(Κ. Γ. Καρυωτάκης, Μαρία
Κουγιουμτζή, Μάνια Μεζίτη)
Του Κώστα Βούλγαρη
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης είναι από τους
πλέον μελετημένους ποιητές μας, με άρθρα, μελέτες, δοκίμια, ανθολογίες, πολλαπλές
εκδόσεις τού σχετικά ολιγοσέλιδου έργου του, ενώ μεγάλο όγκο καταλαμβάνουν και
τα σχετικά βιογραφικά του, με έρευνες και λιγότερο ή περισσότερο ευφάνταστες
υποθέσεις, καθώς και μια μακρά σειρά ποιημάτων, αλλά και πεζογραφικών αναφορών,
φόρος τιμής από νεότερους. Υπάρχει λοιπόν μια ολόκληρη καρυωτακική φιλολογία,
και μια εκτεταμένη παραφιλολογία, που μεγάλο μέρος της περιλαμβάνει τη σχέση
του με την Μαρία Πολυδούρη, καθώς και αυτοσχέδιες υποθέσεις για την, από
κάποιες απόψεις, «ερεθιστική» θεματική της ζωής του, συνήθως ερήμην της ποίησής
του.
Οι δε τρόποι με τους οποίους
προσεγγίστηκε ο Καρυωτάκης είναι αυτοί της συγχρονικής κριτικής λογοτεχνίας,
της φιλολογίας, της αισθητικής, της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής, του υπαρξιακού
στοχασμού, της κοινωνιολογίας, της συγκριτικής φιλολογίας, της μεταφρασεολογίας,
της πολιτικής σκέψης, του δοκιμιακού λόγου...
Επειδή τυγχάνει να ελέγχω, νομίζω
επαρκώς, το πεδίο της καρυωτακικής βιβλιογραφίας, μπορώ να βεβαιώσω ότι όλες οι
μέχρι τώρα προσεγγίσεις προϋπέθεταν η μία την άλλη, άλλες περισσότερο και άλλες
λιγότερο, θετικά ή αρνητικά, και κάπως έτσι εξελίχθηκε, σχεδόν για έναν αιώνα,
το πεδίο της μελέτης του έργου του Καρυωτάκη. Σε αυτό το σώμα κειμένων υπάρχουν
άπειρα «επεισόδια», με πολύ γνωστά ονόματα να έχουν αστοχήσει παντελώς, και ως
εκ τούτου εκτεθεί ανεπανόρθωτα, όπως π.χ. ο Κ. Θ. Δημαράς, ενώ για τον
Καρυωτάκη έχει γραφεί το κατά τη γνώμη μου κορυφαίο νεοελληνικό κριτικό
δοκίμιο, οι «Θέσεις για τον Καρυωτάκη» του Βύρωνα Λεοντάρη, και άλλα πολλά που
πιστοποιούν ότι η ποίηση του Καρυωτάκη δεν είναι terra incognita, ώστε να επιδέχεται
προσεγγίσεις εκ του μηδενός, ενώ το σώμα των κειμένων που έχουν γραφεί αποτελεί
ένα ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος για την κατανόηση του λογοτεχνικού πεδίου.
Διαβάζοντας το κείμενο της Μαρίας
Δαλαμήτρου (Κοζάνη 1978, με σπουδές αγγλικής φιλολογίας, έχει γράψει
ποιήματα και διηγήματα), «Η μελαγχολία της ύπαρξης. Με αφορμή τον Κώστα
Καρυωτάκη», στο 6ο τεύχος του περιοδικού Σταφυλή, είδα σε όλη την
έκτασή του ένα σύμπτωμα που δυστυχώς χαρακτηρίζει τους συντριπτικά
περισσότερους από τους πολυπληθείς νεότερους που έχουν εμφανισθεί τα τελευταία
χρόνια στον λογοτεχνικό και φιλολογικό στίβο: την ανακάλυψη του τροχού. Γράφουν
εν κενώ, σαν να μην έχει υπάρξει κανείς και κανένα κείμενο πριν από αυτούς.
Αδιαφορώντας δηλαδή για το αν αυτά που γράφουν έχουν ήδη ειπωθεί, πολύ πιο
εμπεριστατωμένα και με τρόπους πολύ πιο επεξεργασμένους.
Το κείμενο της Δελημήτρου ξεκινά με
μια γενικόλογη απόπειρα συσχέτισης του Καρυωτάκη με τον Μπωντλέρ, αγνοώντας πολλά,
όπως π.χ. την πρόσφατη έκδοση των απάντων του ποιητή από τον Δημήτρη Δημηρούλη,
όπου αυτή η σχέση φωτίζεται πειστικά και ρηξικέλευθα, εν σχέσει με τα μέχρι
τούδε γραφέντα. Δεν εννοώ ότι θα πρέπει κανείς να τα αποδεχθεί, όμως οφείλει να
τα αντιμετωπίσει. Αντίθετα, η Δελημήτρου, με τρεις όλες κι όλες βιβλιογραφικές
αναφορές (Φρόυντ, Κίρκεγκωρντ, Ίρβιν Γιάλομ) και μία «συγκριτική» με τον Λιαντίνη,
φτιάχνει μια έκθεση «ιδεών» σχετικά με τον Καρυωτάκη, με πρόχειρους υπαρξιασμούς
και ψυχολογισμούς. Το έχουν κάνει κι άλλοι, πολλοί, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, και
κανείς δεν τους θυμάται. Αυτή την τύχη ζηλεύει ένας νεώτερος/η;
Ή, όπως μας λέει ο στίχος ενός άξιου
να χαρακτηριστεί «καρυωτακικός ποιητής», του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου: «κοίτα
σε πόσο χαμηλές ελπίδες έδυσε το μέλλον».
* Στο ίδιο τεύχος του
περιοδικού μια πολύ καλή συνέντευξη, όσον αφορά τις ερωτήσεις της Λίλιας Τσούβα,
και τις ενδιαφέρουσες απαντήσεις της πεζογράφου Μαρίας Κουγιουμτζή, όπως
για παράδειγμα για τη λειτουργία της λογοτεχνίας, όπου, ως είναι φυσικό, η
Κουγιουμτζή δίνει το δικό της αναγνωστικό/συγγραφικό στίγμα:
«Ενώνει τον χρόνο, παρελθόν,
μέλλον, σε ένα Παρόν διαρκείας, έτσι που όλα υπάρχουν ταυτόχρονα, και σχεδόν
τον καταργούν».
Και, λίγο παρακάτω:
«Πιστεύω πως στο βάθος όλοι οι
άνθρωποι είμαστε ένας. Περιέχουμε μέσα μας όλα αυτά τα στοιχεία, τα οποία
φοβόμαστε όχι μόνο να τα ερευνήσουμε αλλά και να τα σκεφτούμε. Βυθίζομαι μέσα
στο ασυνείδητο και το αφήνω να μιλήσει εκείνο με τον τρόπο που ξέρει,
διαρρηγνύοντας όλα τα στρώματα του χαώδους εαυτού».
* Δύσκολο πράγμα να μιλήσεις
ποιητικά για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, πόσω μάλλον αν πρόκειται για
τον πατέρα σου, και μάλιστα μιλώντας για την ασθένειά του, της οποίας φυσικά
δεν είναι το μοναδικό θύμα. Ισορροπώντας πάνω σε αυτά τα δύο ασταθή σημεία, η Μάνια
Μεζίτη, στο ολιγοσέλιδο Αγαπημένε μου πατέρα (εκδόσεις Κουκκίδα)
κατορθώνει να μιλήσει ποιητικά, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, αφού το
συναισθηματικό βάρος απειλεί να συνθλίψει κάθε τέτοια απόπειρα:
«Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό
σου / ξέρω πως είσαι κόρη μου / σε πιστεύω / αλλά δεν μπορώ να σε ταυτίσω /
Νιώθω βαθιά αγάπη για την κόρη μου / Θυμάμαι το σπίτι / Ποιο σπίτι, μπαμπά; /
Το σπίτι που ερχόσουν κάθε μεσημέρι με το φαγητό / κάθε βράδυ και με τάιζες /
Ερχόταν και κάποιος άλλος / Ναι, ερχόταν η Ειρήνη που σε βοηθούσε / Όχι, ένας άλλος,
αρσενικός / Ποιος ήταν αυτός; / Ήταν ο άλλος / Έβγαινε από το δεύτερο σπίτι της
ψυχής και με βασάνιζε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου