24/9/23

Το κλειστό ποίημα

Έλενα Ακύλα, Εγκαταλελειμμένη πόλη, 2018, ελαιογραφία σε καμβά, 50 x 70 εκ.


Της Ευσταθίας Δήμου*
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ, Η τελετουργία του χορού, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 72
 
Η κατάκτηση της προσωπικής φωνής για έναν ποιητή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ίσως ζητούμενα μέσα στη συνθήκη της δημιουργικής του εμπλοκής με την τέχνη του στίχου και μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους στη μελέτη της ποίησης και της ποιητικής του. Αρκετοί είναι οι δημιουργοί εκείνοι που το έχουν κατορθώσει και ακόμα περισσότεροι αυτοί που αναζητούν τον τρόπο, τα εργαλεία και τη μέθοδο με την οποία θα μπορέσουν να το επιτύχουν. Ανάμεσα στους πρώτους, και μάλιστα από τα πρώτα κιόλας ποιητικά φανερώματά της, είναι η ποιήτρια Αλεξάνδρα Μπακονίκα η οποία έρχεται, με τη νέα της ποιητική συλλογή, Η τελετουργία του χορού, να επικυρώσει αυτή την εντύπωση και να χαράξει με ακόμα μεγαλύτερη ευκρίνεια τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν τον ποιητικό της λόγο αναγνωρίσιμο και διακριτό. Η πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων και η αντιπαραβολή τους με την προγενέστερη ποιητική παραγωγή της δημιουργού μπορεί εύλογα και εύκολα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται στην ερωτική θεματολογία, το ολιγόστιχο των ποιημάτων, την αμεσότητα της γλώσσας, την εκτύλιξη της σύνθεσης πάνω στον τύπο της μικροϊστορίας και, τέλος, την παράθεση, εν είδει αποφθέγματος, ενός επιμυθίου που έρχεται ως συμπέρασμα, σχόλιο ή απόφανση για να κλείσει το ποίημα και μαζί τον αναγνώστη μέσα στο πλαίσιο του. Εδώ ακριβώς αξίζει κάποιος να σταθεί και να διερευνήσει περισσότερο το θέμα. Γιατί αυτά που από πρώτη άποψη φαίνεται ότι διαμορφώνουν την ποιητική ιδιοπροσωπία της Μπακονίκα είναι μόνο ένα μέρος –ίσως μάλιστα το μικρότερο− σε σχέση με αυτά που λανθάνουν ή, έστω, βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο. Γιατί, αν υπεισέλθει κάποιος βαθύτερα στο τυπικό της ποίησής της, θα μπορέσει να κατανοήσει ότι εκείνο που ουσιαστικά τεχνουργείται είναι ένα είδος μαθητείας ή μύησης στην οποία εμπλέκεται τόσο η δημιουργός όσο και ο αναγνώστης· ένα είδος ταύτισης παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει στη δραματουργία.
Πιο συγκεκριμένα, εκείνο που μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει είναι η διαίρεση του ποιήματος σε δύο –άνισα ως προς τους στίχους τους– μέρη με το πρώτο να παρουσιάζει μια ανθρώπινη φιγούρα, έναν χαρακτήρα, ένα στιγμιότυπο ή περιστατικό και το δεύτερο να αναλαμβάνει την αποτίμησή του με την έκφρασης μιας μάλλον τελεσίδικης άποψης ή γνώμης πάνω σε αυτό που έχει προηγηθεί. Διαμορφώνεται έτσι ένα «κλειστό», θα έλεγε κάποιος, ποιητικό τοπίο ή σκηνικό που, από μια άποψη, προσιδιάζει σε ένα είδος μικροθεάτρου με το πρώτο μέρος να αντιστοιχεί στο καθαυτό θεατρικό έργο και το δεύτερο σε ένα είδος παρέμβασης σαν αυτές που συνηθίζονταν στο μπρεχτικό θέατρο, με τον φορέα της δράσης να απευθύνεται στο κοινό ακριβώς για να το κατατοπίσει, να το προσανατολίσει, κυρίως, όμως, να διαλύσει την ψευδαίσθηση του πρώτου μέρους, να διακόψει την ταύτιση του αναγνώστη και να τον οδηγήσει στη συνειδητοποίηση, την κατανόηση, την προσγείωση: Χαίρομαι όταν άνδρες,/ που είναι φίλοι ή γνωστοί,/ με χειραψία σκύβουν και με φιλούν/ στο μάγουλο./ Υποφώσκει ένας ελάχιστος,/ στοιχειώδης ερωτισμός./ Δείχνει ότι ακόμη κρατάει η μπογιά μου.// Ο χρόνος όλα τα ρημάζει κάποτε. («Υποφώσκει»)
Η έννοια του κλειστού ποιήματος, χωρίς να ταυτίζεται ή να παραπέμπει σε κάποιο είδος ερμητικότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βαθμό που ανοίγει μια συζήτηση για ένα χαρακτηριστικό της ποιητικής σύνθεσης από τα πιο δύσκολα στον προσδιορισμό της φύσης και της λειτουργίας του. Η ποίηση της Μπακονίκα, όπως και αυτή του Ντίνου Χριστιανόπουλου και, πολύ νωρίτερα, του Κωνσταντίνου Καβάφη, αποτελούν επίσης ενδεικτικές περιπτώσεις ποιητών οι οποίοι προσέδωσαν στα ποιήματά τους την εικόνα και τη μορφή ενός μικρόκοσμου που δεν ανοίγεται, αντίθετα, κλείνει και στρέφεται προς έναν πυρήνα όπου εναποτίθεται η ιδέα που κινεί τη σύνθεση. Δεν είναι μόνο η αίσθηση του σφιχτοδεμένου, της απουσίας κάθε περιττού στοιχείου, η τοποθέτηση των λέξεων σε θέσεις γεωμετρημένες και με ακρίβεια υπολογισμένες, είναι πολύ περισσότερο η αίσθηση ότι μέσα στο ποίημα εκτυλίσσεται το θέατρο του βίου, ένα έργο ενδεικτικό, αντιπροσωπευτικό, παραδειγματικό που αντλεί από την πρώτη ύλη της ζωής για να την υποστασιοποιήσει κατά τρόπο καλλιτεχνικό, δηλαδή αναπαραγωγικό της αλήθειας μέσα από μια πλασματικότητα που την αναδεικνύει πιο καθαρή, πιο διαυγή, πιο διαρκή.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου