός στο Μεσολόγγι

Κοσμάς Ξενάκης, Χασάπηδες, 1956, λάδι σε εφημερίδες επικολλημένες σε κόντρα πλακέ, 61,5 × 85 εκ.



ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΔΙΑΚΑΚΗ

Το Μεσολόγγι των μέσων του 18ου αιώνα ήταν μια ευημερούσα μικρή πόλη, σημαντικό κέντρο εξαγωγής αγροτικών προϊόντων, με αξιόλογο εμπορικό στόλο. Στις παραμονές της Επανάστασης η πόλη είχε ένα νεανικό πληθυσμό της τάξης των 5.000 κατοίκων, αλλά είχε χάσει την οικονομική του ακμή, τόσο λόγω της υστέρησής του στον εμπορικό ανταγωνισμό, όσο και της πίεσης από το καθεστώς του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Η επανάσταση εκδηλώθηκε στα τέλη Μαΐου του 1821 και οι επαναστάτες ήλεγξαν γρήγορα σχεδόν ολόκληρη τη δυτική Στερεά. Σύντομα, ο πληθυσμός του Μεσολογγίου αυξήθηκε ίσως στο διπλάσιο, κυρίως λόγω του μεγάλου προσφυγικού ρεύματος από τις βορειότερες περιοχές, με την πόλη να αποκτά στο εξής κομβικό ρόλο στην προσφυγική κίνηση προς τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο. Εθελοντές από άλλες περιοχές, φιλέλληνες, έμποροι, ναύτες του στόλου, συμπλήρωναν την εικόνα ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου στη σύνθεσή του πληθυσμιακού μωσαϊκού στην πόλη, ενώ το γειτονικό νησάκι Κάλαμος έγινε καταφύγιο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, παρά τις προβληματικές συνθήκες διαβίωσης.
Η δυνατότητα εφοδιασμού και ενισχύσεων από τη θάλασσα, η προσποιητή διαπραγμάτευση εκ μέρους των αμυνόμενων, αλλά και οι αδυναμίες των πολιορκητών, έσωσαν την πόλη κατά την πρώτη πολιορκία, στα τέλη του 1822. Σύντομα, το Μεσολόγγι εξελίχθηκε σε στρατιωτική βάση, ύστερα μάλιστα από τα εκτεταμένα οχυρωματικά έργα του 1823-1824. Όπως ήταν αναμενόμενο, η στρατιωτική συνοδεύτηκε από τη διοικητική λειτουργία, χάρη και στην προσπάθεια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με την οργάνωση τοπικών αρχών, με στόχο τον έλεγχο των σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων, την ορθολογική διαχείριση των πόρων, την απονομή της δικαιοσύνης από ανεξάρτητους φορείς βάσει γραπτών νόμων.
Η προσπάθεια εφαρμογής αυτών των κανόνων προκάλεσε πολλές συγκρούσεις με τις παραδοσιακά ισχυρές ομάδες των οπλαρχηγών και των προκρίτων. Επιπλέον, ο κομβικός διοικητικός και στρατιωτικός ρόλος του Μεσολογγίου συνδυάστηκε με προσπάθειες για την οργάνωση νοσοκομειακής περίθαλψης, αλλά και με την έκδοση εφημερίδων. Κυρίως, η συμβίωση ανθρώπων διαφορετικής προέλευσης, η επικοινωνία με τα Επτάνησα, η δράση του Μπάυρον, η ευρύτερη επιρροή των Ελληνικών Χρονικών, έδωσαν στο Μεσολόγγι έναν υπερτοπικό χαρακτήρα, καθ’ όλη την επαναστατική περίοδο.

Η οικονομική δραστηριότητα στην ίδια την πόλη συνδέθηκε με τα εισοδήματα που προσέφεραν η καταδρομική δραστηριότητα, οι εμπορικές συναλλαγές, ιδίως με τα Επτάνησα, τα αγγλικά δάνεια, οι τοπικές πρόσοδοι, η λαφυραγώγηση και η οικειοποίηση των οθωμανικών περιουσιών. Άλλωστε, υπήρξε σημαντική παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα γύρω από τα ιχθυοτροφεία, τις αλυκές, αλλά και τα εύφορα εδάφη δίπλα στις πόλεις του Μεσολογγίου και του Ανατολικού.
Ωστόσο, κατά την τελευταία πολιορκία, το 1825-1826, κυριάρχησε η ανάγκη εφοδιασμού της πόλης σε τρόφιμα. Αναδείχθηκε τότε η απουσία ενός έγκαιρου προγραμματισμού, καθώς η κυβερνητική προσπάθεια επίτευξης πολλών στόχων ταυτόχρονα οδήγησε σε μια εξαιρετικά πρόχειρη διαχείριση των ποσών του δεύτερου αγγλικού δανείου, επιτρέποντας στους ιδιώτες προμηθευτές να υιοθετήσουν μια περισσότερο εμπορική λογική. Επίσης, επιβεβαιώθηκε η εξάρτηση της πόλης από τους γενικότερους οικονομικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς που καθόριζαν την άφιξη και παραμονή ελληνικών πολεμικών πλοίων στην περιοχή, απαραίτητων για τη διατήρηση της ομαλής ροής κάθε είδους εφοδίων. Προκύπτει τελικά ένα ουσιαστικό έλλειμμα ηγεσίας, του οποίου οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στις επιδιώξεις με τις οποίες προσχώρησε η κάθε κοινωνική ομάδα στην ίδια την Επανάσταση. Προκειμένου για το Μεσολόγγι, το αποτέλεσμα ήταν μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση. Ο λιμός έπληξε πρώτα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους φτωχότερους και όσους δεν είχαν πρόσβαση στην ελεγχόμενη από τους ισχυρούς οπλαρχηγούς διανομή τροφίμων, ανάμεσά τους και πολλούς Μεσολογγίτες και πρόσφυγες.
Στο πολεμικό μέτωπο, οι οθωμανικές δυνάμεις απέτυχαν να καταβάλουν τους αμυνόμενους, χάρη στη συλλογική οργάνωση, την αντοχή, την αξιοποίηση της οχύρωσης, την πείρα και την εφευρετικότητα των τελευταίων, αλλά και την άρση του αποκλεισμού με την επέμβαση του ελληνικού στόλου, μολονότι προσωρινή κάθε φορά. Γενικά, η πολεμική καθημερινότητα και των δύο αντιπάλων περιλάμβανε απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, δοκιμασία από τις καιρικές συνθήκες, λιποταξίες. Ωστόσο, αποδυναμωμένοι από τον λιμό και τις κακουχίες, οι πολιορκημένοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά την επιθετική έξοδο, ώστε να αποφευχθεί μια ατιμωτική συνθηκολόγηση ή μια μαζική και άσκοπη, από αυστηρά στρατιωτική σκοπιά, θυσία. Το τελευταίο δεν αποφεύχθηκε για τους αμάχους μέσα στη σύγχυση της εξόδου. Το σύνολο των θυμάτων της πολιορκίας ξεπέρασε τους 10.000, οι έξι στους δέκα νεκροί, κυρίως άμαχοι, με τους Μεσολογγίτες να καταβάλλουν ένα πολύ μεγάλο τίμημα.
Οι απώλειες συγγενών και φίλων, η καθημερινή απειλή του θανάτου, του λιμού, το αίσθημα εγκατάλειψης, η αβεβαιότητα για το μέλλον, δοκίμασαν την ανθρώπινη προσωπικότητα των πολιορκημένων. Ιδίως η απόφαση για τη μαζική θανάτωση των αμάχων πριν την έξοδο, έδειξε την πρωτοφανή ηθική κρίση στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Η ακύρωση της τελευταίας απόφασης, αποτέλεσμα ενός κλονισμού που μόνο η επίκληση στο θρησκευτικό χρέος μπορούσε να προκαλέσει, απάλλαξε τους επιζώντες από ένα δυσβάστακτο μελλοντικά συνειδησιακό βάρος. Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρξε γενικευμένη αναταραχή, δεν υπήρξε συνθηκολόγηση, ούτε μια γενική απορρύθμιση των κοινωνικών δεσμών. Σε αυτό συνέβαλαν οι συγγενικές και άλλες σχέσεις των ενόπλων με τους αμάχους, ενώ οι στρατιωτικές επιτροπές και οι συνελεύσεις έγιναν προοδευτικά αποδεκτοί τρόποι επίλυσης των προβλημάτων και εκτόνωσης των εντάσεων. Υπέρ της κοινωνικής συνοχής λειτούργησαν και οι ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί με την πόλη, που είχε γίνει καταφύγιο και πατρίδα για όλους.
Είναι επίσης σαφές ότι η βίωση των γεγονότων από τις γυναίκες και τα παιδιά συνιστά μια «άλλη», διακριτή πολιορκία. Τα όρια ανάμεσα σε αμάχους και ενόπλους σχετικοποιήθηκαν, καθώς γυναίκες και παιδιά συμμετείχαν στα δρώμενα, ζώντας τις ηρωικές πράξεις, τον φόβο, το άγχος, την πείνα και τον θάνατο, βιώματα που δεν θα τους εγκατέλειψαν στην υπόλοιπη ζωή τους. Έτσι, τα όρια του φύλου και της ηλικίας δοκιμάστηκαν, οι έφηβοι ενηλικιώθηκαν νωρίτερα και βίαια, οι γυναίκες ξεπέρασαν στερεότυπα και περιορισμούς.
Είτε αιχμαλωτίστηκαν και εξαγοράστηκαν, συχνά με φιλελληνικές πρωτοβουλίες, είτε γλίτωσαν και αγωνίστηκαν να επιβιώσουν τα επόμενα χρόνια, οι επιζώντες «άμαχοι» του Μεσολογγίου αντιμετώπισαν την αδιαφορία και την εγκατάλειψη. Ταυτόχρονα, οι επιζώντες παρέμειναν υπερήφανοι για τη συμμετοχή τους σε ένα γεγονός που το θεωρούσαν μοναδικό στον ηρωισμό του. Τα οργανωτικά μέτρα και η ασφάλεια της καποδιστριακής περιόδου ευνόησαν την προσπάθεια ανασυγκρότησης της ζωής στο ερειπωμένο Μεσολόγγι, όπου συγκεντρώθηκαν σταδιακά παλιοί και νέοι κάτοικοι. Ωστόσο, οι πολιτικές και οικονομικές αναταραχές υπονόμευσαν μια σημαντική πρόοδο σε ολόκληρη τη δυτική Στερεά, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1830.

* Ο Αντώνης Διακάκης είναι ιστορικός. Από τις εκδόσεις Ασίνη κυκλοφορεί η μελέτη του Το Μεσολόγγι στο 1821: Πόλεμος, οικονομία, πολιτική, καθημερινή ζωή, Αθήνα 2019, σελ. 426.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου