Της Μαρίας Μοίρα
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ, Ρετούς, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 165
Τον καιρό της πανδημίας μια μόνη γυναίκα,
απομονωμένη στην ταράτσα ενός δώματος στην Κυψέλη, ανάμεσα σε σκουριασμένες
κεραίες, δορυφορικά πιάτα και φλύαρα πουλιά, ονειρεύεται με τα μάτια ανοικτά. Μετρά
ανάποδα τον Χρόνο, με Χ κεφαλαίο, του εγκλεισμού, της απραξίας και της
απόσυρσης, σε μια παλιά κλεψύδρα. Υπνοβατώντας επιστρέφει στο χτες, κινούμενη πυρετικά
από το παρόν στο παρελθόν. Τα όνειρά της, βυθισμένα στο σκοτάδι, σε ένα
αδιαπέραστο πυκνό μαύρο, έχουν μόνο ήχους και λέξεις. Άλλοτε είναι ανησυχαστικά
και αγχώδη, άλλοτε φαιδρά, παρήγορα και ευφρόσυνα, χωρίς εικόνες και χωρίς
χρώματα, αφού η πόλη είναι μια σιωπηλή, ανάπηρη και γκρίζα δυστοπία. Ένας φτωχός, αναποδογυρισμένος κόσμος, φόβου, πειθαναγκασμών και
συμμόρφωσης.
Η
ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Ρετούς (προσωνύμιο αποκτημένο από το ταλέντο της
να μεταμορφώνει τα αποτυπωμένα στο φωτογραφικό χαρτί μαυρόασπρα πρόσωπα με ευφυείς
παρεμβάσεις και επιζωγραφίσεις: χαμόγελα, μουστάκια, ροδαλά μάγουλα, πλούσια
κώμη), βυθίζεται στην παιδική ηλικία σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Δραπετεύει
από το παρόν με την βοήθεια της μεγεθυμένης κόπιας μιας παλιάς φωτογραφίας, όπου
η παρέα των γυμνασιόπαιδων που υπήρξαν κάποτε, με τα ινδιάνικα αστεία
παρατσούκλια, τις χαρούμενες φάτσες, το αλλοπρόσαλλο ντύσιμο και τα αλλόκοτα
κουρέματα, κοιτά τον φακό. Σ’ αυτήν καταδύεται, σαν ανέγγιχτη παρθένα θεά, με το
άνθος των γηρατειών στο πρόσωπο, αναζητώντας την απολεσθείσα ζεστασιά της επικοινωνίας, της συντροφικότητας
ή της ερωτικής συνάντησης των σωμάτων. Η εικόνα
της στον παλιό καθρέφτη διαθλάται με αυτήν της αυτόχειρας αδελφής της ή μήπως
του άλλου απωθημένου της εαυτού. Παίζει μια ατέλειωτη παρτίδα σκάκι με τον ανατρεπτικό
και ιδιόρρυθμο, αγαπημένο της νεκρό θείο-φωτογράφο, κινώντας τελετουργικά τα αυτοσχέδια
πιόνια στα ασπρόμαυρα τετράγωνα της δικής του χειροποίητης σκακιέρας. Επικοινωνεί
με μηνύματα μέσα σε μπουκάλια με άγνωστους μυστικούς συντρόφους, ναυαγούς στο
αρχιπέλαγος της κοιμισμένης πόλης. Αφουγκράζεται φτερωτούς καιροσκόπους
παπαγάλους, εντοπίζει ιστούς από βουλιμικές αράχνες και ανακαλύπτει καχεκτικά
φυτά, που προσπαθούν να ανασάνουν, στη ρωγμή του τσιμέντου. Ή μήπως του Χρόνου.
Η ηρωίδα, αποκλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του
κρανίου της, μονολογεί, κρατά ημερολόγιο ή ίσως εξομολογείται σε έναν αόρατο και
απόντα γιατρό. Ζει την κάθε ανώνυμη απαράλλακτη μέρα με τα οράματα και τις
φαντασιώσεις να εμποτίζουν το καθημερινό της βίωμα, καθώς αποσυντονισμένη και αμφίθυμη,
μετεωρίζεται ριψοκίνδυνα στο όριο της ταράτσας, πάνω από το κενό, πέρα από την
άδεια, έρημη πόλη της απομόνωσης και του εγκλεισμού. Σε μια επίμονη ψυχαναγκαστική
απόσυρση από τα εγκόσμια, στερημένη από την παρήγορη πραγματικότητα που στεριώνουν
και εγγυώνται οι άλλοι, κυκλωμένη από φαντάσματα και σκιές αγαπημένων
επιδραστικών απόντων. Συναρμολογεί το παζλ των αινιγμάτων και των σκοτεινών
μυστικών, μηρυκάζοντας τα τραύματα και τα πένθη του παρελθόντος, υποτελής και δέσμια
της ανυπέρβλητης σαγήνης της απουσίας τους.
Ο συγγραφέας στην ανοίκεια συνθήκη της καραντίνας συνθέτει έναν ευφάνταστο δίκτυο δυστοπικών αναπαραστάσεων και αλληγοριών, καθώς η πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας κάνει τους εφιάλτες της ηρωίδας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας να ξυπνούν παντοδύναμοι, ζωντανεμένοι από τους αρχαϊκούς φόβους της μόλυνσης και του θανάτου. Στο λυκόφως του μυαλού, εκεί όπου το σκοτάδι καταπίνει το φως, μέσα στην κενότητα και στο σκοτάδι της ανθρώπινης εγκατάλειψης, αιχμάλωτοι βιολιστές, ιπτάμενοι ποδηλάτες, αστυνόμοι των σκέψεων και των συναισθημάτων, κάνουν εντυπωσιακές κινηματογραφικές επιδρομές. Κουστουμαρισμένοι νεκροπομποί των λέξεων, εκτελούν εντυπωσιακές χορογραφίες με υπερφυσικά μολύβια που ιχνογραφούν γράμματα στον αέρα. Η απαρίθμηση νεκρών, νοσούντων και διασωληνωμένων, η ταρίχευση του παρόντος μέχρι νεωτέρας παραλύει τον μυϊκό τόνο, κάνει τα μέλη νωθρά και άβουλα, το σώμα ασθενές και το πνεύμα απρόθυμο. Κλείνει τα περάσματα και ακυρώνει τις διόδους διαφυγής. Ακόμα και για τους τολμηρούς και τους ανυπότακτους.
Όμως
ο συγγραφέας δίνει μια τελευταία ευκαιρία στην ηρωίδα του να αποφασίσει εκείνη το
τέλος της ιστορίας. Να πετάξει τα πιόνια και την σκακιέρα στο κενό, να κάψει
τελετουργικά τα κειμήλια του παρελθόντος και να σκορπίσει τις στάχτες τους στους
πέντε ανέμους. Κι εκεί στην ταράτσα, μέσα στη σιωπή της νύχτας να επιχειρήσει
κάποια δειλά χορευτικά βήματα, κραυγάζοντας επιτέλους ελεύθερη και λυτρωμένη: Είμαστε
μόνη μου!
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ, Ρετούς, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 165
Ο συγγραφέας στην ανοίκεια συνθήκη της καραντίνας συνθέτει έναν ευφάνταστο δίκτυο δυστοπικών αναπαραστάσεων και αλληγοριών, καθώς η πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας κάνει τους εφιάλτες της ηρωίδας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας να ξυπνούν παντοδύναμοι, ζωντανεμένοι από τους αρχαϊκούς φόβους της μόλυνσης και του θανάτου. Στο λυκόφως του μυαλού, εκεί όπου το σκοτάδι καταπίνει το φως, μέσα στην κενότητα και στο σκοτάδι της ανθρώπινης εγκατάλειψης, αιχμάλωτοι βιολιστές, ιπτάμενοι ποδηλάτες, αστυνόμοι των σκέψεων και των συναισθημάτων, κάνουν εντυπωσιακές κινηματογραφικές επιδρομές. Κουστουμαρισμένοι νεκροπομποί των λέξεων, εκτελούν εντυπωσιακές χορογραφίες με υπερφυσικά μολύβια που ιχνογραφούν γράμματα στον αέρα. Η απαρίθμηση νεκρών, νοσούντων και διασωληνωμένων, η ταρίχευση του παρόντος μέχρι νεωτέρας παραλύει τον μυϊκό τόνο, κάνει τα μέλη νωθρά και άβουλα, το σώμα ασθενές και το πνεύμα απρόθυμο. Κλείνει τα περάσματα και ακυρώνει τις διόδους διαφυγής. Ακόμα και για τους τολμηρούς και τους ανυπότακτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου