6/10/24

Η πλησιέστερη όχθη

(3η εκδοχή)
 
(Ποτάμι είσαι που απλώνεται,
ποτάμι που συμβαίνει.)    
Οι Θεοί μας αβέβαιοι αλλάζουν γνώμες κι ορέξεις,
αλλά ο Οδυσσέας, βασιλιάς μας,
ναυαγός και αγύρτης και σύμβολο, 
έρμαιο των πειρασμών, βυθισμένος στη λήθη,
ξεβρασμένος σαν μαδέρι στις ακτές,
θα γύρναγε, ήταν γραπτό, ήταν σίγουρο.   
 
Δοσμένος στην ακρασία, άτρομος, 
ναρκωμένος απ’ το συνεχές παρόν, 
καραβόσκυλο δαρμένο απ’ το απρόοπτο,  
δεν τον νοιάζαν οι περιπέτειες τ’ ασημένια πατόψαρα
οι κόκκινοι αχινοί πεταλίδες,  
δεν τον ένοιαζαν οι πνιγμοί τα θηρία οι ξέχειλοι σκύφοι,
απαλός και σκληρός ο λαιμός της γυναίκας  
στο στόμα του.
Δεν τον ένοιαζε όλη τούτη η ξεγνοιασιά του χαμένου.
 
Ήταν σύμβολο. Ήξερε πως θα γυρίσει.
Είχε κύμα παντού και πάφλαζε στους φάρους,
η μηχανή ανακάτευε τα φύκια, 
βένθος ανέβαινε στους στίχους απ’ το σκότος,     
οι ραψωδοί αναμαλλιασμένοι σκαρφάλωναν στ’ άνδηρα 
πλαντάζοντας ν’ αγναντέψουν τη ζέστη
 
ήταν ολότελα κυματόθρυπτος, αβυσσαίος,
πνιγόταν χρόνια ή θυρόδερνε στα τείχη των αρχόντων
ανίκανος να πει πού ήταν,  
μα ήξερε πως θα ’ρθει ο καιρός.
 
Εγώ όμως, ο Ελπήνορας,  
υιός του κρασιού και της ρέμβης, αστειάκι μιας παρένθεσης,
λακές των χαχανητών και των προπόσεων,
κουδούνι του σείστρου, 
που δεν έγινα τίποτα και δεν υπήρξα,    
δεν ξέρω τι κάνω σ’ αυτό το εξάμετρο, 
τι με ζώνουν οι μύγες κι η στάχτη 
 
πηγαίνω πάλι στο κάγκελο,
με προσκαλεί το ρίγος να φοβάμαι,   
κοιτώ τ’ ακίνητα πεύκα που οδηγούν τον δρόμο
στον χαμό του  
σελαγίζοντας και κραδαίνοντας τις σκιές τους 
 
κοιτώ το κατακάθι μιας λεκάνης στις στέγες
με τ’ απόνερα που σπρώχνει ο γκρεμός  
και σβήνει απ’ το χαρτί το βάρος τους     
 
κοιτώ το μολύβι στα χέρια μου
με κοιτούν σαν νεκρό
τα σπουργίτια. 
 
Αλέξιος Μάινας 
από την ανέκδοτη συλλογή: «Το θεώρημα του λυγμού»
(Ποιήματα 1994-2024)» 
    

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό ποίημα, Αλέξιε! Εύγε!! Μανόλης Πολέντας

Χλόη Κουτσουμπέλη είπε...

εξαιρετικό ποίημα Αλέξη!

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό, Αλέξη, ωραία ροή! Ηρώ Νικοπούλου