Της Κωστούλας
Μάκη*
Μελετώντας το έργο του Benjamin, o Fredric Jameson θέτει στις κριτικές διερευνήσεις ένα ερώτημα-σχόλιο που επανέρχεται
διαρκώς: «πώς να λειτουργήσουμε με υπερ-διανοητική σφοδρότητα σε μια κατάσταση
στην οποία οι ιδέες έχουν καταστεί εμπορεύματα και απλή κοινή γνώμη; Πώς να
δημιουργηθεί το καινούργιο μέσα από καθολικά ευτελή ιδεολογικά υλικά;». Το
ερώτημα αυτό εμπλέκει και τις εκάστοτε προσλήψεις του έργου του Jameson.
Η σταθερή καταξίωση του Jameson στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτισμικών σπουδών για πολλές δεκαετίες προκάλεσε μνείες και αναφορές που εστιάζουν στις ιδιότητές του ως σύγχρονου μαρξιστή και ακαδημαϊκού, καθώς και αυτονόητα σχόλια για το πόσο δυσαναπλήρωτη θα είναι, τώρα με την εκδημία του, η απουσία του για τη σύγχρονη αριστερή διανόηση. Επιπλέον, ήδη ο Jameson συνεχίζει και μετά τον θάνατό του να προτάσσεται εμφατικά ως ο μαρξιστής που με συνέπεια χρόνων «πολέμησε το τέρας του μεταμοντερνισμού».
Αυτή η αοριστολογική ταύτιση του Jamesonως ενεργού μαρξιστή και πολέμιου του μεταμοντερνισμού δεν είναι τυχαία και έχει κατά τη γνώμη μου συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Οι αυθαίρετες οικειοποιήσεις του έργου του Jamesonγια το μεταμοντέρνο δεν συνέβησαν νομίζω τυχαία αλλά συσχετίζονται με συγκεκριμένα πολιτικά κίνητρα. Όταν προέρχονται από τον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, συνδέονται συνήθως με μια ηθική καταδίκη του μεταμοντερνισμού με όρους απλουστευτικούς και την παράλληλη πρόταξη του μαρξιστή συγγραφέα. Η τοποθέτηση αυτή διαιωνίζει «παραδοσιακές» μαρξιστικές αναγνώσεις, οι οποίες ισοπεδωτικά απορρίπτουν την κριτική συνθετότητα των μεταμοντέρνων θεωριών, σε όλες τις ιστορικές τους διαδρομές, διαθεματικά και διεπιστημονικά. Έτσι ο Jameson αγιοποιείται ως μαρξιστής και εντάσσεται στην αντίπερα όχθη των κριτικών θεωριών που κατηγοριοποιούνται ως μεταμοντέρνες. Παράλληλα, οι νεοφιλελεύθεροι δεξιοί στοχαστές που αισθάνονται απειλή από μερικές από τις θεωρητικές καταβολές του μεταμοντερνισμού, χρησιμοποιούν τον Jamesonγια να απορρίψουν την απειλή που προέρχεται από τον ριζοσπαστισμό κάποιων από τις θεωρίες των ανθρωπιστικών επιστημών. Ισχυρίζομαι, πως αυτή η διπλή άρνηση, με διαφορετικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, εντάσσεται τελικά στη συνθήκη της σύγχρονης εποχής και ενός μεταμοντερνισμού, που ακολουθεί, όπως διαρκώς επεσήμανε ο Jameson, τα ύστερα στάδια του καπιταλισμού.
ΟJamesonέχει διεξοδικά αναλύσει τα διαφορετικά είδη και ποιότητες του μεταμοντέρνου, αποκαθηλώνοντας κριτικά όσους ονειρεύονται το τέλος της ιστορίας, της επανάστασης, της αριστεράς, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην ακολουθία των ιστορικών στιγμών στις εκφάνσεις των διαδρομών θεωρίας και δράσης. Η αναλυτική ανάπτυξη της σκέψης του, για τις σχέσεις μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, το πώς χρησιμοποιήθηκαν πολιτικά και ιδεολογικά δημοφιλή δίπολα: λαϊκή/υψηλή κουλτούρα, αριστερά/δεξιά, προοδευτικό/συντηρητικό, οδήγησε στην εδραίωσή του ως του κατεξοχήν μαρξιστή μεταμοντέρνου διανοούμενου, ο οποίος ριζοσπαστικοποιεί και επικαιροποιεί τόσο τον μαρξισμό όσο και τις μεταμοντέρνες κριτικές θεωρίες, προσφέροντας πάντα σε αυτές την υλική διάσταση μιας γόνιμης ιστορικότητας με ανοιχτά διλήμματα. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του αντιστέκεται σε θρηνητικές, νοσταλγικές, γραμμικές αναγνώσεις του παρελθόντος, επιτονίζοντας την ίδια στιγμή τις ανάγκες συνοδοιπορίας της αριστεράς με τη ριζοσπαστικότητα σύγχρονων μεταμοντέρνων επεξεργασιών, στους τομείς της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της πολιτικής θεωρίας και των πολιτισμικών σπουδών, χωρίς αποκλειστικές δογματικές περιχαρακώσεις. Με τέτοιους όρους, ο μεταμοντερνισμός ως προς τη θεωρία και με όχημα τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό δεν είναι απολιτικός, μια γενικόλογη «κενή πτήση», αλλά αντίθετα κινητοποιεί ως προαπαιτούμενο τόσο τον ιστορικό υλισμό με την ευρύτερή του έννοια αλλά και σύγχρονες, σύνθετες αριστερές αναγνώσεις, που θίγουν κάθε φορά τα εκάστοτε διακυβεύματα στην ιστορική και πολιτική τους διάσταση, χωρίς εξιδανικεύσεις και μυθοποιήσεις.
Στις εμβληματικές στιγμές του έργου του, η μεταμοντέρνα θεωρία συνδέεται με την εξέλιξη του σύγχρονου μαρξισμού, λαμβάνοντας υπόψιν τις πολλαπλές ιστορικές διαφοροποιήσεις του, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες σε όλες τις διαφορετικές ιστορικές φάσεις (αλήθεια, πώς θα εννοιολογήσουμε και με ποιους όρους έναν μαρξισμό με μεταμοντερνιστικά χαρακτηριστικά χωρίς το έργο του Jameson;), καθώς και το συνεχόμενο αίτημα ριζοσπαστικών αλλαγών θεωρίας και πράξης. Δημιουργείται λοιπόν με την κριτική ανάλυση του Jamesonτο άνοιγμα σε διαλόγους και συγκρούσεις διαφορετικών μεταμοντερνισμών στο πολιτικό τους περιεχόμενο και στην αποφυγή φιλόδοξων και τελεολογικών αφηγήσεων με φιλελεύθερο πρόσημο.
Ας υπογραμμιστεί εδώ, πως εκτός από την ανάδειξη των πολιτικών συνεπειών του εντεινόμενου νομιναλισμού των διάφορων δυϊσμών και τη θραύση τους στην εξέλιξη του έργου του, κομβική είναι η συνεισφορά του στην επικαιροποίηση και ανάδειξη του Walter Benjaminκαι του έργου του. Παραφράζοντας τον τίτλο του βιβλίου του Βάρναλη, θα μπορούσε να ειπωθεί πως ένας εναλλακτικός τίτλος στα αρχεία του Μπένγιαμιν θα μπορούσε να είναι το: «Ο Benjaminχωρίς μεταφυσική». Στο απολαυστικό του κριτικό κείμενο, Τα αρχεία Μπένγιαμιν, που μετέφρασε άρτια η Βάσια Λέκκα, τα διλήμματα είναι πάντα παραγωγικά, δημιουργώντας «μια ένταση μεταξύ χρονικότητας και χώρου». Η διαρκής υπενθύμιση της ιστορικότητας, σε όλο το φάσμα των εναλλαγών της, υπενθυμίζει τελικά την «εναλλαξιμότητα και ευμεταβλητότητα» των εννοιών, απομακρύνοντας τη θεωρία από μεσσιανικούς ιδεαλισμούς και ιδεολογικές μονομέρειες. Διευρύνεται τοιουτοτρόπως η έννοια των αστερισμών και των συσχετίσεών τους σε αέναες κινήσεις, οι οποίες προσκαλούν κάθε ιστορικό και πολιτικό υποκείμενο να υιοθετήσει μια κριτική στάση, αναγνωρίζοντας πως κάθε απόφαση «πρέπει να ληφθεί στη βάση της ιστορικής πρώτης ύλης και, επίσης, στη βάση της ιστορικής (δηλαδή πολιτικής) ‘τρέχουσας κατάστασής μας’».
Θα πρόσθετα, πως μετά τον θάνατο του Jamesonμένει να περιμένουμε τις κριτικές αποτιμήσεις του έργου του, αποφεύγοντας, όπως και ο ίδιος επανειλημμένα τόνιζε, μη κριτικές, μονότονες υμνητικές επαναλήψεις. Έχει για παράδειγμα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο κριτικός σχολιασμός της ψυχανάλυσης στο έργο του, σε συνάρτηση με τις τοποθετήσεις του για το μεταμοντέρνο και τη μαρξιστική θεωρία. Το πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Μια αμερικανική ουτοπία: δυαδική εξουσία και καθολικός στρατός, σε επιμέλεια του Slavoj Zizek,παρέχει πλούσιο κριτικό υλικό, το οποίο είναι επίσης ανοιχτό στη διερεύνηση των ιδιαίτερων καθηλώσεων του ίδιου.
*Η Κωστούλα
Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Η σταθερή καταξίωση του Jameson στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτισμικών σπουδών για πολλές δεκαετίες προκάλεσε μνείες και αναφορές που εστιάζουν στις ιδιότητές του ως σύγχρονου μαρξιστή και ακαδημαϊκού, καθώς και αυτονόητα σχόλια για το πόσο δυσαναπλήρωτη θα είναι, τώρα με την εκδημία του, η απουσία του για τη σύγχρονη αριστερή διανόηση. Επιπλέον, ήδη ο Jameson συνεχίζει και μετά τον θάνατό του να προτάσσεται εμφατικά ως ο μαρξιστής που με συνέπεια χρόνων «πολέμησε το τέρας του μεταμοντερνισμού».
Αυτή η αοριστολογική ταύτιση του Jamesonως ενεργού μαρξιστή και πολέμιου του μεταμοντερνισμού δεν είναι τυχαία και έχει κατά τη γνώμη μου συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Οι αυθαίρετες οικειοποιήσεις του έργου του Jamesonγια το μεταμοντέρνο δεν συνέβησαν νομίζω τυχαία αλλά συσχετίζονται με συγκεκριμένα πολιτικά κίνητρα. Όταν προέρχονται από τον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, συνδέονται συνήθως με μια ηθική καταδίκη του μεταμοντερνισμού με όρους απλουστευτικούς και την παράλληλη πρόταξη του μαρξιστή συγγραφέα. Η τοποθέτηση αυτή διαιωνίζει «παραδοσιακές» μαρξιστικές αναγνώσεις, οι οποίες ισοπεδωτικά απορρίπτουν την κριτική συνθετότητα των μεταμοντέρνων θεωριών, σε όλες τις ιστορικές τους διαδρομές, διαθεματικά και διεπιστημονικά. Έτσι ο Jameson αγιοποιείται ως μαρξιστής και εντάσσεται στην αντίπερα όχθη των κριτικών θεωριών που κατηγοριοποιούνται ως μεταμοντέρνες. Παράλληλα, οι νεοφιλελεύθεροι δεξιοί στοχαστές που αισθάνονται απειλή από μερικές από τις θεωρητικές καταβολές του μεταμοντερνισμού, χρησιμοποιούν τον Jamesonγια να απορρίψουν την απειλή που προέρχεται από τον ριζοσπαστισμό κάποιων από τις θεωρίες των ανθρωπιστικών επιστημών. Ισχυρίζομαι, πως αυτή η διπλή άρνηση, με διαφορετικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, εντάσσεται τελικά στη συνθήκη της σύγχρονης εποχής και ενός μεταμοντερνισμού, που ακολουθεί, όπως διαρκώς επεσήμανε ο Jameson, τα ύστερα στάδια του καπιταλισμού.
ΟJamesonέχει διεξοδικά αναλύσει τα διαφορετικά είδη και ποιότητες του μεταμοντέρνου, αποκαθηλώνοντας κριτικά όσους ονειρεύονται το τέλος της ιστορίας, της επανάστασης, της αριστεράς, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην ακολουθία των ιστορικών στιγμών στις εκφάνσεις των διαδρομών θεωρίας και δράσης. Η αναλυτική ανάπτυξη της σκέψης του, για τις σχέσεις μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, το πώς χρησιμοποιήθηκαν πολιτικά και ιδεολογικά δημοφιλή δίπολα: λαϊκή/υψηλή κουλτούρα, αριστερά/δεξιά, προοδευτικό/συντηρητικό, οδήγησε στην εδραίωσή του ως του κατεξοχήν μαρξιστή μεταμοντέρνου διανοούμενου, ο οποίος ριζοσπαστικοποιεί και επικαιροποιεί τόσο τον μαρξισμό όσο και τις μεταμοντέρνες κριτικές θεωρίες, προσφέροντας πάντα σε αυτές την υλική διάσταση μιας γόνιμης ιστορικότητας με ανοιχτά διλήμματα. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του αντιστέκεται σε θρηνητικές, νοσταλγικές, γραμμικές αναγνώσεις του παρελθόντος, επιτονίζοντας την ίδια στιγμή τις ανάγκες συνοδοιπορίας της αριστεράς με τη ριζοσπαστικότητα σύγχρονων μεταμοντέρνων επεξεργασιών, στους τομείς της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της πολιτικής θεωρίας και των πολιτισμικών σπουδών, χωρίς αποκλειστικές δογματικές περιχαρακώσεις. Με τέτοιους όρους, ο μεταμοντερνισμός ως προς τη θεωρία και με όχημα τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό δεν είναι απολιτικός, μια γενικόλογη «κενή πτήση», αλλά αντίθετα κινητοποιεί ως προαπαιτούμενο τόσο τον ιστορικό υλισμό με την ευρύτερή του έννοια αλλά και σύγχρονες, σύνθετες αριστερές αναγνώσεις, που θίγουν κάθε φορά τα εκάστοτε διακυβεύματα στην ιστορική και πολιτική τους διάσταση, χωρίς εξιδανικεύσεις και μυθοποιήσεις.
Στις εμβληματικές στιγμές του έργου του, η μεταμοντέρνα θεωρία συνδέεται με την εξέλιξη του σύγχρονου μαρξισμού, λαμβάνοντας υπόψιν τις πολλαπλές ιστορικές διαφοροποιήσεις του, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες σε όλες τις διαφορετικές ιστορικές φάσεις (αλήθεια, πώς θα εννοιολογήσουμε και με ποιους όρους έναν μαρξισμό με μεταμοντερνιστικά χαρακτηριστικά χωρίς το έργο του Jameson;), καθώς και το συνεχόμενο αίτημα ριζοσπαστικών αλλαγών θεωρίας και πράξης. Δημιουργείται λοιπόν με την κριτική ανάλυση του Jamesonτο άνοιγμα σε διαλόγους και συγκρούσεις διαφορετικών μεταμοντερνισμών στο πολιτικό τους περιεχόμενο και στην αποφυγή φιλόδοξων και τελεολογικών αφηγήσεων με φιλελεύθερο πρόσημο.
Ας υπογραμμιστεί εδώ, πως εκτός από την ανάδειξη των πολιτικών συνεπειών του εντεινόμενου νομιναλισμού των διάφορων δυϊσμών και τη θραύση τους στην εξέλιξη του έργου του, κομβική είναι η συνεισφορά του στην επικαιροποίηση και ανάδειξη του Walter Benjaminκαι του έργου του. Παραφράζοντας τον τίτλο του βιβλίου του Βάρναλη, θα μπορούσε να ειπωθεί πως ένας εναλλακτικός τίτλος στα αρχεία του Μπένγιαμιν θα μπορούσε να είναι το: «Ο Benjaminχωρίς μεταφυσική». Στο απολαυστικό του κριτικό κείμενο, Τα αρχεία Μπένγιαμιν, που μετέφρασε άρτια η Βάσια Λέκκα, τα διλήμματα είναι πάντα παραγωγικά, δημιουργώντας «μια ένταση μεταξύ χρονικότητας και χώρου». Η διαρκής υπενθύμιση της ιστορικότητας, σε όλο το φάσμα των εναλλαγών της, υπενθυμίζει τελικά την «εναλλαξιμότητα και ευμεταβλητότητα» των εννοιών, απομακρύνοντας τη θεωρία από μεσσιανικούς ιδεαλισμούς και ιδεολογικές μονομέρειες. Διευρύνεται τοιουτοτρόπως η έννοια των αστερισμών και των συσχετίσεών τους σε αέναες κινήσεις, οι οποίες προσκαλούν κάθε ιστορικό και πολιτικό υποκείμενο να υιοθετήσει μια κριτική στάση, αναγνωρίζοντας πως κάθε απόφαση «πρέπει να ληφθεί στη βάση της ιστορικής πρώτης ύλης και, επίσης, στη βάση της ιστορικής (δηλαδή πολιτικής) ‘τρέχουσας κατάστασής μας’».
Θα πρόσθετα, πως μετά τον θάνατο του Jamesonμένει να περιμένουμε τις κριτικές αποτιμήσεις του έργου του, αποφεύγοντας, όπως και ο ίδιος επανειλημμένα τόνιζε, μη κριτικές, μονότονες υμνητικές επαναλήψεις. Έχει για παράδειγμα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο κριτικός σχολιασμός της ψυχανάλυσης στο έργο του, σε συνάρτηση με τις τοποθετήσεις του για το μεταμοντέρνο και τη μαρξιστική θεωρία. Το πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Μια αμερικανική ουτοπία: δυαδική εξουσία και καθολικός στρατός, σε επιμέλεια του Slavoj Zizek,παρέχει πλούσιο κριτικό υλικό, το οποίο είναι επίσης ανοιχτό στη διερεύνηση των ιδιαίτερων καθηλώσεων του ίδιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου