Της Κωστούλας Μάκη*
Η Έμιλυ Ντίκινσον είναι ένα κλασικό
παράδειγμα στο οποίο ο άκρατος
βιογραφισμός επισκιάζει το ποικίλο, ακμαίο ποιητικό της έργο, ακόμα και αν δεν
τεκμηριώνεται από πλούσιες καταγραφές της ζωή της. Με 1800 ποιήματα συνολικά, τα
περισσότερα εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον, από την έκδοση της πρώτης
συλλογής το 1890 ο μύθος της συνεχίζεται ενεργός μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα και
σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν και ελάχιστες πληροφορίες είναι γνωστές γι’ αυτήν, ο
θρύλος που την ακολουθεί την περιγράφει ως σταθερή αλληλογράφο, που παρέμεινε
από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής της (1886)
στο πατρικό σπίτι στο Άμχερστ της Μασσαχουσέτης, χωρίς την αίγλη της
διασημότητας. Διάσημη όμως παραμένει η φωτογραφία της στα 16, που συνοδεύει σε
πολλές παραλλαγές τις ανθολογίες της.
Στην περίπτωση της νέας εκλογής ποιημάτων της από τον άξιο μεταφραστή Κώστα Κουτσουρέλη, η χρήση της εικόνας της εξυπηρετεί τους στόχους του, αφού αισθητικά το εξώφυλλο και όλο το σώμα του βιβλίου είναι άρτια, και ολοκληρώνεται με τρεις διαφορετικές εκδοχές της εικόνας της: μια επεξεργασμένη λεπτομέρεια από γραμματόσημο που βγήκε στις ΗΠΑ, το μαύρο περίβλημα του μπούστου της, και την αυθεντική δαγκεροτυπία. Το βλέμμα που φτάνει στους αναγνώστες/στριες λειτουργεί κατά τη γνώμη μου ως υπενθύμιση της παρουσίας της με διακριτικό τρόπο και παράλληλα ως πρόκληση, προκειμένου να γίνει η εστίαση στην ποίησή της με όρους ποιητικούς, μεταφραστικούς και θεωρητικούς. Επικαιροποιείται έτσι το έργο της, θίγοντας το τι είναι αυτό που κάνει το έργο της σύγχρονο και ποια είναι τα στοιχεία που εξακολουθητικά την προτάσσουν σαν μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές μέχρι σήμερα.
Εξαρχής ο μεταφραστής διαφοροποιείται από τις βιογραφικές εμμονές για την Ντίκινσον, προτάσσοντας τη μεταφραστική αναμέτρηση με το έργο της και πλαισιώνοντας την ανάδειξη των ποιημάτων με τη μεταφραστική του επιμέλεια. Παράλληλα, η μεταγραφή του ονόματός της στα ελληνικά ως Αιμιλία καταδεικνύει επίσης τη φροντιστική οικειότητα με το έργο της, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται η πρόθεσή του να απευθυνθεί στους αναγνώστες/στριες και όχι στα κάθε τύπου «μεταφραστικά ή ποιητικά εργαστήρια». Ο λυρισμός, η εικονοπλαστική τόλμη, η ρυθμοποιία και η μετρική αναγνωρίζονται ως καίρια στοιχεία του έργου της και αυτά τα υλικά αναδεικνύει ο Κουτσουρέλης στη μετάφραση των ποιημάτων.
Το ιστορικό πλαίσιο επιτονίζεται, επισημαίνοντας πως η Ντίκινσον στα «ιδιωτικά» της ποιήματα μετασχηματίζει τη διδαχή, τη γνωμολογία και τη θρησκευτική προσευχή με τη λιτότητα των στίχων της. Κατά τη γνώμη μου, πρωτόγνωρα για την εποχή της, η Ντίκινσον μετασχηματίζει όλα τα παραπάνω στοιχεία, αγγίζοντας συχνά τα όρια του κρυπτικού, «εγχαράσσοντας» την έμφυλη συλλογιστική και το συναίσθημα. Επιπλέον, μεταποιεί τις ηθικολογικές προτροπές, κάνοντας τις δικές της οικειοποιήσεις και παίζοντας με τα όρια της μνήμης και της φήμης, έχοντας μάλλον επίγνωση της φωνής της. «Καμιά δεν είμαι εγώ! Κι εσύ;/ Είσαι κι εσύ-Κανένας;/ Τότε λοιπόν είμαστε δυο!/ Μα μην το μάθει ούτ’ ένας!/ Να είσαι κάποιος τι φρικτό!/ Στα έλη να υμνούν-φαντάσου-το καλοκαίρι το ζεστό/ οι φρύνοι τ’ όνομά σου!» (σ. 35).
Το προσωπικό στην περίπτωσή της, παρά τις ενστάσεις του Κουτσουρέλη, συνοδεύεται από την κοινωνική κριτική, συνδέοντας τα αιώνια θέματα του έρωτα, του θανάτου και της επιθυμίας με διλήμματα για τον χρόνο και την ανθρώπινη συνθήκη. Η χρήση του λυρικού δεν είναι μελοδραματική. Αντίθετα, με χιούμορ, ειρωνεία και σαρκασμό, βιωματικά η ποιήτρια οικειοποιείται και πλαισιώνει ακόμα και την πιο συνηθισμένη εικόνα από όσα καταγράφει και παρατηρεί με τρυφερότητα και ακαριαίους αιφνιδιασμούς, οι οποίοι καταλύουν συχνά τα εύκολα δίπολα οδύνης και χαράς. Στο παρακάτω ερωτικό ποίημα αντιστρέφεται η νοηματοδότηση μέλισσας-μύγας, καθώς αναμονή, ματαίωση και προσδοκία εναλλάσσονται: Σε περιμένω μέλισσα!/ Σ’ έναν γνωστό σου χθες/ έλεγα, δεν μπορεί,/ σε λίγο θα φανεί! […] Το γράμμα μου ως τις δεκαοχτώ/ θα το ’χεις λάβει∙ μου απαντάς/ ή, πιο καλά, τα λέμε εδώ./ Μύγα, η καλή σου φίλη (σ. 131).
Η αθωότητα παραμένει παρούσα χωρίς
εξιδανικεύσεις. Χαρακτηριστικό της είναι αυτό που διαπιστώνει και ο
Κουτσουρέλης: «Δεν υπάρχει τίποτα νερωμένο εδώ, τίποτε το χλιαρό, τίποτε το
μέτριο» (σ. 15). Το γεγονός ότι το έργο της παραμένει, σύμφωνα με κάποιες
ερμηνείες, ημιτελές, με την έννοια ότι δεν έγινε επιμέλεια από την ίδια, μάλλον
ενισχύει τις ποιητικές της δυνάμεις παρά το αντίθετο. Η οξυδέρκεια της
Ντίκινσον επιτάσσει διαρκώς μέσα από την ιδιότυπη μεταφυσική της «ένα είδος
αισθητικής του ελάχιστου» (σ. 19) και ανθίσταται σε εύκολες κατηγοριοποιήσεις για
το πού κατατάσσεται η ποιητική της, αν για παράδειγμα είναι προάγγελος του
μοντερνισμού ή όχι. Ο Κουτσουρέλης το αρνείται, αναφέροντας ότι η ποίησή της
συγγενεύει με την ποίηση της νεότερης Ευρώπης ή της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο,
εφόσον η νεοτερικότητα των στίχων της συνθέτει έναν διαυγές αισθητικό και
αισθηματικό καμβά, νομίζω πως η ποίησή της έχει τόσο αγαπηθεί και επειδή μπορεί
ισότιμα να είναι μοντέρνα, ρομαντική, πολιτική και προσωπική.
Πάντως, η συστηματική πολυεπίπεδη ενασχόληση του Κουτσουρέλη με την Ντίκινσον, σε συνάρτηση με την αρτιότητά του ως μεταφραστή, προσφέρει εκδοτικά μία από τις καλύτερες ανθολογίες της Ντίκινσον, τόσο στη μελωδική απόδοση των ποιημάτων όσο και στην εκλογή των ποιημάτων που μεταφράζει.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
EMILY DICKINSON, Ποιήματα, Εκλογή-Προλεγόμενα-Μετάφραση:
Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 160
Στην περίπτωση της νέας εκλογής ποιημάτων της από τον άξιο μεταφραστή Κώστα Κουτσουρέλη, η χρήση της εικόνας της εξυπηρετεί τους στόχους του, αφού αισθητικά το εξώφυλλο και όλο το σώμα του βιβλίου είναι άρτια, και ολοκληρώνεται με τρεις διαφορετικές εκδοχές της εικόνας της: μια επεξεργασμένη λεπτομέρεια από γραμματόσημο που βγήκε στις ΗΠΑ, το μαύρο περίβλημα του μπούστου της, και την αυθεντική δαγκεροτυπία. Το βλέμμα που φτάνει στους αναγνώστες/στριες λειτουργεί κατά τη γνώμη μου ως υπενθύμιση της παρουσίας της με διακριτικό τρόπο και παράλληλα ως πρόκληση, προκειμένου να γίνει η εστίαση στην ποίησή της με όρους ποιητικούς, μεταφραστικούς και θεωρητικούς. Επικαιροποιείται έτσι το έργο της, θίγοντας το τι είναι αυτό που κάνει το έργο της σύγχρονο και ποια είναι τα στοιχεία που εξακολουθητικά την προτάσσουν σαν μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές μέχρι σήμερα.
Εξαρχής ο μεταφραστής διαφοροποιείται από τις βιογραφικές εμμονές για την Ντίκινσον, προτάσσοντας τη μεταφραστική αναμέτρηση με το έργο της και πλαισιώνοντας την ανάδειξη των ποιημάτων με τη μεταφραστική του επιμέλεια. Παράλληλα, η μεταγραφή του ονόματός της στα ελληνικά ως Αιμιλία καταδεικνύει επίσης τη φροντιστική οικειότητα με το έργο της, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται η πρόθεσή του να απευθυνθεί στους αναγνώστες/στριες και όχι στα κάθε τύπου «μεταφραστικά ή ποιητικά εργαστήρια». Ο λυρισμός, η εικονοπλαστική τόλμη, η ρυθμοποιία και η μετρική αναγνωρίζονται ως καίρια στοιχεία του έργου της και αυτά τα υλικά αναδεικνύει ο Κουτσουρέλης στη μετάφραση των ποιημάτων.
Το ιστορικό πλαίσιο επιτονίζεται, επισημαίνοντας πως η Ντίκινσον στα «ιδιωτικά» της ποιήματα μετασχηματίζει τη διδαχή, τη γνωμολογία και τη θρησκευτική προσευχή με τη λιτότητα των στίχων της. Κατά τη γνώμη μου, πρωτόγνωρα για την εποχή της, η Ντίκινσον μετασχηματίζει όλα τα παραπάνω στοιχεία, αγγίζοντας συχνά τα όρια του κρυπτικού, «εγχαράσσοντας» την έμφυλη συλλογιστική και το συναίσθημα. Επιπλέον, μεταποιεί τις ηθικολογικές προτροπές, κάνοντας τις δικές της οικειοποιήσεις και παίζοντας με τα όρια της μνήμης και της φήμης, έχοντας μάλλον επίγνωση της φωνής της. «Καμιά δεν είμαι εγώ! Κι εσύ;/ Είσαι κι εσύ-Κανένας;/ Τότε λοιπόν είμαστε δυο!/ Μα μην το μάθει ούτ’ ένας!/ Να είσαι κάποιος τι φρικτό!/ Στα έλη να υμνούν-φαντάσου-το καλοκαίρι το ζεστό/ οι φρύνοι τ’ όνομά σου!» (σ. 35).
Το προσωπικό στην περίπτωσή της, παρά τις ενστάσεις του Κουτσουρέλη, συνοδεύεται από την κοινωνική κριτική, συνδέοντας τα αιώνια θέματα του έρωτα, του θανάτου και της επιθυμίας με διλήμματα για τον χρόνο και την ανθρώπινη συνθήκη. Η χρήση του λυρικού δεν είναι μελοδραματική. Αντίθετα, με χιούμορ, ειρωνεία και σαρκασμό, βιωματικά η ποιήτρια οικειοποιείται και πλαισιώνει ακόμα και την πιο συνηθισμένη εικόνα από όσα καταγράφει και παρατηρεί με τρυφερότητα και ακαριαίους αιφνιδιασμούς, οι οποίοι καταλύουν συχνά τα εύκολα δίπολα οδύνης και χαράς. Στο παρακάτω ερωτικό ποίημα αντιστρέφεται η νοηματοδότηση μέλισσας-μύγας, καθώς αναμονή, ματαίωση και προσδοκία εναλλάσσονται: Σε περιμένω μέλισσα!/ Σ’ έναν γνωστό σου χθες/ έλεγα, δεν μπορεί,/ σε λίγο θα φανεί! […] Το γράμμα μου ως τις δεκαοχτώ/ θα το ’χεις λάβει∙ μου απαντάς/ ή, πιο καλά, τα λέμε εδώ./ Μύγα, η καλή σου φίλη (σ. 131).
Πάντως, η συστηματική πολυεπίπεδη ενασχόληση του Κουτσουρέλη με την Ντίκινσον, σε συνάρτηση με την αρτιότητά του ως μεταφραστή, προσφέρει εκδοτικά μία από τις καλύτερες ανθολογίες της Ντίκινσον, τόσο στη μελωδική απόδοση των ποιημάτων όσο και στην εκλογή των ποιημάτων που μεταφράζει.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου