26/1/20

Η μνήμη ως ένας ήσυχος τόπος

Σπύρος Παπαλουκάς, Υποζύγια, 1921- 1922, μολύβι σε χαρτί, 21,2 x 28,8 εκ.



ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ

KΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, Καταραμένοι: Σπαράγματα  Κοινωνικής Ιστορίας Αντίδοτο στη Νοσταλγία του Εξήντα, πρόλογος: Βασίλης Βασιλικός, Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ, σ. 244

Σε μια πρόσφατη συνέντευξη της η Μαργκαρέτε Φον Τρότα, μια σημαντική εκπρόσωπος του Νέου Γερμανικού ρεύματος στον κινηματογράφο, αναφέρεται στη σχέση της γενιάς της με τις δύο όψεις της ιστορίας, δηλαδή της ιστορίας ως βιώματος και της ιστορίας ως αφηγήματος.
Οι αποσπασματικές μνήμες της παιδικής της ηλικίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη ναζιστική Γερμανία παρέμειναν θολές και διαχυμένες μέσα στην σιωπή και στην εσωστρέφεια που κυριάρχησε μεταπολεμικά στη Γερμανία. Όπως λέει χαρακτηριστικά «οι γονείς μας δε μιλούσαν ποτέ για το τι έγινε και ούτε βέβαια ποτέ αναλάμβαναν οποιαδήποτε ευθύνη[1]». Οι δίκες του Άουσβιτς στη Φρανκφούρτη κατά τη δεκαετία του εξήντα κινητοποίησαν το ενδιαφέρον της γενιάς της για την πρόσφατη γερμανική ιστορία ανάγοντας την εκ νέου ανάγνωση της σε σημαίνοντα πολιτικό στόχο.  Η αναπόφευκτη σύγκρουση γενεών που ακολούθησε μια έκφραση της οποίας υπήρξε και η έντονη πολιτική ριζοσπαστικοποιήση της γερμανικής νεολαίας της εποχής, από την οποία γεννήθηκε και το μαζικό ρεύμα του αντάρτικου πόλεων, αναδείχθηκε μεταξύ άλλων ως μια διαφορετική συλλογική στρατηγική διαχείρισης ενός βαθύτατου και ανεπούλωτου ιστορικά τραύματος: από την άρνηση των γεγονότων στην αναγνώριση και στην παραγωγή πολλαπλών και σύνθετων λόγων για αυτά, στην οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής κουλτούρας και στην διατύπωση πολιτικών αιτημάτων.
Το δίχως άλλο η διαχείριση της μεταπολεμικής συλλογικής μνήμης στη Γερμανία αποτελεί μια ξεχωριστή υπόθεση, ωστόσο φαίνεται να υπάρχουν κάποιες εκλεκτικές ομοιότητες με τους τρόπους με τους οποίους η μεταπολεμική συλλογική μνήμη στην Ελλάδα ανακατασκευάστηκε και εν μέρει χειραγωγήθηκε. Μάλιστα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι επιπτώσεις αυτής της «διαχείρισης» ήταν τόσο ισχυρές, ώστε να συγχέονται με την πραγματικότητα μερικές από τις πιο στρεβλές αναπαραστάσεις για τη ζωή τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα.

Ο Κώστας Κατσάπης, επιμελής ιστορικός μελετητής της σύνθετης νεότερης κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου «Το Πρόβλημα Νεολαία» (Απρόβλεπτες Εκδόσεις, 2013) και επιμελητής του συλλογικού τόμου οι «Απείθαρχοι» (Εκδόσεις Οκτώ, 2018), συνεχίζει να ερευνά σε βάθος τις σύνθετες όψεις της ελληνικής κοινωνίας των προηγούμενων δεκαετιών κάνοντας άλλη μια «στάση» στην κρίσιμη δεκαετία του εξήντα.
Ο στόχος του συγγραφέα όπως αναλύεται εύστοχα στο εισαγωγικό σημείωμα δεν είναι μόνο η ανατροπή της εξιδανικευμένης - ρομαντικοποιημένης αντίληψης για τα ελληνικά σίξτις αλλά και η αναζήτηση των ικανοποιητικών πολιτικών και ιστορικών λόγων που οδήγησαν σε αυτή, αλλά και που αυτή η ιδεαλιστική εκδοχή τους αντιμετωπίζεται ακόμη μέχρι σήμερα ως μια «νησίδα» σωτηρίας από την οποία κρέμεται το πολιτικό σύστημα σε περιόδους κοινωνικής κρίσης. Εξάλλου, το «αίτημα» για αναβίωση του κλίματος της «γλυκειάς» και ανέμελης δεκαετίας του εξήντα έγινε ιδιαίτερα διαδεδομένο από τις αρχές της κοινωνικής κρίσης στην Ελλάδα, είτε ως έκφραση μιας συλλογικής φαντασίωσης που αρνούνταν τις οδυνηρές όψεις της σύγχρονης πραγματικότητας, είτε ως έκφραση πολιτικής προπαγάνδας.
Ο νεορομαντισμός προφανώς δεν αποτελεί ένα εγχώριο φαινόμενο αλλά αντίθετα ένα πολύ μαζικό σύγχρονο πολιτισμικό ρεύμα, το οποίο εκφράστηκε με έντονο τρόπο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας μέσα από νεανικές πολιτισμικές κουλτούρες όπως των χίπστερ, των φλανέρ κα. Η «αγάπη» για τα καταναλωτικά αγαθά και πρότυπα προηγούμενων εποχών που χαρακτηρίζει τέτοια πολιτισμικά ρεύματα, αντανακλά μια βαθύτατα αισθητικοποιημένη αντίληψη για τις κοινωνικές περιόδους, η οποία παραγνωρίζει ή αγνοεί πλήρως τις υλικές ιστορικές διαστάσεις τους.
Πρώτη ύλη για αυτή την «αρχαιολογία της μνήμης» στην οποία ο Κατσάπης μας καλεί να τον ακολουθήσουμε είναι η λογοτεχνία – ο συγγραφέας ξεχωρίζει ως εμβληματικές αναφορές ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα: τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του εξήντα» (Αlter- ego, 1989)του Θανάση Βαλτινού, τον «Γύρο του Θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη (Άγρα 2012) και την άτυπη τριλογία του Διονύση Χαριτόπουλου για τον Πειραιά «Εκ Πειραιώς» (Τόπος, 2012),  «Πειραιώτες» (Τόπος, 2016) και «Πειραιάς βαθύς» (Τόπος, 2018), αλλά και το « Ζ» του Βασίλη Βασιλικού (1966) και την «Χαμένη Άνοιξη»  (1976) του Στρατή  Τσίρκα- και βέβαια ο κινηματογράφος. Ο δημοφιλής ελληνικός κινηματόγραφος συνέβαλε με τον πιο  καθοριστικό τρόπο στην «εθνική» αφήγηση για τη δεκαετία του εξήντα, στην οποία πράγματι καταγράφηκαν ακανόνιστοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που όμως συνυπήρχαν με βαθιές ταξικές ανισότητες. Η άρνηση του εμφυλίου και του αντικομμουνιστικού μετεμφυλιακού κράτους που οικοδομήθηκε και των εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων του, αποτέλεσαν τα θεμέλια της κινηματογραφικής αναπαράστασης και της εξιδανίκευσης της δεκαετίας του εξήντα αλλά και στη συνέχεια το θεμέλιο των νοσταλγικών αναδρομών σε αυτή. Χρησιμοποιώντας μία από τις εκφράσεις του συγγραφέα των «Καταραμένων» ο ελληνικός δημοφιλής κινηματογράφος υπήρξε ένα από τα πιο «ιερά τοπόσημα» της νοσταλγίας για μια ελληνική κοινωνία που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Οπωσδήποτε, και η Αριστερά συνέβαλε σε αφηγηματικές εξιδανικεύσεις της δεκαετίας του εξήντα, στο πλαίσιο των οποίων η περίοδος εκείνη περιγράφεται ως μία περίοδος μιας ριζοσπαστικής πολιτιστικής άνοιξης και αμφισβήτησης κυρίαρχων κοινωνικών δομών και κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Στο αφήγημα αυτό οι «υποσχέσεις» της δεκαετίας του εξήντα ματαιώθηκαν με την έλευση της δικτατορίας και δεν οδήγησαν στην κορύφωση ριζοσπαστικοποιήσης που εκφράστηκε με τα νέα κοινωνικά κινήματα στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ.
Το βιβλίο αποτελεί ένα συνδυασμό ιστορικής έρευνας πεδίου σε βάθος και κοινωνιολογικής μελέτης, για το σκοπό της οποίας αξιοποιήθηκαν αρχεία που τώρα διατηρούνται υπό την Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους  και που αποτελούν καταγραφές από έξι αστυνομικά τμήματα της Αθήνας - Γλυφάδα, Πειραιά, Αιγάλεω, Νέα Ιωνία, Κηφισιά και Αγία Παρασκευή.  Η  μικροπαραβατικότητα της  πρωτεύουσας που εμφανίζεται σε αυτές τις καταγραφές μελετάται από τον συγγραφέα ως ένας καμβάς πάνω στον οποίο απλώνεται μια κοινωνία σε μετασχηματισμό. Ένας καμβάς στον οποίο κυριαρχούν  η βία της φτώχειας και η κοινωνική απόγνωση που τη συνοδεύει. Η εσωτερική μετανάστευση επίσης αποτελεί μια κεντρική και συχνά παραγνωρισμένη όψη της εποχής εκείνης. Πίσω από τα στεγνά γραμμένα σε «αστυνομική» καθαρεύουσα δελτία της αστυνομίας ο συγγραφές αναζητά την οδυνηρή καθημερινότητα και τις  άσχημες συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Πόσες ιστορίες απελπιστικής φτώχειας, πατριαρχικής βίας και  άλλων κοινωνικών καταπιέσεων μπορεί να κρύβονται πίσω από αυτά; Η μελέτη χωρίζεται σε έξι ενότητες – κεφάλαια στο πλαίσιο των οποίων ο συγγραφέας μελετά το φαινόμενο των αυτοκτονιών, την μικροπαραβατικότητα, την έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία και τέλος τον κοινωνικό αντίκτυπο των πολιτικών μετασχηματισμών.
 Το βιβλίο του Κώστα Κατσάπη «οι Καταραμένοι», το οποίο προλογίζει ο Βασίλης Βασιλικός, συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση ορισμένων από τις πιο παραγνωρισμένες πλευρές της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του εξήντα,  τις οποίες όπως εύστοχα εκείνος αναφέρει περισσότερο έχει αγγίξει η λογοτεχνία παρά η ιστορία.
Όπως γράφει και ο Βασίλης Βασιλικός στον πρόλογο του βιβλίου παραπέμποντας στον τίτλο της αυτοβιογραφίας της Σιμόν Σινιορέ «Η νοσταλγία δε θα είναι ποτέ ίδια». Με άλλα λόγια, η καταφυγή σε ένα παρελθόν που δεν υπήρξε πότε είναι μια προσωρινή και αβέβαιη κρυψώνα από ένα παρόν οδυνηρό, που όπως συμβαίνει και με την περίπτωση της δεκαετίας του εξήντα, συχνά εργαλειοποιείται πολιτικά.

Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι δρ πολιτικής επιστήμης

[1] Ολόκληρη η συνέντευξη της Μαργκαρέτε φον Τρότα στον Μαρκ Κριστοφ Βάγκνερ είναι διαθέσιμη εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=4WdEE0a8ft0, Δανία, Νοέμβριος του 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου