6/8/23

Γιατί θυμώνει μία Θεά

ή το παράδοξο της γραφής που γράφει («Αγαμέμνων», στ. 40 - 263)

Χριστόφορος Κατσαδιώτης, Ονείρωξη, 2020, οξυγραφία - ραφή, 42 x 55 εκ.


Του Λέανδρου Πολενάκη*
 
Βρισκόμαστε στο έτος 458 π.Χ., όταν παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο αθηναϊκό κοινό η «Ορέστεια» του Αισχύλου. Έχει μόλις φθάσει το μήνυμα της φωτιάς, ότι έπεσε το Ίλιον. Ο λαός του Άργους έχει συγκεντρωθεί στην αγορά περιμένοντας την επιστροφή του βασιλιά με τον στρατό.  Ο Αισχύλος, που ενσαρκώνει ο ίδιος τον ρόλο του κορυφαίου, μας αφηγείται πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και πώς τελείωσε αυτό το «αιματηρό πανηγύρι του Χάρου». Είναι μια πολύ προσωπική του αφήγηση που πρέπει να την παρακολουθήσουμε προσεκτικά ως το τέλος, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το πιο αινιγματικό κομμάτι της τριλογίας, που είναι συνάμα το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του όλου έργου και για να καταλάβουμε τι έγινε στην Αυλίδα, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα νιάτα της Ελλάδας. Και όταν ξεκαθαρίσουμε τι έγινε, τότε πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας για να απαντήσουμε στο επόμενο ερώτημα: γιατί έγινε αυτό που έγινε.
Αυτό που έγινε είναι η θυσία της Ιφιγένειας μετά από τον χρησμό του Κάλχα. Η αιτία που προκάλεσε την οργή της Αρτέμιδος και «κράτησε» τους ανέμους απαιτώντας από τον Αγαμέμνονα να θυσιάσει την πρωτότοκη κόρη του, δεν είναι εμφανής σε πρώτο επίπεδο μέσα στο έργο. Είναι όμως κρυμμένη κάτω από το «χαλί», σαν ένας χρησμός μέσα στον χρησμό και μπορούμε, αν ψάξουμε επίμονα, να τη βρούμε.
Ξεκινάμε από αυτό που πράγματι έγινε, από τη θυσία της Ιφιγένειας, που είναι αληθινή. Στην αισχυλική εκδοχή δεν έχουμε αντικατάσταση της κόρης την τελευταία στιγμή από ένα ελάφι, όπως στις δύο ευριπιδικές «Ιφιγένειες», μία ήπια και ανακουφιστική εκδοχή της θυσίας. Όταν διαβάζουμε, όμως, την Πάροδο του «Αγαμέμνονος» με την ωμή, σοκαριστική περιγραφή του βίαιου θανάτου της κόρης, πρέπει να διώξουμε απ’ τον νου μας την εκδοχή της αντικατάστασης, για να διακρίνουμε σε όλο σε όλο της το βάθος την εικόνα της αγριότητας. Ο φόνος είναι εδώ πραγματικός και η κόρη που την έσυραν στο βωμό δεμένη και φιμωμένη για να μην καταραστεί τους δικούς της (στ. 235-236), ανήμπορη να αρθρώσει λέξη, στέλνει στους φονιάδες με το βλέμμα την κατάρα της. Όταν, σαν από θαύμα, ο κροκωτός νυφικός πέπλος του ψεύτικου γάμου της με τον Αχιλλέα κυλάει στη γη, και τότε: «…Έβαλε έκαστον θυτήρων απ’ όμματος βέλει φιλοίκτω, πρέπουσα θ’ ως εν γραφαίς προσεννέπειν θέλουσα…»   (…Κάρφωνε του ματιού της  η  πικρή σαϊτιά έναν - ένα τους φονιάδες, κι έμοιαζε να ’θελε να τούς μηνύσει το  γραφτό τους…)
Η θυσία της Ιφιγένειας δεν είναι ένα δραματικό επεισόδιο  στην τραγωδία του Αισχύλου αλλά εισάγεται ως αφήγηση, πλαγίως. Πρόκειται, όπως θα έλεγε, ίσως, ο Μπαρτ, για μια «αφήγηση σφηνωμένη στα πλευρά μιας παράστασης που αιμορραγεί». Ή, για να το διατυπώσουμε αλλιώς, «η σιωπή του θύματος που έπρεπε να μιλήσει, εισέρχεται στο ρήγμα της Ιστορίας ως βλέμμα που ματώνει». Εδώ αρχίζουν όλα όσα συνέβησαν στην Αυλίδα πριν δέκα χρόνια, τα οποία διηγούνται οι γέροντες του χορού που αυτοχαρακτηρίζονται ως «ατίται»:  μια λέξη που δεν προσέχθηκε όπως θα έπρεπε και που δεν σημαίνει μόνο τους απόμαχους λόγω ηλικίας, αλλά και όσους δεν πήραν επάνω την τίσιν, την κατάρα της Ιφιγένειας, επειδή την κρίσιμη στιγμή του θανάτου της κόρης απέστρεψαν από οίκτο το βλέμμα τους, που δεν  διασταυρώθηκε με το δικό της, όπως μας δηλώνουν οι ίδιοι. Ήταν μια ανόσια θυσία και ένας τελετουργικός φόνος που απορρίφθηκε  από τους Θεούς με συνέπειες καταλυτικές. Ποιους Θεούς όμως; Και γιατί ο Κάλχας έδωσε τον φοβερό χρησμό του;
Ξεκινάμε από τους στ. 60-61, όπου έχουμε την ρητή δήλωση του ποιητή ότι ο πόλεμος εναντίον της Τροίας γίνεται κατ’ εντολήν του Διός, επειδή η πράξη του Πάρι να κλέψει την Ελένη αποτελεί μια βαρύτατη προσβολή του Ξένιου Δία. Αυτό θα πρέπει να το θυμόμαστε ως το τέλος της ανάλυσής μας. Είναι όμως μια περιορισμένη εντολή νόμιμης εκδίκησης, όπως μας βεβαιώνουν οι στίχοι 130 επ., 367 επ., κ. ά. Ο Ζευς δεν ανέχεται σφαγές νηπίων, βιασμούς γυναικών, φόνους αμάχων, πυρπολήσεις ναών, όλα όσα η σύγχρονη στρατιωτικοπολιτική ορολογία ονομάζει με κομψό τρόπο: «παράπλευρες απώλειες»! Ας δούμε όμως πρώτα πώς εισάγεται στο έργο η εντολή του Διός για τη συγκεκριμένη εκστρατεία, με σκοπό την άρση της προσβολής ενάντια στον υπέρτατο Θεό. Μια εκστρατεία που ο Αγαμέμνων, κατά παράβαση των συνθηκών ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς, αναλαμβάνει ως υπόθεση προσωπική, δική του και του αδελφού του.
Στους στ. 47 επ. διαβάζουμε ότι, «ο βασιλιάς Μενέλαος και ο Αγαμέμνων, μόλις διαπίστωσαν τη φυγή της Ελένης έβγαλαν από τα βάθη της ψυχής τους μια κλαγγή πολέμου, σαν δύο γυπαετοί που γύρισαν στη φωλιά τους για να τη βρουν άδεια από τους νεοσσούς τους, που άρπαξαν κάποιοι απερίσκεπτοι κυνηγοί. Ακούει όμως τότε την κραυγή των πουλιών κάποιος ανώτερος Θεός, Απόλλων, Παν ή Ζευς και στέλνει στο τέλος την τιμωρία στους παραβάτες. Έτσι, ο παντοκράτωρ Ξένιος Δίας στέλνει τους γιους τού Ατρέα, Αγαμέμνονα και Μενέλαο, ενάντια στον Πάρι».  
Η συντακτική δομή του χωρίου μας ξενίζει. Προηγείται μια μακρά κύρια πρόταση που μας μιλάει για κάποιους ανώτερους Θεούς οι οποίοι στέλνουν την τιμωρία στους απερίσκεπτους κυνηγούς, άρπαγες των νεοσσών των μεταφορικών γυπαετών. Ενώ αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί την κύρια πρόταση, η εντολή του Δία στους Ατρείδες για εκστρατεία εναντίον του Πάρη, εισάγεται ως δευτερεύουσα, εξαρτημένη από την κύρια πρόταση, της παρομοίωσης των γυπαετών. Πόσο πιο φυσικό θα ήταν ο ποιητής να μετέβαινε κατ’ ευθείαν στην εντολή του ανώτατου Θεού στους Ατρείδες, χωρίς την παρεμβολή των μεταφορικών αετών. Θα είχαμε τότε την πιο κάτω σύνταξη: «Έτσι, με τον ίδιο τρόπο, ο Παντοκράτωρ Ξένιος Δίας ακούει την πολεμική κλαγγή των Ατρειδών, όμοια με την κραυγή δύο γυπαετών που βρήκαν έρημη, αδειανή τη φωλιά τους, και τους πέμπει τιμωρούς ενάντια στον Πάρι».
Για να κάνει αυτή την αναστροφή ο ποιητής, πρέπει να έχει τους λόγους του, που οφείλουμε να τους ανακαλύψουμε.
Ας προχωρήσουμε λίγο πιο κάτω. Στους στ. 105 επ. της Παρόδου, η μεταφορά των αετών γίνεται κυριολεξία. Εμφανίζονται δύο γυπαετοί που πετούν ψηλά πάνω από το στρατόπεδο των Αργείων. Εντοπίζουν ένα γκαστρωμένο θηλυκό λαγό που τρέχει να σωθεί απ’ τα νύχια τους, τον προφταίνουν λίγο πριν προλάβει να χωθεί στη φωλιά του και τον ξεσκίζουν. Αμέσως τότε ο Κάλχας αναγνωρίζει στους γυπαετούς τους δύο Ατρείδες και στο θύμα τους την Τροία που οι Αχαιοί πρόκειται να «ξεκοιλιάσουν» («Μοίρα λαπάξει προς το βίαιον»). Ακολουθεί ο χρησμός του Κάλχα, διατυπωμένος όμως με μια αμφιλογία, τέτοια ώστε να μπορεί και η Ιφιγένεια να χωρέσει στην οικονομία της εικόνας του ξεσκισμένου θηλυκού λαγού:
«Ο δεινός ο μάντις του στρατού, είδε στους φονιάδες του λαγού, τους γύπες, τους δύο Ατρείδες, και λάλησε προφητικά: «θάρθει καιρός που ο στρατός που κάνει τώρα πανιά, θα κουρσέψει την πόλη του Πριάμου (…) Φτάνει μόνο να μην τυλίξει μέγα νέφος η οργή του Θεού και μην τυφλώσει τον στρατό που σφίγγει την Τροία. Η Άρτεμις, αγνή και οικτίρμων, μισεί τα πατρικά σκυλιά τα φτερωτά που σπάραξαν (θυομένοισιν) έγκυο προτού γεννήσει (αυτότοκον προ λόχου) ένα θηλυκό τρομαγμένο αγρίμι (πτάκα μογεράν)».
Ή, σύμφωνα με μια δεύτερη, απολύτως νόμιμη ανάγνωση της πρότασης, «…η Άρτεμις μισεί τα πατρικά σκυλιά τα φτερωτά που έσφαξαν (θυομένοισιν) σαν ένα τρομαγμένο αγρίμι (πτάκα μογεράν) το ίδιο τους το παιδί (αυτότοκον) μπροστά στον στρατό (προ λόχου).
Ακολουθεί μια επίκληση του Κάλχα στην Άρτεμη, προστάτιδα – Θεά όλων των αδύναμων πλασμάτων της φύσης, νεογνών και νεοσσών των αγριμιών, που πέφτουν θύματα άνομης βίας. Με αυτήν της την ιδιότητα, η Άρτεμις καλείται από τον Κάλχα να μην ζητήσει την εξίσου άνομη και ανόσια θυσία που σπέρνει διχόνοια στο γένος και ξυπνάει την Ερινύα για τον μελλούμενο φόνο του άντρα. Είναι, όμως, όπως φαίνεται, πολύ αργά.
Επιστρέφουμε στους στίχους 47 επ. για να δώσουμε μια εξήγηση στην παράδοξη συντακτική δομή του χωρίου. Η Άρτεμις, αποκλειστική προστάτιδα των αδύναμων και ανίκανων να υπερασπιστούν τον εαυτό τους πλασμάτων της φύσης, στη σκηνή των φανταστικών αετών, φυσιολογικά και σύμφωνα με τη θεϊκή τάξη, θα έπρεπε αυτή να είναι η Θεά που στέλνει την τιμωρία στους παραβάτες άρπαγες των νεοσσών. Αντ’ αυτής, επεμβαίνει μια τριάδα «ανώτερων» Θεών, Απόλλων, Παν ή Ζευς, ως κατακλείδα. Γιατί, άραγε, συμβαίνει αυτό;
Επειδή έχουμε ήδη μεταβεί από μια εικόνα μεταφοράς σε μια κυριολεκτική, όπου οι αετοί εμφανίζονται πραγματικά, ως θύτες και όχι θύματα αυτή τη φορά. Ο Κάλχας τούς ταυτίζει με τους Ατρείδες και μόνος αρμόδιος θεός για να τους τιμωρήσει καθίσταται αναδρομικά ο Ζευς από τον οποίο και αντλούν την εξουσία τους. Τον οποίο, με την ιδιότητα του Ξένιου Δία, προσέβαλε ο Πάρις με την αρπαγή της Ελένης. Ενώ ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος θεωρούν την προσβολή προσωπικά, αποκλειστικά δική τους, όχι  του Δία. 
Η Άρτεμις εξοβελίζεται από το κείμενο κυριολεκτικά, μένοντας χωρίς αρμοδιότητα και χωρίς ρόλο σε αυτό το θανάσιμο παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε Θεούς και ανθρώπους. Επεμβαίνει τότε, προκαλώντας τον χρησμό του Κάλχα, και ζητάει τη θυσία, όχι για εκδίκηση αλλά για να ξαναμπεί στο παιχνίδι, για να ξαναποκτήσει τον παραδοσιακό της ρόλο και την ιδιότητα του γραφέως της τιμωρίας-ποινής των δραστών που «γράφει» το βλέμμα της Ιφιγένειας τη στιγμή της σφαγής της: “κάρφωνε του ματιού της η πικρή σαϊτιά έναν-ένα τους φονιάδες κι έμοιαζε να ήθελε να τους μηνύσει το γραφτό τους” - μέσα από το βλέμμα της Ιφιγένειας η πικρή Άρτεμις σαϊτεύει τους μελλοντικούς πορθητές της Τροίας για όσα θα κάνουνε στην κουρσεμένη πόλη. Η Άρτεμις βάζει έτσι τον Αγαμέμνονα σε ένα τρομακτικό δίλημμα ζωής ή θανάτου. Τι θα αποφασίσει;
Μπροστά στον στρατό που έχει συναχτεί με την προσδοκία της πλούσιας λείας και απαιτεί φορτικά τη θυσία για να σαλπάρουν τα πλοία, ο Αγαμέμνων έχει ωστόσο μια τρίτη λύση. Εφ’ όσον η εκστρατεία γίνεται με εντολή του Διός, μπορεί να προσφύγει στον Δία ζητώντας ένα δεύτερο χρησμό για τη θυσία της κόρης του. Αλλά δεν το κάνει. «Βρίσκει», όπως λέει ο χορός, «τέλειο τον χρησμό του μάντι, χωρίς κανένα ψεγάδι, και βάζει το κεφάλι του στο λεπίδι της ανάγκης». Ο χορός εκφράζει εδώ ανοιχτά την απορία του, πώς το έκανε, «αφού υπάρχει ο Δίας και σε αυτόν πάντα εγώ προσφεύγω όταν με πιέζει η ανάγκη…», στ. 160-175. Ο Αγαμέμνων είτε στάθηκε ανίκανος να διακρίνει το ψεγάδι του χρησμού, την οντολογική ρωγμή που είναι η έλλειψη της βουλητικής ενέργειας του Δία, «δι’ ου τα πάντα γίγνεται», είτε δεν θέλησε να προσφύγει στον ύψιστο θεό. Επειδή, αν ο Δίας τον δικαίωνε, τότε θα έπρεπε να υπαχθεί στους κανόνες του Δία χωρίς ακρότητες, σφαγές αμάχων, βιασμούς γυναικών και συναφείς «παράπλευρες απώλειες». Αλλά ο Αγαμέμνων, μπροστά στις αφόρητες πιέσεις του στρατού, παράλληλα και με τις ηγετικές φιλοδοξίες του, αποδεικνύεται ότι διαθέτει πολύ μικρό ανάστημα, πολιτικό, στρατιωτικό και ανθρώπινο, γι’ αυτή τη θέση. Είναι, εν τέλει, ένα τρομαγμένο, μίζερο, υπερφίαλο ανθρωπάκι, ανίκανο να διαχειριστεί καταστάσεις που τον υπερβαίνουν.
 
*Εισήγηση στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν - Υπόγειο, την Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023, στο πλαίσιο της Ημερίδας “Η κριτική σκέψη και το αρχαίο δράμα”, που οργανώθηκε από την “Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών”

*Ο Λέανδρος Πολενάκης είναι πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου