24/9/23

Ελευθερία της βούλησης

(το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα)
 
Του Αλέξιου Μάινα*

 
Αποτελεί προνόμιο της φύσης μας να επιθυμούμε, να βουλόμαστε και να
πράττουμε σε συμφωνία με το αποτέλεσμα μιας ειλικρινούς εξέτασης. 
Τζον Λοκ (1690)
 
I. Προσεγγίζοντας την έννοια 
 
Ας υποθέσουμε ότι κάθεστε αυτή τη στιγμή σε μια καρέκλα ή στον καναπέ –πράγμα πολύ πιθανό– και σκέφτεστε αν αξίζει να διαβάσετε το άρθρο για την ελευθερία της βούλησης. Έχετε τη δυνατότητα να το κάνετε ή όχι (libertas executionis), όπως επίσης τη δυνατότητα να κάνετε κάτι άλλο (libertas specificationis), να πάτε στην κουζίνα να ανοίξετε το ψυγείο για ένα σνακ ή να μουρμουρίσετε μια μελωδία σηκώνοντας το χέρι από την εφημερίδα για να διευθύνετε μια αόρατη ορχήστρα. Οι ποικίλες δυνατότητες που έχετε αυτή τη στιγμή ανήκουν σε αυτό που ονομάζουμε ελευθερία της δράσης – ήτοι στη δυνατότητα να κάνετε αυτό που επιλέγετε, να εφαρμόσετε ανεμπόδιστα την επιλογή σας. Ο όρος είναι συγκριτικός: όσο περισσότερες δυνατότητες έχει κανείς και όσο λιγότερο περιορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες, π.χ. από κάποιον άλλον, στις δυνατότητες αυτές να πράξει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ελευθερία της δράσης του.
Το πρόβλημα ξεκινάει φιλοσοφικά όταν στρέφει κανείς την προσοχή από την εφαρμογή-επιτέλεση στην αιτία της, δηλαδή από την πράξη ως κάτι εξωτερικό, σε αυτό που την προκάλεσε: τη βούληση. Ο όρος βούληση αποκτά τη σημερινή του σημασία στον Μεσαίωνα: από απλή επιθυμητική τάση (voluntas, το βούλομαι με τη σημασία του επιθυμώ), γίνεται ικανότητα λήψης αποφάσεων (liberum arbitrium). Η αρχαιότητα δεν διαθέτει τη μεταγενέστερη και σύγχρονη αυτή έννοια της βούλησης, που μπορεί εντούτοις να σχετιστεί με τη δυναμική των τριών μερών της ψυχής κατά τον Πλάτωνα, ή με σημεία στον Αριστοτέλη (το ἑκούσιον και την προαίρεσιν) και τους στωικούς Χρύσιππο και Επίκτητο, που πραγματεύονται φαινόμενα διαβούλευσης και ελευθερίας επιλογής, αλλά και τον περιπατητικό Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα, που είναι ο πρώτος που καταθέτει μια ισχυρή ελευθεριακή ερμηνεία της βούλησης: «τὸ ἐφ’ ἡμῖν ἐλεύθερόν τε και αὐτεξούσιον». Η έννοια προκύπτει από την επίδραση στη φιλοσοφία ιουδαϊκο-χριστιανικών στοιχείων: βιβλικών σημείων που αναφέρονται στο θέλημα του Θεού (π.χ. Βασιλειών Β΄ 10, 12) και της πατερικής ανθρωπολογίας του κατ’ εικόνα Θεού, πρώτα πιθανώς στον Αυγουστίνο τον 4ο μ.Χ. αιώνα, που προσπαθεί να εναρμονίσει θεολογικές και νεοπλατωνικές πεποιθήσεις. Στη συνέχεια, όμως, ορίζεται από κάθε φιλόσοφο διαφορετικά και παραμένει στις σημερινές φιλοσοφικές συζητήσεις περί ελευθερίας κατά κανόνα υποκαθορισμένη. 
Τι ακριβώς είναι η βούληση; Οι περισσότεροι φιλόσοφοι θα συμφωνούσαν ότι αποτελεί τη νοητική ικανότητα ή το νοητικό ενέργημα που επιφέρει την πράξη-δράση. Και ότι έχει τρεις πτυχές, μια θυμική, μια γνωσιακή και μια παρακινητική, αποτελώντας τη «στενωπό», ή καλύτερα το νοητικό συμβάν, με το οποίο η διαβούλευση επί των επιθυμιών και στόχων μας εκβάλλει στη φυσική πραγματικότητα ως πράξη. Αποτελεί λοιπόν το νοητικό συμβάν που έχει άμεση αιτιώδη επενέργεια στη συμπεριφορά μας, συνδέοντάς την με τους λόγους που την κάνουν κατανοητή, ήτοι τον συνδυασμό των επιθυμιών-κινήτρων μας και των σχετικών μας πεποιθήσεων. «Τι είναι αυτό που απομένει, όταν από το γεγονός ότι σηκώνω το χέρι μου αφαιρέσω το γεγονός ότι το χέρι μου σηκώνεται;», ρωτάει ο Βιτγκενστάιν. 
Δύσκολο να φωτίσει κανείς τη σχέση της βούλησης ως νοητικού συμβάντος με τη δράση του σώματος στη φυσική πραγματικότητα. Ακόμα δυσκολότερο όταν η βούληση δεν στρέφεται προς κάτι εξωτερικό, ήγουν τον κόσμο της εμπειρίας, αλλά προς τις ίδιες τις νοητικές διεργασίες και επιθυμίες του υποκειμένου. «Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει», αποφαίνεται ο Σοπενχάουερ. Το πρώτο μέρος αποδίδει εύστοχα αυτό που ονομάσαμε ελευθερία της δράσης, το δεύτερο αντιστοιχεί στη διαβόητη ελευθερία της βούλησης – αυτόν τον «λαβύριθμο», κατά τον Λάιμπνιτς, έναν «συμπαντικό γρίφο», κατά τον Ντυ Μπουά-Ραϊμόν. Οι διαμάχες επ’ αυτής στην ιστορία των ιδεών είναι όντως αχανή ορυχεία, στα οποία μόνο φιλόσοφοι καταδύονται – μόνο αυτοί αποστρέφουν συστηματικά το βλέμμα από την εμπειρική πραγματικότητα για να εξετάσουν σχέσεις εννοιών.
Ήδη στην είσοδο του σπηλαίου παραφυλούν οι σκιές της ασάφειας, που σχετίζονται και με τις ιδιαιτερότητες του όρου ελευθερία – εκεί εντοπίζουν τη ρίζα του προβλήματος της ελευθερίας της βούλησης φιλόσοφοι όπως ο Χιουμ: το όλο (ψευδο-)πρόβλημα είναι, λένε, γλωσσικό. Ο δε Λοκ (ενεργοποιώντας την παλαιότερη σημασία της βούλησης ως επιθυμητικής τάσης) θεωρεί την έκφραση ελευθερία της βούλησης πλεοναστική: «Το να ρωτά κανείς αν κάποιος είναι ελεύθερος να θέλει είτε να κινηθεί είτε να μείνει ακίνητος, να μιλήσει ή να σωπάσει, ό,τι προτιμά, ουσιαστικά σημαίνει να ρωτά αν είναι σε θέση να θέλει αυτό που θέλει, ή να προτιμά αυτό που προτιμά. […] Όσοι μπορούν να το κάνουν αυτό θέμα συζήτησης, πρέπει να υποθέσουν την ύπαρξη μιας βούλησης που να καθορίζει τη δράση της άλλης, και μιας νέας που να καθορίζει ετούτη, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον».
Ο εννοιολογικός φακός τού όντως θαμπού όρου καθαρίζει στα μάτια μας μόνο όταν χρησιμοποιείται ως «ελευθερία από (κάτι)», δηλαδή όταν ορίζεται αρνητικά, ως απουσία μιας δυσμενούς συνθήκης, π.χ. του αναγκασμού ή του ετεροκαθορισμού. Αν και δημοφιλής όσο καμία άλλη, περιφερόμενη από στόμα σε στόμα, γιρλάντα στους άμβωνες πολιτικών κι αγανακτισμένων, καραμέλα ακόμα και στα χείλη των μεταφυσικών, η ελευθερία ορίζεται με σαφήνεια μόνο όταν δεν θεωρείται βασική έννοια, αλλά απλή απουσία της έννοιας που προηγείται ως η αρνητική φωτογραφία της, δηλαδή εκείνης της βασικής έννοιας, αντίθετη της οποίας θεωρείται στην εκάστοτε επίκλησή της. Π.χ. είμαι ελεύθερος να πράξω το Α ή το Β, όταν δεν υπόκειμαι σε καταναγκασμό να πράξω ένα από αυτά. Η βασική έννοια είναι εδώ ο καταναγκασμός, η απουσία του οποίου εγκαθιδρύει αυτομάτως τη συμπληρωματική έννοια: τη συνθήκη της ελευθερίας. 
Έτσι, η ελευθερία της δράσης απειλείται ή περιορίζεται από εξωτερικά εμπόδια –φυσικά, νομικά, ανθρώπινα– ή από εξαναγκασμούς κάθε είδους, η απουσία των οποίων είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την πιστοποίησή της (έτσι π.χ. στον Χομπς). Στην περίπτωση δε της βούλησης τα πράγματα είναι πιο δυσδιάκριτα. Δύσκολος εδώ ακόμα και ο αρνητικός ορισμός της έννοιας: από τι απειλείται η ελευθερία της βούλησης; 
Ας συμβουλευτούμε τη ρήση του Σοπενχάουερ: στην πρώτη περίπτωση συνδέεται κάτι εσωτερικό, το «θέλω» (που εννοεί ως βούληση, όχι ως απλή επιθυμία) με κάτι εξωτερικό, το «κάνω» (που εννοεί ως πράξη-δράση, π.χ. το να ανοίγει κανείς το ψυγείο). Η δε απειλή βρίσκεται έξω, στα πιθανά προσκόμματα, περιορισμούς κ.λπ. Στη δεύτερη περίπτωση συνδέεται κάτι εσωτερικό, το «θέλω» (η βούληση), με κάτι επίσης εσωτερικό – οι ίδιες οι επιθυμίες γίνονται ενδοσκοπικό αντικείμενο της παρατήρησής μας, π.χ. θα ήθελα να μην θέλω να καπνίζω. Πρόκειται για μια μορφή αυτοσυνείδησης και άρα αυτοσχεσίας, καθώς το «θα ήθελα» –εν είδει επιθυμίας δευτέρου βαθμού, που αξιολογεί τις επιτελεστικές επιθυμίες, κατά τον φιλόσοφο Χάρρυ Φράνκφουρτ– αποτυπώνει μια βαθύτερη και συνολικότερη βούληση, εγγύτερα στον τρόπο που το υποκείμενο επιθυμεί να ζει. Η απειλή ή ο περιορισμός εδώ είναι εσωτερικός. Οι φιλόσοφοι συμφωνούν ότι τέτοιον εσωτερικό περιορισμό αποτελούν οι εθισμοί, οι φόβοι/φοβίες, οι εμμονές/ψυχαναγκασμοί, οι διαταραχές της διάθεσης ή της προσωπικότητας, οι ενορμήσεις/ένστικτα, και φαινόμενα πιο δυσδιάκριτα για το ίδιο το υποκείμενο, όπως η χειραγώγηση της κρίσης και της βούλησης ή η επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών, καθώς όλα αυτά εκτρέπουν την αυθεντική μας βούληση, τουτέστιν αυτό που θα επιλέγαμε αν δεν ήμασταν δέσμιοι ψυχικών προσκομμάτων ή μιας –παροδικής έστω– ψυχοτρόπου επενέργειας. 
 
II. Ελευθερία της βούλησης και αιτιοκρατία 
 
Το μήλον της έριδος κατά τη μακραίωνη συζήτηση περί ελευθερίας της βούλησης, που είναι αρχαιότερη από την ίδια την έννοια της βούλησης, είναι το αν αίρεται από την αιτιοκρατία, τον λεγόμενο ντετερμινισμό ως τη μεταφυσική εικασία ότι όλα στη φύση είναι καθορισμένα από αιτιακούς νόμους. Για να καταλάβουμε το εν λόγω πρόβλημα είναι χρήσιμο να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε και θετικά την έννοια, μέσω ενός ονοματικού ορισμού: Ελευθερία της βούλησης είναι η οιονεί δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων, δηλαδή το αυτεξούσιο του δρώντος. Ασκώντας τη βούληση ελεύθερα, οι αποφάσεις εξαρτώνται και είναι σε συμφωνία με την όλη προσωπικότητά του.
Τα δύο κριτήρια, λοιπόν, που αποτελούν τη λυδία λίθο της σχετικής ελευθερίας, και εντέλει  προϋποθέσεις της ηθικής ευθύνης του, είναι:
1. Το κριτήριο του αυτοκαθορισμού: Η επιλογή πηγάζει από τον ίδιο τον δρώντα.
2. Το κριτήριο της νοητικότητας: Η επιλογή διαμορφώνεται τουλάχιστον εν μέρει συνειδητά και εκούσια ως αποτέλεσμα έλλογων νοητικών διεργασιών του. 
Βέβαια, λόγω της πολυπλοκότητας των παραγόντων που συμβάλλουν στη συγκρότηση των κινήτρων, εμμέσως και της βούλησης, οι αιτίες των αποφάσεών μας, δηλαδή οι συνιστώσες ή οι παράγοντες που επιδρούν αιτιακά, είναι μόνο εν μέρει προσβάσιμες. Παρόλα αυτά μιλάμε για ελεύθερη βούληση όταν οι αποφάσεις αποδίδουν τα συνολικά κίνητρα-επιθυμίες και άρα τη βούληση του ίδιου του δρώντος και όχι μια ξένη που του επιβάλλεται ή σημαντικά ψυχικά προσκόμματα που την εκτρέπουν.
Τώρα, το πρόβλημα του ντετερμινισμού είναι το εξής: Αν όλα στο φυσικό σύμπαν είναι αιτιωδώς καθορισμένα, αν όλα τα συμβάντα συνδέονται νομοτελειακά, και ο εγκέφαλος του δρώντος με τα νευρικά του κύτταρα είναι μέρος αυτής της φυσικής πραγματικότητας, τότε κάθε συνθήκη στην οποία βρίσκεται ο εγκέφαλος, και η οποία αντιστοιχεί σε κάποια απόφαση –ως βουλητικό ενέργημα– του δρώντος, απορρέει μοναδικά και αναπόδραστα από μια πρότερη συνθήκη του εγκεφάλου και όλης της πραγματικότητας με την οποία συνδέεται αιτιοκρατικά. Αν αυτή η αιτιακή αλυσίδα υποθέσουμε ότι μπορεί να ακολουθηθεί, σαν σκοινί με χάντρες, προς τα πίσω στον χρόνο μέχρι τη γέννηση ή πριν την αρχική διαμόρφωση του εγκεφάλου του δρώντος, πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι εκείνος καθορίζει κάποια από τις αποφάσεις του, ήτοι την αντίστοιχη συνθήκη του εγκεφάλου του που πυροδοτώντας την απόφαση οδηγεί στην όποια συμπεριφορά; Πώς μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις επιλογές και πράξεις του, αν αποτελούν άφευκτες συνέπειες από την εποχή πριν τη γέννησή του;  
Αυτή είναι η θέση των σκληρών ντετερμινιστών, που θεωρούν πράξεις και αποφάσεις συμβάντα που υπόκεινται στους ίδιους φυσικούς νόμους με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ένας δαίμων –κατά τον Λαπλάς– που γνωρίζει τα πάντα για μία μόνο στιγμή του σύμπαντος, θα μπορούσε να προβλέψει κάθε μελλοντική κατάστασή του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Αλλά ασχέτως γνωσιολογικών εικασιών: Οι αποφάσεις δεν είναι ελεύθερες, κατά τη γνώμη των σκληρών ντετερμινιστών, γιατί εκπορεύονται πλήρως και υπαγορεύονται αναπόδραστα από τις προδρομικές συνθήκες (γενετικές, περιβαλλοντικές, νευροφυσιολογικές), αποτελούν δηλαδή κατ’ ανάγκη συνέπειες, ακόμα και αιτιατά τους – έτσι π.χ. στο μηχανιστικό Σύστημα της Φύσης (1770) του Χόλμπαχ ή έναν αιώνα νωρίτερα στον Σπινόζα: «Αυτή λοιπόν είναι η ανθρώπινη ελευθερία, που όλοι επαίρονται πως κατέχουν, και η οποία συνίσταται απλώς στο ότι οι άνθρωποι έχουν συνείδηση των επιθυμιών τους, τα αίτια, όμως, που τους εξωθούν σε αυτές, τα αγνοούν. […] Έτσι π.χ. θεωρεί ο αμετροεπής πως πράττει βάσει ελεύθερης απόφασης, όχι επειδή τον συμπαρασέρνει η παρόρμηση».
Οι μετριοπαθείς ή ήπιοι ντετερμινιστές ή συμβατοκράτες από την άλλη, που πιστεύουν στη συμβατότητα του ντετερμινισμού με την ελευθερία της βούλησης (μια θέση που χρονολογείται από τους Στωικούς – οι διαζευγμένοι όροι μετριοπαθής και σκληρός ντετερμινισμός, όμως, εισάγονται από τον Γουίλιαμ Τζέιμς το 1907), απαντούν ότι η όλη οπτική αυτή δεν είναι λογικά συνεπής. Όρος της ελευθερίας ενός προσώπου είναι βέβαια η ύπαρξη αυτού ακριβώς του προσώπου, με την εκάστοτε προσωπικότητα, τους στόχους και τις ροπές του. Αν λοιπόν οι προηγηθείσες συνθήκες οδηγούν με αναγκαίο και μοναδικό τρόπο στη διαμόρφωση του προσώπου αυτού, τότε είναι και εκείνες αναγκαίες. Και κάτι που είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη του προσώπου, δεν μπορεί να θεωρηθεί απειλή για τις ιδιότητές του, π.χ. την ελευθερία του.
Το επιχείρημα αυτό, ορισμένως, δεν διακρίνει ανάμεσα σε κανονικές και τραυματικές ή παραμορφωτικές για τη φυσική εξέλιξη της προσωπικότητας συνθήκες-γεγονότα. Κομβικότερο, πάντως, είναι ότι το κριτήριο του αυτοκαθορισμού ουδόλως πλήττεται, καθώς οι αποφάσεις του προσώπου εκπορεύονται κάθε στιγμή αποκλειστικά από δικά του χαρακτηριστικά, π.χ. επιθυμίες και πεποιθήσεις, ενώ δεν ασκείται και δεν νιώθει, αποφασίζοντας, ουδεμία έξωθεν παρέμβαση ή πίεση, ακόμα και αν κάθε επιλογή υπαγορεύεται –στο πλαίσιο μιας κάποιας ψυχολογικής αιτιότητας– από το αποτέλεσμα της διαβούλευσης μιας προσωπικότητας με συγκεκριμένες τάσεις. Αυτό που κρίνεται και φρονείται ελεύθερο είναι η επιλογή, όχι οι ροπές που προϋποθέτει. Έτσι, ουδόλως αναστέλλεται η λεγόμενη, κατά Χιουμ, αυθορμησία της (συνώνυμος όρος στους Στωικούς, π.χ. στον Επίκτητο, είναι το αὐτεξούσιον – ως sponte/spontaneity, δε, αποδόθηκε το αριστοτελικό ἑκούσιον), δηλαδή η πνευματική πατρότητα των αποφάσεων, καθώς υποκινούνται αυστηρά από τον ίδιο. Το ότι έχουν, δε, αίτιο δικά του χαρακτηριστικά είναι απολύτως αναγκαίο για την απόδοση της ευθύνης, αλλιώς θα ήταν αναίτιες και άρα τυχαίες, όπως σε κάποιες εκδοχές ιντετερμινισμού (π.χ. σε κάποιες ερμηνείες της κβαντομηχανικής, που θυμίζουν τον ιντετερμινισμό των Επικούρειων) ή α-διαφορίας της βούλησης λόγω απόλυτης ισοσθένειας των κινήτρων κατά τη διαβούλευση. Ή λόγω απόλυτης αυτονομίας-αποσύνδεσης της βούλησης από τις επιθυμίες του κατόχου της. Μια τέτοια απόλυτη ανεξαρτησία της βούλησης από την προσωπικότητα μοιάζει, βέβαια, παράλογη: Θα σήμαινε μια ικανότητα επιλογής εκ του μηδενός, χωρίς προϋποθέσεις – μια βούληση ως αιτία εαυτής, που σαν άλλος βαρόνος Μυνχάουζεν ανασύρεται μόνη της από το έλος της ανυπαρξίας τραβώντας εαυτόν από το μαλλί, όπως το θέτει ο Νίτσε.  
Οι σκληροί ντετερμινιστές συχνά επικαλούνται ένα επιπλέον κριτήριο της ελευθερίας της βούλησης, τη λεγόμενη ενδεχομενικότητα των αποφάσεων: Είμαι ελεύθερος στην απόφασή μου, μόνο αν δεν είναι αναγκαία, αν δηλαδή θα μπορούσα να επιλέξω αλλιώς, π.χ. σε μια απολύτως ταυτόσημη συνθήκη. Πράγμα που αρνούνται, λόγω αυστηρού προκαθορισμού-αιτιοκρατίας που οδηγεί εξάπαντος σε μία μόνο επιλογή, αίροντας τις εναλλακτικές, τα άλλα μονοπάτια δράσης. Στην πρόσφατη συζήτηση, όμως, έχει διαφανεί ότι το κριτήριο αυτό του «αλτερνατιβισμού» δεν αποτελεί ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για την ελευθερία της βούλησης, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις όπου παραμένω ελεύθερος και υπεύθυνος για τον τρόπο που επέλεξα, παρόλο που επί της ουσίας δεν υπάρχουν για μένα εναλλακτικές δυνατότητες, π.χ. όταν διαλέγω την αριστερή πόρτα και όχι τη δεξιά για να βγω από ένα δωμάτιο, ενώ ταυτόχρονα παραβλέπω ότι στο πόμολο της δεξιάς έχει φτιάξει τον ιστό της μια αράχνη, οπότε, λόγω αραχνοφοβίας, έτσι κι αλλιώς από την αριστερή θα έβγαινα αναπόφευκτα. Παρότι, λοιπόν, δεν έχω τη δυνατότητα να επιλέξω όντως αλλιώς –καθώς αμέσως μόλις εστίαζα στη δεξιά πόρτα, αν έτεινα προς αυτή την επιλογή, θα έβλεπα τον ιστό της αράχνης–, δεν είμαι παρά ταύτα ελεύθερος και υπεύθυνος για την επιλογή μου;
Δεν είναι, δε, ούτε ικανή συνθήκη ο «αλτερνατιβισμός», γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που, ενώ δεν είμαι όντως ελεύθερος, έχω εναλλακτικές δυνατότητες επιλογής, όπως π.χ. όταν ένας υπνωτιστής με αφήνει να διαλέξω αν θα κατεβάσω το παντελόνι μου ή αν θα κακαρίσω ότι είμαι βλαξ.
Η κλασική –αν και προβληματική– απάντηση των μετριοπαθών ντετερμινιστών, όπως ο Λοκ, ο Χιουμ, ο Τζ.Στ. Μιλλ και ο Τζ.Ε. Μουρ, είναι ότι η ύπαρξη εναλλακτικών καταφάσκεται-πληρούται στην υποθετική (τη λεγόμενη αντιγεγονική) ερμηνεία τους: «Μπορώ να πράξω αλλιώς. Γιατί θα έπραττα αλλιώς, αν αποφάσιζα να πράξω αλλιώς. Άρα η συνθήκη των εναλλακτικών πληρούται». Το πρόβλημα αντιγεγονικών αναγνώσεων («θα έπραττα αλλιώς αν ήθελα») είναι ότι παραμένουν ορθές ακόμα και αν δεν έχω την ικανότητα, π.χ. λόγω μιας φοβίας, να αποφασίσω όντως αλλιώς. «Θα πηδούσα από τον ψηλό βράχο στη θάλασσα, αν αποφάσιζα να πηδήξω». Είναι αλήθεια, και πρακτικά –ελλείψει περιορισμών– ίσως έχω όντως τη δυνατότητα να το κάνω ακολουθώντας άλλους καταδύτες (η ελευθερία της δράσης δεν περιορίζεται), δεν έχω όμως την ικανότητα να το αποφασίσω, σε περίπτωση ακροφοβίας.
Δεδομένων των ψυχολογικών περιορισμών, της ανεπαρκούς αξιοποίησης των γνώσεών μας, της επιπρόσθετης άγνοιας παραγόντων που θα βοηθούσαν στην πραγμάτωση των βαθύτερων και συνολικότερων βουλήσεων-στόχων μας, υπάρχει η δυνατότητα να δει κανείς και την ελευθερία της βούλησης ως συγκριτική έννοια. Πράγματι, φιλόσοφοι έχουν μιλήσει για την ασυμπτωτική ή προσεγγιστική ελευθερία της βούλησης, που εξελίσσεται και γίνεται πιο ολοκληρωμένη όσο το υποκείμενο ωριμάζει και ξεπερνά αμυντικούς μηχανισμούς και φαινόμενα ακρασίας (αδυναμίας βούλησης) κατά τις διαβουλεύσεις του, έχοντας λιγότερες αγκυλώσεις ή «φορεμένες αντιδράσεις», βαθύτερες συνολικές γνώσεις αλλά και αυτογνωσία, στον δρόμο προς μια πληρέστερη αυτοπραγμάτωση βάσει των αξιών και βιοθεωρητικών θέσεών του, και άρα του ενήμερου Λόγου του. Στην ανάγνωση αυτή, ελευθερία της βούλησης σημαίνει ικανότητα συμμόρφωσης με το αποτέλεσμα της ενήμερης διαβούλευσης, που προκρίνει εκείνες τις επιθυμίες-κίνητρα, τις οποίες καταφάσκει το υποκείμενο και με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί. Εναντίες έννοιες, δε, είναι εν τοιαύτη περιπτώσει η ακρασία και η χαμηλή αυτοενημερότητα. Μια στοιχειώδης αναλογία αυτών εμφαίνεται στην αντίληψή μας περί ευθύνης: Ο τελών μια ενέργεια δεν είναι ικανός για καταλογισμό, βάσει Ποινικού Δικαίου, αν κατά τη διάρκειά της δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης ή αν αδυνατούσε να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του αυτή. 
 
III. Η ελευθεριοκρατία
 
Σε αντίθεση με τους μετριοπαθείς ντετερμινιστές, που βρίσκουν την αιτιοκρατία συμβατή με την ελευθερία (πάνω από τους μισούς φιλοσόφους είναι συμβατοκράτες), μια τρίτη παράταξη του όλου διαλόγου, οι ελευθεριοκράτες, πιστεύουν και αυτοί στην ελευθερία, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι δεν ισχύει ο ντετερμινισμός. Βέβαια, καμία από τις τρεις θέσεις (σκληρός και ήπιος ντετερμινισμός και ελευθεριοκρατία) δεν παίρνει θέση ως προς το μεταφυσικό και ίσως εμπειρικά μη αποφασίσιμο ερώτημα της αιτιοκρατίας στη φυσική πραγματικότητα, έστω και αν η απόλυτη αιτιοκρατία αντικαθίσταται πλέον επιστημονικά σε κάποιον βαθμό από στατιστικούς νόμους (προμπαμπιλισμός). Ιντετερμινισμός, πάντως, δεν σημαίνει ότι όλα, αλλά απλώς κάποια συμβάντα δεν είναι αυστηρά προκαθορισμένα. Εν πάση περιπτώσει, ένα είδος νομοτέλειας μοιάζει να καθορίζει τα φυσικά συμβάντα: αλλιώς θα ήταν, άλλωστε, απρόβλεπτες οι συνέπειες των πράξεών μας και μάταιη κάθε διαβούλευση ενόψει των χαοτικών συνεπειών τους. Παραμένει, δε, δυσεξιχνίαστο αν στη νευροφυσιολογία του εγκεφάλου παίζουν ρόλο φαινόμενα της υποατομικής φυσικής.
Για τους ελευθεριοκράτες η (κατά Χιουμ) αυθορμησία, η προέλευση των αποφάσεων από την προσωπικότητα του δρώντος, δεν αρκεί. Η αυθορμησία, κατά τη γνώμη τους, δεν πληροί το πρώτο κριτήριο, του αυτοκαθορισμού, λόγω της ύπαρξης αιτιακών ακολουθιών, που προκαθορίζουν τελεσίδικα το τι θα γίνει στη συνέχεια – με τον δρώντα να υποβαθμίζεται σε απλό «σταθμό διερχομένων συμβάντων». Εξετάζουν δηλαδή την όλη εικόνα από μεγαλύτερη απόσταση, και δη από την οπτική του τρίτου προσώπου. Και λένε: Το ζητούμενο είναι η απροκαθόριστη ελευθερία. Δεν αρκεί ο δρων να κρατά το «τιμόνι». Γιατί ορθά ισχυρίζονται οι σκληροί ντετερμινιστές ότι αν κάποιος δεν έχει τον έλεγχο των αιτιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τον έλεγχο των αναγκαίων τους συνεπειών, ήτοι των επιλογών-πράξεων. Μόνο αν είναι σε θέση να ξεκινήσει εκείνος με τη βούλησή του μια αιτιακή αλυσίδα στον κόσμο, μπορεί να θεωρηθεί όντως αυτουργός των επιλογών και πράξεών του. Αυτό που αξιώνονται, λοιπόν, είναι η αυταρχία (μια ἀρχή ἐν αὐτῷ, κατά Αριστοτέλη), η αιτιώδης επενέργεια του δρώντος, του «εγώ» της διαβούλευσης, δηλαδή η ικανότητα πρωτο-αιτιακού καθορισμού ενός νοητικού (απόφαση) και κατ’ επέκταση ενός φυσικού συμβάντος (πράξη). Αυτό που οι ελευθεριοκράτες, όπως ο σκεπτικιστής Καρνεάδης, ο Καρτέσιος, ο Μπέρκλεϋ ή ο Τόμας Ρηντ, θεωρούν προϋπόθεση της ελευθερίας είναι ο δρων, ως τρόπον τινά «κινούν ακίνητο», μέσω του βουλεύεσθαι που συντελείται κατά τη συνειδητή έποψη και την απροεξόφλητη στάθμιση των λόγων του, να επιφέρει-παράξει έναν πρωτοκαθορισμό της επιλογής του, που δεν προξενείται αναπότρεπτα από προηγηθέντα συμβάντα (από την αιτιότητα συμβάντων), π.χ. πρότερες συνθήκες του εγκεφάλου του.
Όπως ήδη ειπώθηκε, όμως, μια όχι κλειδωμένη στην έκβασή της στάθμιση των λόγων θα ήταν παράδοξο να ερμηνευτεί ως δημιουργία κινήτρου εκ του μηδενός – η βούληση ως επιλογή και παρώθηση δεν αποτελεί causa sui, όπως σε κάποιες ισχυρές αναγνώσεις του ιντετερμινισμού, που αξιώνονται μια παντελώς ανεξάρτητη (έτσι π.χ. στον Ντουνς Σκώτους) και τελικά ακατανόητη-ανερμήνευτη βούληση, ως στερούμενη αιτιολογίας. Επειδή ένας τέτοιος ιντετερμινισμός θα έκανε τις επιλογές αυθαίρετες και όχι προερχόμενες όντως από το «εγώ», δεν θα ήταν ούτε αυτός, λόγω τυχαιότητας –ούτε όμως ο ντετερμινισμός, λόγω αναγκαιότητας– συμβατός με την ελευθερία της βούλησης: μια διπλή απόρριψη που ονομάζεται ισχυρή ασυμβατοκρατία ή ιμποσσιμπιλισμός. Έτσι, ο μη-προκαθορισμός της βούλησης, το μη-προδιαγεγραμμένο της πρέπει εντέλει να αναζητηθεί απλώς σε έναν υποκαθορισμό της από προδιαθέσεις, και μια υστεροχρονία της σε σχέση με τους λόγους του δρώντος. Ακόμα και ένας υποκαθορισμός, όμως, συνεπάγεται κάτι δυσερμήνευτο: ότι θα μπορούσε κανείς σε δύο υποθετικά ταυτόσημες συνθήκες να επιλέξει τη μια φορά το Α και την άλλη το Β. Πράγμα που πιθανόν δεν αρκεί να αποδοθεί στη διαφορά της επιμονής και του βάθους ή ύψους των διαβουλεύσεων.
Η αξίωση των ελευθεριοκρατών προϋποθέτει σίγουρα –ως προς το πρόβλημα νου-σώματος– ότι οι σύνθετες νοητικές λειτουργίες δεν είναι αναγώγιμες σε αυτές του νευρωνικού υποβάθρου. Σημαίνει δε την αλληλεπίδραση και από την μεριά της νόησης προς τη φυσιολογία του εγκεφάλου, κατά τη μάλλον ασφαλή υπόθεση ότι υπάρχει νευροφυσιολογική αποτύπωση κάθε νοητικού συμβάντος. Οι νευροεπιστήμονες είναι συχνά σκληροί ντετερμινιστές καθώς θεωρούν ότι τα πειραματικά δεδομένα της λεγόμενης λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού (fMRI) δείχνουν ότι πολλές από τις αποφάσεις λαμβάνονται στον εγκέφαλο προτού το συνειδητοποιήσει ο εξεταζόμενος, π.χ. μισό δευτερόλεπτο πριν στα διαβόητα πειράματα του Μπέντζαμιν Λίμπετ για την κίνηση των δακτύλων ή του καρπού. Ο εξεταζόμενος, και ως εκ τούτου καθένας μας, «δεν πάει να πράξει ό,τι βούλεται, βούλεται ό,τι πάει να πράξει» είναι η απόφανση πολλών νευροεπιστημόνων. Πέραν όμως του προβλήματος ότι τέτοιες θέσεις αποτελούν απλώς ερμηνευτικές εικασίες της νευρωνικής δραστηριότητας (π.χ. ένα δυναμικό ετοιμότητας πριν την πράξη, μπορεί τελικά να στερείται αιτιώδους επενέργειας, ή η σχετική απόφαση να μην είναι τελεσίδικη, επιδεχόμενη αναστολή-βέτο), εισάγουν μια αυστηρή αντίστιξη: Είτε (i.) μεταξύ νόησης ή συνείδησης και εγκεφάλου εν είδει ξένου προς τον εαυτό μας μηχανισμού. Όταν αποφασίζει ο εγκέφαλος, δεν αποφασίζω εγώ, άρα (αντιθετοαντιστροφή) όταν αποφασίζω εγώ, δεν αποφασίζει ο εγκέφαλος. Είτε (ii.) μεταξύ συνειδητών και μη-συνειδητών λειτουργιών του, παραλλάσσοντας τον καρτεσιανό δυισμό νου-σώματος σε έναν ανάμεσα σε διαφορετικές λειτουργίες του εγκεφάλου. Συνετότερο θα ήταν, αν ισχύουν οι ίσως υπερβολικά ισχυρές ερμηνείες των νευροεπιστημόνων, να επικαλούνταν την παραβίαση του δεύτερου κριτηρίου της ελευθερίας της βούλησης, αυτού της νοητικότητας ως μερικώς έστω συνειδητής διαβούλευσης. Εντούτοις, τα εν λόγω πειράματα εξετάζουν ευτελείς επιλογές που γίνονται σχετικά αυθόρμητα, χωρίς διακύβευμα για τον εξεταζόμενο, και δη σε στενά ή στερεοτυπικά πλαίσια που ενεργοποιούν τη διαδικαστική μνήμη. Δύσκολα θα αποδειχτούν ασυνείδητες οι διεργασίες κατά τις σύνθετες διαβουλεύσεις σοβαρών επιλογών που εδράζονται στην αυτοσχεσία – αυτές όμως αποτελούν το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης. 
Επιστρέφοντας στην ελευθεριοκρατία, τώρα, είναι γνωστό από τη γνωσιακή ψυχολογία ότι ο έλεγχος της δράσης σχετίζεται άμεσα με το βαθμό συνείδησής της. Σε υψηλότερα επίπεδα στροφής της συνείδησης –έλλογα και αναστοχαστικά– στον ίδιο της τον εαυτό, με αφαιρετικές κατανοήσεις και καθαρές εννοιολογήσεις των περιεχομένων της εμπειρίας, η ενδοσκοπική ενημερότητα επιτρέπει μια πολύ μεγαλύτερη ποιότητα εμπειρίας, ανάκλησής της και εκούσιου ελέγχου-ευελιξίας τής δράσης. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι, αν η αναρρίχηση της αυτοενημερότητας σε ανώτερα επίπεδα συνείδησης επιτρέπει (και επιφέρει) την ανάδυση μη ντετερμινιστικών φαινομένων, π.χ. μιας ουσιαστικής τελολογικής διαβούλευσης επί τη βάσει συνθετότερων-συνολικότερων στόχων, και άρα συσχετισμού του «εγώ» με το παρελθόν και το σκοπούμενο μέλλον του. Η πιθανότητα μιας τέτοιας ανοιχτής-απροκαθόριστης επιλογής (αιτιότητα του δρώντος) κατά τον αναστοχασμό, φαινομενολογικά αυτονόητη (ως σύμφυτη με τη βίωση του «εγώ» να ξεκινά αφ’ εαυτού ακολουθίες συμβάντων), καταπειστική για την ενόραση, αναπαλλοτρίωτη στην καθημερινότητα ακόμα και των αρνητών της, μυθώδης για τους συχνά μεγαλόστομους στις γενικεύσεις τους νευροεπιστήμονες, θα ισοδυναμούσε για την αναστοχαστική συνείδηση με τη ζητούμενη ισχυρή ανάγνωση της ελευθερίας της βούλησης. Η δε αναπτυξιακή φύση των επιπέδων της συνείδησης και μιας ενημερότητας εν προόδω, ταιριάζει καλά σε αυτό που ονομάσαμε προσεγγιστική ελευθερία της βούλησης.  
Από όσα γνωρίζουμε, πάντως, είναι πιθανότερο σε ανώτερα επίπεδα της συνείδησης να συντελείται απλώς ένας εξορθολογισμός ή μια καλύτερη ευθυγράμμιση βούλησης και φρόνησης-λόγων. Γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί και εντός ενός ψυχολογικού ντετερμινισμού, ερειδόμενου σε εννοιολογήσεις, επιχειρήματα και λογικές συνεπαγωγές. Δηλαδή συμβατοκρατικά, ως νοητική επεξεργασία που πραγματοποιείται, με τους δικούς της νόμους και κανόνες, παράλληλα προς τις διεργασίες του νευροφυσιολογικού υποβάθρου της. Και αυτή η θέση, δε, προϋποθέτει έναν επιστημολογικό δυισμό, για την ξεχωριστή περιγραφή της νοητικής και της νευρωνικής δράσης, ήτοι την ερμηνεία βάσει λόγων και την εξήγηση βάσει αιτίων αντιστοίχως.   
Γεγονός είναι, ότι ανέκαθεν λίγοι φιλόσοφοι απέρριπταν τόσο την ελευθεριοκρατική όσο και τη συμβατοκρατική υπεράσπιση της ελευθερίας της βούλησης. Το ποσοστό των σκληρών ντετερμινιστών, δε, κυμαίνεται λίγο πάνω από το 10% μεταξύ φιλοσόφων. Ασχέτως των μεταφυσικών θέσεων αυτών, όμως, η αποποίηση της σχετικής ελευθερίας θα σήμαινε επί του πρακτέου μια ριζική αναθεώρηση των διανθρώπινων στάσεων και τρόπων συσχετισμού, καθώς θα ήταν ανεδαφικά και ανάρμοστα τα περισσότερα συναισθήματα και οι κρίσεις μας για τους άλλους και για τον εαυτό μας, π.χ. κάθε έπαινος ή μομφή, και σύσσωμη η ηθική μας. Ακόμα και πολιτικά μοιάζει ανεξάλειπτη ως έννοια. Ο Καντ σχολιάζει ότι, αν και δεν μπορεί να υποστυλωθεί θεωρητικά, ως σφηνόλιθος ήτοι επιστέγασμα για την ενοποίηση θεωρητικού και πρακτικού Λόγου είναι απαραίτητη – δεν είναι «απεκλογικεύσιμη» (εκτοπίσιμη δια επιχειρημάτων). Πέραν τούτου, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο πλήρης εξαντικειμενισμός του εαυτού μας, η άρνηση του ελέγχου και η θέασή του ως αυτόματο στο πλαίσιο μιας κατηγορικής αναγκαιότητας, δεν θα υπονόμευε ριζικά τα κίνητρα και τους στόχους μας, και δεν θα επέβαλλε μια αίσθηση μοιρολατρίας και ματαιότητας ως προς κάθε επιλογή-πράξη και κάθε πεποίθηση, ακόμα και την ίδια αυτή ότι δεν είμαστε ελεύθεροι.  
 
*Ο Αλέξιος Μάινας είναι ποιητής   

Έλενα Ακύλα, Υβρίδιο ανθρώπου και αρσενικού ελαφιού, 2018, ελαιογραφία σε καμβά, 30 x 20 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου