6/8/23

Ζώντας (σ)το ναζισμό

Της Κωστούλας Μάκη*
 
HANS FALLADA, Ξένος στη χώρα μου: Ημερολόγιο φυλακής 1944, Μετάφραση: Σίσσυ Παπαδάκη, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 331
 
Το βιβλίο του Hans Fallada εντάσσεται στη σειρά Ιστορία των εκδόσεων Gutenberg και συνδέεται με την επιλογή τους να θέσουν στους αναγνώστες/ αναγνώστριες σύγχρονα πολύτροπα ερωτήματα για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, τον εθνικοσοσιαλισμό, τις συνθήκες ζωής στο γερμανικό ναζιστικό καθεστώς, τις διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές τοποθετήσεις όσων βίωσαν τον φασισμό και τις συνέπειές του. Συνέπειες οι οποίες δεν αφορούν μόνο στα πρόσωπα των ιστοριών που περιλαμβάνονται στη σειρά αλλά επίσης στις διλημματικές συχνά αναγνώσεις της ιστορίας του φασισμού στις παροντικές κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές συνθήκες. Προκύπτει έτσι η  κατάρρευση κάθε απλουστευτικής ιστορικιστικής γραμμικής προσέγγισης και η αυτονόητη διαπίστωση πως στους κριτικούς αναστοχασμούς και τις ιστορικές προσλήψεις παρόντος-παρελθόντος οι εύκολες κατηγοριοποιήσεις δεν είναι καθόλου χρήσιμες.
Ο Fallada εγγράφεται ως εμβληματικός συγγραφέας του μεσοπολέμου που συμπορεύεται με τη σχολή «της νέας αντικειμενικότητας». Με την εγκαθίδρυση του εθνικοσοσιαλισμού και της δημοκρατίας της Βαϊμάρης αποφασίζει να παραμείνει στη Γερμανία ως «εσωτερικός μετανάστης». Η διαμονή του στη ναζιστική Γερμανία ακολουθήθηκε από αμφίρροπες προσεγγίσεις και απομακρύνσεις από τους ναζιστές και τον Γκαίμπελς. Η εκούσια παραμονή του χαρακτηρίζονταν από διαρκή διλήμματα και ιδεολογικές ακροβασίες, ανάμεσα στην απέχθεια για το καθεστώς και τη νομιμοποίησή του με συνεργασίες, προκειμένου να επιβιώσει η συγγραφική του ταυτότητα και η οικογένειά του. Το  Ξένος στη χώρα μου: Ημερολόγιο φυλακής 1944 γράφτηκε κρυπτογραφημένα, όταν ο συγγραφέας βρέθηκε έγκλειστος και εθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ στο ψυχιατρείο Νοίστρελιτς-Στρέλιτς, κατηγορούμενος για την απόπειρα δολοφονίας της πρώην συζύγου του. Είχαν προηγηθεί κατηγορίες για υπεξαίρεση το 1923 και το 1926 και κινήσεις εναντίον του Φύρερ. Παρά τις μεμονωμένες αυτές διώξεις συμμετείχε στους ναζιστικούς σχεδιασμούς για τον πολιτιστικό χάρτη της εποχής. Στα ιδιαίτερα αυτά, μεταιχμιακά απομνημονεύματα, συνυπάρχουν το ντοκουμέντο, η μαρτυρία, η λογοτεχνία, και η διαστρέβλωση των τότε ιστορικών συμβάντων, καλύπτοντας όψεις της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής του κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Στο κείμενό του ο Fallada, γεμάτο πικρόχολη ειρωνεία και σαρκασμό,  περίτεχνα  επιχειρεί να αναμετρηθεί με τις επιλογές του και να προσπαθήσει πειστικά να  τις δικαιολογήσει ως μονόδρομο, με συγκεκριμένο όμως κόστος: αυτό της περιθωριοποίησης και της εξουθένωσής του. Όπως εύστοχα σημειώνει και η μεταφράστρια Σίσσυ Παπαδάκη, που με τα σχόλιά της τεκμηριώνει την εμβριθή γνώση της για τις ιστορικές συνθήκες, σε συνάρτηση με την οξύμωρη διαχείρισή τους από τον συγγραφέα, ο Fallada επανεγγράφει τον εαυτό του, λογοδοτώντας για τις επιλογές του, δικαιολογώντας τις κινήσεις του, αποσιωπώντας εναλλακτικές πολιτικές επιλογές, χωρίς να αποποιείται εντελώς την αναγνώριση των συμβιβασμών που έκανε προκειμένου να επιβιώσει. Με τη χρήση πρώτου πληθυντικού, ο συγγραφέας εντάσσει τον εαυτό του στη συλλογική κοινότητα των Γερμανών που δεν μπορούσαν να διανοηθούν τι θα ακολουθήσει και επομένως δεν γινόταν να κάνουν διαφορετικά κι ας γνώριζε την ίδια στιγμή πως άλλοι διανοούμενοι συγκρούστηκαν μετωπικά με το καθεστώς με κόστος τη ζωή και τη συγγραφική τους διαδρομή. «[…] Μέσα μας λέγαμε: Δεν έχουν καμία σχέση με εμάς όλα αυτά. Εμείς είμαστε φιλήσυχοι πολίτες, δεν ήμασταν πολιτικά στρατευμένοι. Αυτό που όντως ήμασταν ήταν πολύ ηλίθιοι, αφού δεν είχαμε υπάρξει ποτέ πολιτικά ενεργοί […]» (σ. 19). Τοιουτοτρόπως, διαχειρίζεται και την ενοχή της γνώσης για τα όσα συνέβησαν. Πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον των αφηγήσεων ως ιστορικές μαρτυρίες, είναι κυρίως οι τεχνικές λογοδοσίας του Fallada που εγκιβωτίζουν το πολιτικό ενδιαφέρον και χτίζουν γέφυρες στο παρόν ως προς το πώς θα προχωρήσει και πώς θα γίνει η λογοδοσία στις παροντικές δύσκολες συγκυρίες, με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη.
Καθώς ο συγγραφέας εξηγεί γιατί παρέμεινε στη Γερμανία χωρίς να προβεί σε αντιστασιακές δράσεις, προκύπτει η αντίστιξη ανάμεσα σε όσους έφυγαν και σε όσους έμειναν. Ο Fallada υποστηρίζει πως οποιαδήποτε εναλλακτική πράξη θα ήταν κίνηση αυτοχειρίας. Όσοι διανοούμενοι παρέμειναν χαρακτηρίζονται «το αλάτι της γης»  και επομένως η επιβίωσή τους μέχρι την πτώση του ναζισμού κρίνονταν ως η μοναδική πράξη ευθύνης, σε αντίθεση με όσους επέλεξαν την εξορία. Για τον Fallada, λοιπόν, η επιχειρηματολογία του περιλαμβάνει «αυτούς» και «τους άλλους», ενώ η εξορία των δεύτερων κατηγοριοποιείται με όρους μομφής ως «εύκολη λύση». Αυτή η λογοαναλυτική αποποίηση ευθύνης του συγγραφέα συνοδεύεται από την επιπλέον αποποίηση/ καταδίκη του για τις ναζιστικές θηριωδίες. Οι ναζί επανειλημμένα καταδικάζονται ως άξεστοι και απολίτιστοι. Στις πολλαπλές αποποιήσεις, που λειτουργούν ως εμβόλιο διακυβεύματος, προκειμένου να μην κατηγορηθεί ως συνένοχος, ο Fallada επανειλημμένα καταδικάζει με ηθικό αποτροπιασμό την απέχθειά του για τους ναζιστές: «μ’ έπιανε τρέμουλο από τη σιχασιά. Και αυτό μέχρι σήμερα δεν άλλαξε […] ακόμα δεν τις αντέχω αυτές τις καφέ στολές και τις σκυλόφατσες που τις φορούν» (σ. 98).
Στο «μανιφέστο» των αποποιήσεων έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι τρόποι με τους οποίους ο Fallada έχει κεντρικό του μέλημα να μην  κατηγορηθεί ως αντισημίτης. Η λογοδοσία του ακολουθεί αυτό που όρισε ο Billig ως κοινότοπο εθνικισμό και που στην περίπτωσή του εκφράζεται συνοπτικά με την επιχειρηματολογική δομή που εκκινεί από τη φράση «δεν είμαι ρατσιστής αλλά…» (βλέπε παραδειγματικά τις σελίδες 93-96), όπου ο συγγραφέας καταδικάζει τις θηριωδίες, ενώ ταυτόχρονα η λογοδοσία του αναδεικνύει τις αντισημιτικές κατασκευές που υιοθετεί και υποστηρίζει από τη θέση του αντικειμενικού κριτή, ο οποίος μπορεί να βλέπει συνθετικά τι συμβαίνει και να το αξιολογεί. Έτσι οι Εβραίοι καταλήγουν «να είναι εκείνοι που υψώνουν φράχτη ανάμεσα σ’ αυτούς και όλα τα άλλα έθνη. […] Αυτή η διαπίστωση δεν με έκανε αντισημίτη. Έμαθα όμως να βλέπω τους Εβραίους με άλλο μάτι. Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι» (σ. 95-96).    
Μια μέρα μετά τη λήξη του πολέμου, και μέχρι τη δημοσίευση του κειμένου σε συνέχειες τον Δεκέμβριο του 1945, ο Fallada προβαίνει σε συνεχείς διορθώσεις, με στόχο να παρουσιάσει τον εαυτό του όχι ως συνένοχο αλλά ως θύμα του καθεστώτος. Στο διλημματικό απολογητικό ημερολόγιο/ μαρτυρία του προτάσσει το μίσος του για τους ναζί ως κεντρικό υπερασπιστικό επιχείρημα, λειαίνοντας τις αντισημιτικές αναφορές και επιλέγοντας σαν δικαιολογία, για τον ίδιο και τους συμπατριώτες του, την πολιτική τους αφέλεια και όχι την πολιτική τους στάση.  Όπως σημειώνεται και στο επίμετρο, «μνήμη και φαντασία, μυθοπλασία και αλήθεια γίνονται ένα», σε ένα θραυσματικό χρονικό όπου παρατάσσονται οι παράλληλες συγκρουσιακές θέσεις και συναισθήματα του συγγραφέα για το καθεστώς: «μίσος και εμπιστοσύνη, ελπίδα και φόβος, αυτοενοχοποίηση, κατανόηση και τύφλωση» (σ. 284).
Οι κατασκευές εαυτού, με κεντρική ανάγκη τη δικαιολόγηση των επιλογών όσων γερμανών διανοούμενων συνεργάστηκαν με τους ναζί, ανακυκλώνει διαρκώς στην επιχειρηματολογία διλήμματα ηθικά, ιδεολογικά και προσωπικά, τα οποία παραμένουν ανεπίλυτα. Το πολιτικό ορίζει το προσωπικό και καταδεικνύει τις συμπλοκές λογοτεχνίας, ηθικής και πολιτικής στις κατασκευές και την αξιολόγηση των ιστορικών γεγονότων.
Κάθε επιλογή έχει τις συνέπειές της και περιλαμβάνει διαφορετικά διλήμματα. Πάντως, κάθε τύπου συναίνεση, αποστασιοποίηση ή παρακολούθηση  του εκφασισμού σε κάθε ιστορική συνθήκη, παρελθοντική, παροντική, ή μελλοντική, συνοδεύεται από νομιμοποιητική ισχύ και από μια «πολύ βαθιά λύπη» (σ. 154). Οι επιλογές της πολιτικής ουδετερότητας γίνονται στοιχειώματα, που καμιά λογοδοσία δεν μπορεί να απομακρύνει: «με αηδίαζαν όλα, και πιο πολύ ο εαυτός μου» (σ. 179) ομολογεί ο Fallada. Παλεύοντας να ολοκληρώσει το έργο του από τη φυλακή, διερωτάται: «Αύριο, άραγε το πρωί θα συνεχίσω το γράψιμο; Θα είμαι τρελός, αν το κάνω;» (σ. 159). Οι ημερολογιακές καταγραφές του επικαιροποιούνται στο παρόν, προσκαλώντας όσους υιοθετούν την ταυτότητα του διανοούμενου λογοτέχνη να αποφασίσουν πώς θα διαχειριστούν τα διλήμματα των παροντικών κρίσεων και τις αντίστοιχες συνέπειές τους.  
   
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Εδουάρδος Σακαγιάν, Το πουλί της συμφοράς ζωντανεύει σχέδιο της μητέρας μου, 1986-1987, λάδι σε μουσαμά, 130 x 100 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου