8/10/23

Το αίνιγμα του Ανδρέα Κάλβου (Β΄)

Γιώργος Ζογγολόπουλος, Τσέρκια με φακό, 1984, ανοξείδωτος χάλυβας και πλεξιγκλάς, διάμετρος 80 εκ., και Χωρίς τίτλο, 1980, ακρυλικό σε καμβά, 136 x 136 εκ., Συλλογή Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου


Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
 
Ο ποιητής, αυτό το “κούφον χρήμα”, κινείται, σαν τον πλατωνικό Έρωτα, ανάμεσα στην ευτυχισμένη άγνοια και τη λόγια σοφία. Αν αγνοήσει τη λόγια παιδεία (κι ο Κάλβος ήταν γερός λόγιος) κι εμπιστευθεί μόνον την αυθορμησία του, θα εγκλωβιστεί σε μια παιδικήν αφέλεια και δεν θα μπορέσει να αρθεί στα ύψη της μεγάλης τέχνης. Αλλά κι η υπερβολική λογιοσύνη μπορεί να παραλύσει την έμπνευση. Ένας Ευγένιος Βούλγαρης, που εξελληνίζει σε ομηρική γλώσσα τον Βιργίλιο, αντιπροσωπεύει το αντίθετο της αυθεντικής ποιητικής ιδιοσυγκρασίας. Φρονώ επίσης πως η υπερβολική λογιοσύνη κι η εμμονική προσήλωση στη μετρική μάραναν τον ταλέντο ενός γνήσιου ποιητή σαν το Μαβίλη. Στα όπλα του καλλιτέχνη δεν πρέπει να προσγραφούν μόνον όσα ξέρει αλλά κι όσα δεν ξέρει.
Κάποτε θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα πως το έργο του Κάλβου αναπτύσσεται σε δύο πράξεις, μια ιταλόγλωσση και μια ελληνόγλωσση: τις Δαναΐδες και τις Ωδές. Υπάρχουν κι άλλα ποιήματα και κυρίως ο Θηραμένης, αλλά οι βασικές πράξεις του καλβικού έργου είναι αυτές.
Το θεατρικό αυτό του Κάλβου -οι Δαναΐδες- είναι θαυμάσιο. Ξεπερνά και τις καθαρολογικές τραγωδίες ενός Βερναρδάκη και τις μεταγενέστερες του Σικελιανού και του Καζαντζάκη. Προσφέρεται για σκηνική παρουσίαση, γιατί σφύζει από δραματική ένταση, που κρατάει τον θεατή σε συνεχή αγωνία. Μαζί με τη δραματική ένταση υπάρχει, ισοδύναμος πόλος της τραγωδίας, κι η υψηλή ποίηση. Άριστη είναι κι η αρχιτεκτόνηση του έργου, βασισμένη στον νόμο των “τριών ενοτήτων”. Ακόμη ο Κάλβος πλάθει μια έξοχη τραγική ηρωίδα, την Υπερμνήστρα, που διχάζεται ανάμεσα στον έρωτά της προς τον Λυγκέα και το καθήκον απέναντι στον πατέρα της.
Μπαίνω στον πειρασμό να παραφράσω στίχους από τις Δαναΐδες στο σύστημα των Ωδών. Το πείραμα, νομίζω, παρουσιάζει ενδιαφέρον:
 
Ορτύγιε τοξότη
να εξαποστείλεις τώρα
την υστάτην ακτίνα σου
εις το έκφρον βλέμμα
του βασιλέως.-
 
Πλέον ακούω συρίγματα
όφεων μυρίων κοσμούντων
την φοβεράν κεφαλήν σας.
της νυκτός θυγατέρες,
ω Ερινύες.-
 
Πάλαι λαμπράς ακτίνας
ο ήλιος ζωογόνος
εσκόρπιζεν επάνω μου
και χρυσόν δαψιλή
φύτρων' η γη μου.
 
Αν εξαιρέσουμε το λεκτικό και μετρικό ένδυμα, συναντάμε κι εδώ τα κύρια γνωρίσματα της καλβικής ποίησης όπως τα χαιρόμαστε στις Ωδές: αυτόν τον απαράμιλλο συνδυασμό ύψους και πρωτότυπης έμπνευσης.
Οι Δαναΐδες κι οι Ωδές, συνεξεταζόμενες, μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της “αληθινής φυσιογνωμίας” του Ανδρέα Κάλβου. Αυτά με δύο λέξεις είναι ο έρωτας κι η επανάσταση, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η επανάσταση στον Κάλβο παίρνει πιο πολύ τη μορφή του μίσους και του αγώνα εναντίον των τυράννων. Το θέμα αυτό προανακρούεται και πρωτοδιατυπώνεται στον πρωτόλειο Θηραμένη. Εκεί ο Κριτίας γίνεται διαχρονικό σύμβολο της τυραννίας σ΄ όλη τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της. Οι Ωδές πάλι είναι γεμάτες με αποστροφές ενάντια στους τυράννους:

Ποίος ποτέ του Θεού,,
ποίος του Ηλίου ωμοίασεν;
Διατί βωμούς, θυμίαμα,
διατί ζητούν οι μύριοι,
τύραννοι κι ύμνους;...
Με υπερηφάνους πόδας
καταφρονητικούς,
δεν πατούν το χρυσούν
συντριφθέν ζύγωθρον
του ορθού νόμου;

Στις Δαναΐδες ο έρωτας παρουσιάζεται δραματικός κι εξιδανικευμένος. Τα εμπόδια δεν σβήνουν το ερωτικό πάθος, αλλά το εντείνουν στο μη περαιτέρω σαν μια χορδή που θαρρείς πως δεν θα αντέξει άλλο και θα σπάσει.
Ο Κάλβος υπήρξε αναμφίβολα ερωτικός άνθρωπος. Είχε κάτι που τραβούσε τις γυναίκες. Όντας τελείως άγνωστος, δεν τις θάμπωνε με την αίγλη της δόξας αλλά με μια μυστηριώδη μαγνητική επιρροή που ασκούσε πάνω τους. Αυτός ο φτωχός και άσημος διέθετε μιαν εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα. Αγάπησε κι αγαπήθηκε. Έχυσε δάκρυα και απέσπασε δάκρυα. Εδώ η αντίθεση με το Σολωμό είναι φανερή. Ο Σολωμός (όπως κι ο Πόε) τον έρωτα τον οπτασιάστηκε. Ο Κάλβος τον έζησε.
Δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η μοίρα του Κάλβου αν συνέχιζε να γράφει ιταλικά. Η επιβίωση ακόμα κι ενός αυθεντικού ποιητή σε μια γλώσσα κορεσμένη από αριστουργήματα, όπως η ιταλική, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ίσως ο Κάλβος να γινόταν ένας όψιμος επίγονος της νεοκλασσικής σχολής με κάποιους ρομαντικούς απόηχους. Ας πούμε ένας ιταλός Ανδρέας Σενιέ.
Μα και για αυτό θα χρειαζόταν μια γενναία συνδρομή της τύχης. Την τέχνη του Κάλβου δεν την έσωσε η τύχη αλλά η τόλμη του: η απόφασή του να γράψει, δέκα χρόνια μετά τα ιταλικά του δράματα, τις Ωδές στα ελληνικά. Έτσι, αντί να γίνει μια υποσημείωση στην πολυσέλιδη και πυκνογραμμένη βίβλο της ιταλικής ποίησης, έγραψε -και με χρυσά γράμματα!- την πρώτη σελίδα της νεοελληνικής. Σ' αυτή την τολμηρή του απόφαση τον παρακίνησε ένας διπλός έρωτας: ο έρωτας της πατρίδας κι έρωτας της γλώσσας. Ισχύει και για τον Κάλβο αυτό που έλεγε ο Σολωμός: μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Ως προς τη φιλοπατρία του Κάλβου δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο Κάλβος πάντα είχε συνείδηση πως είναι Έλληνας κι η επανάσταση θέριεψε τη φλόγα της φιλοπατρίας του. Η δεύτερη όψη αυτού του διπλού έρωτα ίσως ξενίσει. Για αυτό θυμίζω με τι ζήλο υπερασπίστηκε ο Κάλβος τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας σ' εκείνες τις διαλέξεις του στο Λονδίνο. “Το να χτυπήσει κανείς μια δυνατά εδραιωμένη γνώμη, που έχει επικρατήσει σε όλη την Ευρώπη, ότι εξαφανίστηκε για πολλούς χρόνους μια γλώσσα, και να προσπαθήσει να αποδείξει με τρόπο αναμφισβήτητο ότι εξακολουθεί να είναι η ζωντανή γλώσσα εκατομυρίων ανθρώπων είναι κατόρθωμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σπάνιο συνδυασμό προσόντων στο άτομο που θα επιχειρούσε μια τόσο δύσκολη προσπάθεια”, σημείωνε σχετικά μια αγγλική εφημερίδα της εποχής. Ο Κάλβος διάβαζε και συγχρόνους του έλληνες συγγραφείς και τους αρχαίους, όσο κι αν τους τελευταίους δεν κατόρθωσε ίσως να τους αφομοιώσει ικανοποιητικά. Αλλά αυτό που ο Κάλβος αγάπησε με πάθος στην ελληνική γλώσσα δεν ήταν τόσο τα κείμενα όσο οι λέξεις. Ψάχνει με ζήλο στα λεξικά και ανασύρει όλους αυτούς τους μικρούς θησαυρούς που κοσμούν τις Ωδές του: αμβροσίοδμα, ζεφυρόδες, κεραυνοφόροι, κυκλοδίωκτος, μελίφρονα.
Ο Κάλβος κι ο Σολωμός παρουσιάζονται στα γράμματά μας ως μια ισχυρή αντίθεση και ως ιδιοσυγκρασίες και ως ποιητές. Είναι όμως και παράλληλες περιπτώσεις. Και οι δυο κάνουν εν αγνοία τους δύο μεγάλες ανακαλύψεις. Ο Σολωμός ανακαλύπτει, πριν τον Μαλλαρμέ, την καθαρή ποίηση. Ο Κάλβος επινοεί τη νεοτερική έκφραση. Τις ανακαλύψεις αυτές τις οφείλουν στις ελληνική γλώσσα και τις δυνατότητές της, τις οποίες πρώτοι εκείνοι δοκίμασαν (θέλω να πω όπως δοκιμάζει κάποιος, για πρώτη φορά, τις χορδές ενός τόξου ή μιας λύρας). Ο Σολωμός αϋλώνει και διαπλάθει τη δημοτική σε όργανο μουσικής υποβολής. Ο Κάλβος φτιάχνει ένα σύγκραμα λόγιας και δημώδους, που σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη μετρική του, έμελλε να γοητέψει τόσο τους ποιητές της γενιάς του ’30. Και των δυο το έργο είναι ένα παράδοξο, που κανείς δεν θα μπορούσε να το προβλέψει. Αλλά μήπως κι η ίδια η ζωή, στη βαθύτερη ουσία της, δεν είναι ένα μέγα παράδοξο;
 
*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου