1/10/23

Η συγκομιδή των λέξεων

Άποψη της έκθεσης της Νίκης Καναγκίνη «Η υλικότητα της γραφής» στην γκαλερί ROMA

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ, Το ανέκφραστο, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 217

    
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη είναι τρυφερές και νοσταλγικές, παράξενες και αιχμηρές σαν εκδορές στο δέρμα που ματώνουν ασταμάτητα, σαν καυτές ανάσες που εκπνέουν τον πόνο του αποχωρισμού, σαν δάχτυλα που σφίγγονται γύρω από το λαιμό με ένταση και πάθος για να χαλαρώσουν αμέσως μετά. Αφηγούνται την αγωνία της απώλειας, την οδύνη της εκρίζωσης από οικείους τόπους, από ανθρώπους αγαπημένους. Οι λέξεις του αρμολογημένες με προσοχή, ανακαλούν μια μνήμη παρηγορητική και φιλεύσπλαχνη. Συλλέγουν την παραμυθία της αναπόλησης δύσκολων καταστάσεων, λησμονημένων στιγμών, παράξενων συμβάντων. Χαρτογραφούν αποτυπώματα στο σώμα και ψυχικά άχθη που στοιχειώνουν την καθημερινότητα, ασήμαντες εμμονές που γίνονται νευρώσεις και καταλαμβάνουν όλο τον χώρο του μυαλού. Αφουγκράζονται τα μικρά ή τα μεγάλα δράματα της ζωής, την απελπισία της φτώχιας, της ερημίας, της ορφάνιας, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού ή ρητορείας.
Όσα γράφει ο συγγραφέας σύντομα και μετρημένα, ήσυχα και συνεσταλμένα, ανοίγουν ίσα-ίσα την πόρτα της συγκίνησης για ένα κρυφοκοίταγμα στο ανείπωτο, στο άγνωστο, στο ανέκφραστο, που καταχωνιάζεται στα βάθη του εαυτού. Από τις ιστορίες του, αληθινές ή φανταστικές, αναδύεται μια μνήμη κοινή, που άλλοτε θολώνει και αποσυντίθεται και άλλοτε συμπυκνώνεται με διαύγεια και ορμή. Γι’ αυτό και όσα εξιστορεί είναι τόσο οικεία και γνωστά στον αναγνώστη. Τα έχει συναντήσει στα όνειρα και στους εφιάλτες του, τα έχει απωθήσει στον ύπνο και στον ξύπνιο του. Εκεί όπου η χρονική ακολουθία μπερδεύεται, η λογική συνέχεια ακυρώνεται, τα πρόσωπα παραμορφώνονται, διαθλώνται ή διαλύονται το ένα μέσα στο άλλο σε μια ανορθόδοξη πολυτυπία. Λες και ένας παλιός πολύγραφος τυπώνει ακατάπαυστα παράξενες όψεις της πραγματικότητας, αμέτρητες παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα.
Όπως το μετείκασμα της γριάς μάνας που αποσύρεται σιγά σιγά από τις ζωές των παιδιών της, ίσως και από την δική της ζωή, περιμένοντας κάθε βράδυ το υπέρλαμπρο και ολόφωτο καράβι, να αποπλεύσει από το σκοτεινό παράθυρό της για να την ταξιδέψει στο νησί, στο δικό της σπίτι. Αυτό το έρημο και ακατοίκητο, το ριζωμένο στη γη και συνυφασμένο με την ίδια της την ύπαρξη. Την μάνα που ζωντανή ή αποθαμένη παραμένει το στερνό καταφύγιο, το απαραμείωτο κεφάλαιο της γλύκας, της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης, η βεβαιότητα της ζωής πέρα από το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, η τελευταία κραυγή, «πίσω εκεί στην αρχή αρχή αρχή αρχή του χρόνου». Όπως οι απόντες αγαπημένοι, που τους κουβαλάμε κατάσαρκα, σαν το πιο ακριβό φυλαχτό της ζωής μας. Οι νεκροί με τους οποίους συνοδοιπορούμε και συνταξιδεύουμε χωρίς ποτέ να φεύγουν από κοντά μας. Μας συμπονούν, μας καθοδηγούν και μας παραστέκουν σαν αόρατοι άγγελοι-προστάτες. Ή οι καθημερινές αγροτικές δουλειές στο χωριό που στην πόλη μετατρέπονται σε τελέσεις εμψύχωσης και επιβίωσης, όπως η λάτρα του σπιτιού και τα μαστορέματα ή το να μαζεύεις χόρτα στην νησίδα της ασφάλτου. Ή όπως η νοσταλγική αναπόληση των παλιών σπιτιών που στέριωναν και στέγαζαν χαρούμενους ανθρώπους, γιατί όταν ήταν γιαπιά τραγουδήθηκαν από τους μάστορες και τους χτίστες τους, σαν τα νυφιάτικα κρεβάτια. Όπως η πανδημική και οικονομική κρίση που σάρωσε τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου μας δίνοντας ξανά στη φύση το προβάδισμα. Τη δυνατότητα να ανακαταλάβει το χαμένο έδαφος, τρυπώνοντας σε ερείπια σπιτιών, μπαλκόνια και αυλές με τις πόλεις και τους μέχρι πρότινος ειδυλλιακούς τόπους να μεταμορφώνονται σταδιακά και ανεπαίσθητα σε απρόβλεπτες δυστοπίες. Ή όπως οι παλιές μαθητικές φωτογραφίες με τα βιασμένα χαμόγελα, τα αμήχανα βλέμματα και τα καλοχτενισμένα ή κοντοκουρεμένα κεφάλια, γεμάτα όνειρα και προσδοκίες, που διασχίζοντας τον χρόνο φέρνουν στο προσκήνιο έναν άγνωστο και ξεχασμένο εαυτό. Να ποζάρει με κοκεταρία μπροστά στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας.
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη συλλέγουν κομμάτια από εικόνες ανθρώπων, θραύσματα από αισθήσεις και εντυπώσεις, προσπαθώντας να συγκρατήσουν την μαγεία της στιγμής που παρέρχεται.  Φέρουν το βάρος της έγνοιας για τα ανθρώπινα άλγη, της επίγνωσης για τα βάσανα του βίου. Αποτελούν ανασκαφές στις μύχιες σκέψεις, συλήσεις του ασυνείδητου, τυμβωρυχίες στα ακριβά κτερίσματα της μνήμης, που γλιστρούν, μεταμφιέζονται και χάνονται μέσα στη δίνη του καθημερινού μόχθου. ‘Όταν η σκέψη του απόντος, του τετελεσμένου, του ατελέσφορου πληγώνει και πονά, υπενθυμίζοντας τον χρόνο που περνά, χωρίς να είναι ποτέ αρκετός.
Αφηγήσεις με αυθεντικό συναίσθημα, θηρία εξημερωμένα ή ανήμερα, που δεν μιμούνται αλλότριες ποιητικές φωνές, δεν προσποιούνται και δεν παραπλανούν για τους λογοτεχνικούς τρόπους και τις προθέσεις τους, γι’ αυτό και πετυχαίνουν τον στόχο τους. Καρφώνουν τον αναγνώστη στην καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου