23/7/23

Εμβριθής μελέτη

Ρένα Παπασπύρου, Επεισόδια στην ύλη, 1980-1981, 116 x 176,5 εκ.


Του Κωνσταντίνου Μπούρα*

ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ,  Τα λόγια τα κατάρατα γρικώντας..., εκδόσεις Ταξιδευτής, σελίδες 262

Βασισμένη στον ρομαντισμό (αν όχι και στο κίνημα «Θύελλα κι Ορμή») αυτή η ιδεαλιστική διαχείριση τού ποιητικού φαινομένου. Η Ποίηση εξιδανικευμένη όπως θα έπρεπε να είναι. Η περίφημη «ποιητική άδεια» [στην ονομαστική ενικού εδώ, το άλλο –το σύνηθες– είναι δοτική] επιφυλάσσεται μόνον στα καλά και ηθικά άτομα. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, Ηθική και Αισθητική είναι έννοιες αξεδιάλυτες. 
Φράσεις που λειτουργούν και σαν γνωμικά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα προσφιλές «σώμα» παραπομπών. Ανθολογώ κατά βούλησιν, αλλά με περίσκεψη κι αιδώ:
«Δεν είναι αναγκαίο να δώσεις τον ορισμό της ποίησης. Στην κυρίαρχη ταυτοποίησή της, που χαρακτηρίζεται από την εξαιρετική λεκτική ένταση και τον ρυθμό, η ποίηση εκφράζει επίσης μια απελευθέρωση του λόγου από την κανονική σύνταξη» (σελ. 62).
«Ο καθένας δουλεύει και ζει μέσα στο ίδιο του το κείμενο, μακριά από ομάδες, κύκλους, λέσχες, συντεχνίες: μ’ άλλα λόγια, μακριά από τη λογοτεχνική κοινωνία. Χωρίς ν’ αφήνεσαι στην απομόνωση, όπου δεν υπάρχουν συνομιλητές αλλά μόνον η άβυσσος της κωφής αδιαφορίας, το γράψιμο σε κάνει να διαγράφεις μια πορεία γνώσης της αλήθειας και της πραγματικότητας. Μια αλήθεια που γεννιέται από μέσα σου και δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με προκαθορισμένα πιστεύω…» (σελ. 80).
«Υπάρχουν σήμερα πολλά σημαντικά βιβλία για τα οποία ούτε που υποψιαζόμαστε την ύπαρξή τους και που ποτέ δεν θα βρεθούν εκτεθειμένα στην πρώτη γραμμή ενός βιβλιοπωλείου. Τελικά είναι ο βιβλιοπώλης που καθορίζει την ορατότητα ενός βιβλίου;» (σελ. 81).
«Αν, μετά την ανώδυνη έξοδο από την υποχρεωτική εκπαίδευση, δεν σε ενθουσιάζει να ανατρέξεις σε μια σχολή δημιουργικής γραφής, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις σου μπορείς να “προπονηθείς” στο γράψιμο. Όπως ένας αθλητής που επιθυμεί να καλυτερεύσει την απόδοση στο άθλημά του» (σελ. 143).
Προσέξτε το πιο κάτω απόσπασμα για την απομάκρυνση του μεγάλου κοινού από τη σοβαρή λογοτεχνία: «Δεν διαβάζουν βιβλία και λόγω ατάλαντων συγγραφέων. Μετά, γιατί δεν είναι της μόδας. Γιατί κυριαρχεί το κουτσομπολιό. Γιατί η συγκεχυμένη, μπερδεμένη, εκκωφαντική τηλεοπτική πάρλα υποβαθμίζει την προσοχή που απαιτεί η συγγραφή. Γιατί το διάβασμα δεν κάνει ρίμα με τη θεαματική επιτυχία και, πόσω μάλλον, με την καριέρα και το οικονομικό κέρδος. Γιατί δεν επιθυμούν ν’ αλλάξουν τις ιδέες τους (ειδικά όταν δεν υπάρχουν)» (σελ. 145).
Βιτριολικός λόγος, εύστοχος, καίριος, ευπρεπής, αξιοπρεπής. Επιτέλους, ακόμα κι εάν δεν υπήρχε αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να το συγγράψουμε!
Και συνεχίζει ο εύστοχος μελετητής τής Ιστορίας της Λογοτεχνίας: «Όποιος είναι νεκρός δεν διαβάζει. Κάθε πράγμα είναι εφήμερο, αλλά υπάρχουν βιβλία άφθαρτα και συγγραφείς αιώνιοι. […] Συχνά όλοι αυτοί αντιμετωπίστηκαν ως παρίες από τους σύγχρονούς τους, συχνά πένητες και περιθωριακοί, χλευασμένοι από τους μέτριους, αλλά πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς, παραμένουν δυναμικοί μάρτυρες τού καιρού τους. […] Δεν είναι αθώοι, όπως δεν είναι και η γραφή τους. Αν είναι ικανοί να σε αναστατώσουν ή ακόμη και να σε πληγώσουν, σε ξεπληρώνουν και με τόκο, υποστηρίζοντας εκείνη τη δημιουργική αξιοπρέπεια, τη μόνη αληθινή, που καθιστά τη ζωή αντάξια να τη ζήσεις» (σελίδες 146-147).
Να αγιάσει το στόμα σου. «Πες τα, Χρυσόστομε!!!». Γιατί κουραστήκαμε από τους «τα φαιά φορούντες», τους μεταπράττες, τους εμπορικούς αντιπροσώπους, τους διαγκωνιστές και τους διαγκωνιζόμενους, τους βραβειοθήρες, τους συμπλεγματικούς, τους απαξιωτικούς, τους ελλειμματικούς (τους υπεραναπληρωματικούς), τα «παπαγαλάκια» στο περιορισμένο χρηματιστήριο τού εγχώριου υποτιμημένου βιβλίου.
Και καταλήγω δίκην συμπεράσματος με το ανθολόγημα από τη σελίδα 201:
«Η ποίηση είναι συνείδηση σε κίνηση, ταξίδι των αισθήσεων μέσα από πλέγματα οδών που τέμνονται, τυφλή, αναπάντεχη και, στο βαθμό που η ιστορία καταφέρνει να αλλάξει τον κόσμο και την ανθρώπινη αντίληψη για τον κόσμο, είναι σε θέση να διδαχθεί από την ιστορία. Τραγική διδασκαλία, που επιβάλλει στους ανθρώπους να αναμετρώνται με ανείπωτες βαρβαρότητες, που αποκλείονται από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά στο όνομα μιας αδικαιολόγητης εμπιστοσύνης στον “πολιτισμό”. Μια διδασκαλία που μπορεί να φαίνεται ως ένα είδος αμάθειας. Η ιστορία διδάσκει να αγνοούμε, να θέτουμε σε αμφισβήτηση ιδέες και εικόνες, να ξαναβλέπουμε δοξασίες και βεβαιότητες, να εξετάζουμε το πεπερασμένο του παρελθόντος και την ταυτότητα του παρόντος.  Η ιστορία διδάσκει στην ποίηση την αμείωτη εξαπάτηση του κακού, αναδεικνύοντας την ατέλειωτη βία που κρύβεται πίσω από τις ανθρώπινες προθέσεις, την καταστροφική δύναμη μιας ανακόλουθης εμπιστοσύνης στον εαυτό της και τα ψεύδη μιας χιλιετούς κουλτούρας, τυραννισμένη από ανεκπλήρωτες χίμαιρες. Η ποίηση γιγαντώνεται στην αμφιβολία».
Μόνον όσοι/όσες/όσα έχουμε αυτοαναφλεγεί στην πυρά τής Ποίησης καταλαβαίνουμε για τι πράγμα μιλάει ο εμβριθής μελετητής και γενναίος οραματιστής Φοίβος Γκικόπουλος. Τα λοιπά αξιοθρήνητα όντα ας λουστράρουν τη σκουριασμένη επιφάνειά τους. «Ως χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» ο μη μετέχων τής Αληθούς Υψηλής Ποιήσεως. Η οίησις είναι πάγκοινος ανάμεσα στους δοκησισόφους, στους ματαιοκαμάτους, στους αναμασώντες κι αναχαράζοντες… Ο/η/το ποιητής είναι «χαρίεν ον όταν άνθρωπος είναι».

*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι διδάκτωρ μεταφρασιολογίας και θεατρολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: