ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Έλσας Κορνέτη
Ήρθε κάποτε μοιραία απρόσκλητη μια εποχή παράξενη και ασυνήθιστη όπου οι κάτοικοι της άγριας πόλης ένιωθαν πως είχαν εξαντλήσει πλέον όλες τις καταναλωτικές τους επιθυμίες και την ακόρεστη πείνα για ακόμα περισσότερα αγαθά και τότε άρχισαν να κυνηγούν το ανέφικτο, κάτι άσπιλο, αμόλυντο κι ωραίο σαν την εξερεύνηση ενός νέου αστεριού, με την ελπίδα κάποτε να το κατακτήσουν, δέσμιοι κι αυτοί της πολυπλοκότητάς τους που τους στερούσε τη χαρά των μικρών, απλών και ασήμαντων πραγμάτων.
Το μόνο που μπορούσε να τους εκπλήξει ευχάριστα τώρα πια που είχαν γίνει ρομπότ με μεταλλικά συναισθήματα και κινούνταν με αυτοματικές κινήσεις, χωρίς γέλιο και χωρίς χαρά, όταν όλα τα είχαν ανακαλύψει κι αποκτήσει, ήταν τα κρυφά κι αναπάντεχα δώρα της, ό,τι αυτή άφηνε πίσω της κάτω από πέπλα αραχνούφαντα μοναδικής ακρίβειας, τέχνης και ομορφιάς. Σε κάθε χαριτωμένη περιστροφή έριχνε σαν δίχτυ το αψεγάδιαστο, απόλυτα τέλειο περίγραμμά της, έτσι όπως αυτό βρέχονταν μέσα σε μια βροχή από λευκές υδάτινες δαντέλες.
Το ατέρμονο και ασθματικό κυνήγι ξοπίσω της έλεγαν ότι ήταν η ασθένεια της εποχής. Αυτή έτρεχε μπροστά κι αυτοί την κυνηγούσαν. Πώς να διακόψουν όμως την ευθύγραμμη ροή των πραγμάτων;
Ήταν σαν να κυνηγούσαν την τελειότητα κι αυτή που είχε γίνει νευρική και ανήσυχη, αλλά ταυτόχρονα και πονηρή, ολοένα τους ξέφευγε. Κάθε μέρα κούρδιζαν με βασανιστική ακρίβεια τη ζωή κερδίζοντας σε φαντασίωση τον έλεγχο της μοίρας. Όταν όμως μοιραία έχασαν τον έλεγχο των ημερών, ένιωσαν ότι έμειναν από μπαταρία.
Αυτοί που υπήρξαν νευρικοί και ανήσυχοι, γιατί ήταν κάτι το μεταδοτικό, που το κολλούσαν αναμεταξύ τους, είχαν γίνει πλέον υπομονετικοί και μειλίχιοι σαν κάτι σπουδαίο και μεγάλο να τους είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον βγάζοντάς τους από το τέλμα της απάθειας, της διάσπασης και της αδιαφορίας. Σύντομα εγκατέλειψαν τη βουή των πόλεων και το βουητό της τεχνολογίας. Άφησαν πίσω τους μια πραγματικότητα πολυεπίπεδη και πολυόροφη σβήνοντας τα ψηφιακά τους ίχνη για να βγουν στην άμμο που ζει στον χρόνο της θρυμματισμένη, κονιορτοποιημένη, με κάθε κόκκο της ν’ αντιστοιχεί σ’ ένα αστέρι.
Δεν υπάρχει διέξοδος, παράκαμψη ή διεμβόληση, κανέναν δεν απασχολούσε πια το αν η διαδρομή ήταν ομαλή ή ανώμαλη. Το μόνον που μετρούσε πια ήταν η μετάβαση. Η θάλασσα. Το οριζόντιο μπλε.
Σε όλη τη ζωή τους περιβάλλονταν από φαντάσματα. Έμαθαν να ζουν μαζί τους με αναμνήσεις θολές, στρεβλές, κάποτε ανάποδες, σε κάθε περίπτωση αιχμηρές. Έμαθαν γαλήνια, με βλέμμα ευχαρίστησης και δάκρυα στα μάτια, αλλά και με πλήρη αυτοσυγκέντρωση να μαζεύουν στωικά τα σπασμένα και τα αποκολλημένα κομμάτια, ό,τι από καιρό είχε χαθεί και ξεχαστεί, χωρίς να βαρυγκωμούν, κυρίως χωρίς να διαμαρτύρονται.
Όπως οι αμμόλοφοι της ερήμου ρυτιδώνουν στον άνεμο και ταυτόχρονα υποκλίνονται βαθιά στην κυματιστή τους μεταμόρφωση, έτσι κι αυτοί, οι λασποθήρες, είχαν στρατοπεδεύσει σε θαλάσσιες και ποταμίσιες όχθες παραμονεύοντας την εναλλαγή στο παιχνίδι της άμπωτης και της παλίρροιας, κάθε που η θάλασσα μάζευε τα αφρισμένα της φουστάνια αφήνοντας πίσω της βυθισμένα στη λάσπη και στην άμμο, σαν χαμένα κτερίσματα, τα λάφυρα του παρελθόντος.
Στην ακινησία ενός τόπου, το πρωινό απλώνει γενναιόδωρα τις θερμές δονήσεις του. Στέκει ακίνητο λευκαίνοντας τον ορίζοντα, λευκαίνοντας τη θάλασσα με μια ανθοφορία κυμάτων, που μοιάζουν με γιαπωνέζικους λωτούς, να συμβαίνει εντός τους, έτσι όπως μ’ έναν απλό διασκελισμό, βγαίνουν από τον χρόνο κι ο χρόνος βγαίνει από τον χρόνο του κι ο ήχος σπάζει στην ακμή του κύματος. Τα σπασμένα πράγματα έχουν μια τόσο θλιμμένη ομορφιά. Έχουν τον νου τους για ευθείες γραμμές και τέλειους κύκλους. Έτσι μόνο ξεχωρίζουν τα ανθρώπινα αντικείμενα.
Άρχισαν να μαζεύουν ό,τι ξέβραζε το κύμα, ό,τι άφηνε πίσω της η άμπωτη, μικρούς σπασμένους θησαυρούς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως μικροσκοπικούς σκελετούς αγέννητων μωρών, που χωρούσαν σε μια χούφτα, καρβουνιασμένες καρδιές, μουσικά κουτιά που έπαιζαν ερωτικές μπαλάντες, γαμήλια εμβατήρια, σπασμένα εφηβικά όνειρα επαναστατικά και ταραγμένα, και κοπάδια ολόκληρα από αλλοιωμένα ψοφίμια, από πρώην πλάσματα, πλέον απροσδιόριστα κι ακαθόριστα που συγκροτούσαν τις πνιγμένες τους ευκαιρίες‧ κυρίως αυτές. Οι αναμνήσεις τους ήταν αμυδρές. Θυμόντουσαν αχνά τη μορφή, το σχήμα και το περιεχόμενό τους. Μόνο θαμπές εικόνες και πικρή γεύση στο στόμα.
Ναυαγισμένες αγάπες, ναυαγισμένοι γάμοι, ναυαγισμένες σχέσεις και φιλίες, ναυαγισμένα χαμένα μωρά, ναυαγισμένα όνειρα, σχέδια και προσδοκίες, όλα όσα κοιμόντουσαν κάποτε ατάραχα μέσα σε βυθισμένα καράβια. Μεγάλες εγκάρσιες φέτες από τις ξεχασμένες τους ζωές, συντηρημένες άριστα μέσα στη λάσπη και στην άμμο των βυθών, παρέμεναν άθικτες.
Τα ναυάγια τ’ αληθινά που είχαν χαθεί και ξεχαστεί από καιρό τα ξερνοβολούσε τώρα η θάλασσα στην παρατεταμένη κρίση δυσπεψίας που τάραζε και ταλαιπωρούσε το ευαίσθητο στομάχι της. Κομμάτι-κομμάτι η θάλασσα ξεφορτωνόταν σε αναμνηστικά θραύσματα, σε σπαράγματα που έμοιαζαν με σουβενίρ ζωής σε μέγεθος μπρελόκ, αυτό που όλοι αυτοί υπήρξανε, το γεγονός ότι ήταν κάποτε άνθρωποι παθιασμένοι που σώθηκαν από θαύμα από εκείνο το τραγικό ναυάγιο της ίδιας τους της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου