6/10/19

Γιάννης Κουνέλλης

Η πρώτη, μετά το 2017, αναδρομική έκθεση του μεγάλου δημιουργού της Άρτε Πόβερα, στη Βενετία, παράλληλα με την Μπιεννάλε 2019

ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΙΛΙΝΗ

Η έκθεση αναπτύσσεται στα τρία επίπεδα του κτιρίου αφήνοντας, τόσο τα έργα του Κουνέλλη μέσα στις ψηλοτάβανες αίθουσες, όσο και τα αναρτημένα κείμενά του δίπλα στις πόρτες, να συνομιλούν με τις τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, με τα χνώτα των επισκεπτών, αλλά και πίσω από τα παράθυρα, με το θαλασσινό νερό του καναλιού. Είναι σημαντικό ότι μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μαζί με τα έργα και τη σκέψη του Κουνέλλη μέσα στα κείμενα, που όχι μόνο εξηγούν, αλλά αναδεικνύουν τον επαναστατικό ρόλο ενεργού διανοούμενου που αισθανόταν και διεκδίκησε ο ίδιος καθώς και άλλοι σύγχρονοί του καλλιτέχνες, όπως ο Μπόις, μέσα στην εποχή των μεγάλων εξεγέρσεων της δεκαετίας του ’60. Αυτό τον ρόλο ο Κουνέλλης συνέχισε να τον διεκδικεί ασταμάτητα, ενώ και τώρα  μετά τον θάνατό του συνεχίζει να υπάρχει με την τέχνη του ως ηγετική φυσιογνωμία της εποχής μας, που μπόρεσε να συγκεράσει με διάρκεια την θεωρία με την πράξη, την επανάσταση στην τέχνη με την παράδοση, την κοινωνική ανάγκη με την προσωπική έκφραση, την δική του ιδιαίτερη γλώσσα και ιστορία με την Ευρώπη και την οικουμενικότητα.
Η έκθεση ξεκινά στο ισόγειο. Δίπλα σχεδόν στην είσοδο του κτιρίου,  μέσα στην μικρή εσωτερική αυλή που περικλείεται ασφυκτικά ανάμεσα στους ψηλούς τοίχους, είναι τοποθετημένο το έργο του 1992 για μια παραθαλάσσια πλατεία της Βαρκελώνης. Από ένα τεράστιο μαδέρι ακουμπισμένο σχεδόν κάθετα στο έδαφος, εξέχουν κλιμακωτά τοποθετημένες μεταλλικές λάμες, που φέρουν απάνω τους από ένα σακί, θυμίζοντας αναβατόρια για την μεταφορά εμπορευμάτων. Η ιδέα του έργου ξεκίνησε, όπως αφηγείται ο Κουνέλλης, «από μικρές ζυγαριές του καφέ που είχα εκθέσει κρεμασμένες κάθετα σε μια κουνάμενη βάρκα στη Βενετία… Τώρα το έργο ξαναγεννήθηκε, κάθετο όπως παλιά, αλλά μεγάλο όπως ο κεντρικός ιστός καραβιού 18 μέτρων από σίδερο  χιλίων κιλών που έμεινε εκεί στο ύπαιθρο…δημιούργημα του φανταστικού, από τις εποποιίες των θαλάσσιων μεταφορών, από την κοινωνικότητα του λιμανιού με τον πόνο του και την περιπετειώδη του φόρτιση». Στο ισόγειο και η μαρμάρινη πόρτα, κτισμένη με πέτρες που κλείνουν την είσοδο, απομονώνουν αλλά και προφυλάσσουν.

Ο Κουνέλλης άφησε την μετεμφυλιακή Ελλάδα συνεπαρμένος για όλη του τη ζωή από τα τραύματά της. Έφτασε στην Ιταλία το 1957 με σαφή στόχο να αναπτύξει την τέχνη του: «Για μένα το ταξίδι σημαίνει να ‘πηγαίνεις αλλού’. Όμως δεν πρέπει να λες ότι η αναζήτηση είναι ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Μας ελκύει πάντοτε κάτι που είναι γνωστό, ίσως είναι μικρό. Επιθυμείς να δεις ένα έργο του Βαν Γκογκ και καταλήγεις στο Παρίσι…». Ήδη με τα πρώτα του έργα στη Ρώμη εκφράζει τη θέλησή του τα ξεπεράσει τα όρια της ζωγραφικής στο τελάρο. Στον πρώτο όροφο της τωρινής έκθεσης βλέπουμε έργα της πρώτης περιόδου με γράμματα και εικόνες της πόλης: σήματα, βέλος, αριθμοί, κύκλος, διακεκομμένη γραμμή. Είναι ένα ντοκουμέντο, μια μαρτυρία της πόλης σε μια περίοδο που κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Παζολίνι. Στα έργα του 1964 βλέπουμε να ξαναχρησιμοποιεί τη γραφή θέτοντας λέξεις: GIALLO, NOTTE. Αλλού γράφει μαζί με νότες την λέξη Petite που είναι η αρχή του Petite fleur που παίζει ο τζαζίστας Sidney Bechet. Ο Κουνέλλης ήθελε να παίζεται ταυτόχρονα η μουσική του στο πιάνο. Βλέπουμε τα τεράστια τριαντάφυλλα στην αρχή του 1967, που γυαλίζουν ή είναι έτοιμα να «απελευθερωθούν», καθώς είναι φτιαγμένα με ύφασμα και συνδεδεμένα με κουμπιά.
Στα έργα μετά το 1967 ριζοσπαστικοποιείται η τάση να πετύχει στη τέχνη του την δυναμική εκείνη που βγαίνει μέσα από ενότητα πνευματική και ταυτόχρονα φυσική. Από τα γκρίζα μεταλλικά του πλαίσια ξεπροβάλλει μια στίβα από κάρβουνο, ένας σωρός από μαλλί, έργα με σειρές φυτεμένων κάκτων σε μακριά σιδερένια δοχεία στο κέντρο της αίθουσας, που δίνουν μέσα στο παρόν ένα ζωντανό μήνυμα από την ίδια τη φύση. Η ύλη έχει ένα βάρος κι αυτό έχει «ηθική» σημασία ύπαρξης: «εκατό κιλά κάρβουνα… όχι ένα αφηρημένο βάρος… είναι αυτό που κρύβει, την ιστορία του, το ήθος του». Η πρώτη συλλογική εμφάνιση των καλλιτεχνών της Άρτε Πόβερα έγινε στη Γένοβα τον Οκτώβριο του 1967 με την πρωταγωνιστική συμμετοχή του Κουνέλλη. Αργότερα  στη Ρώμη δίνει με τη φυσική παρουσία κάρβουνου, χώματος, ενός παπαγάλου νέες εικόνες στην τέχνη: «Στην δεκαετία του ’60 με ονομάσανε καλλιτέχνη, γιατί δεν ξέρανε τι ορισμό να δώσουν σε ένα σωρό από κάρβουνο. Εγώ όμως είμαι ζωγράφος και διεκδικώ την μύησή μου στη ζωγραφική».
Στα έργα του ’69 βάζει τη φωτιά να παίζει ενεργό ρόλο. Κάθε δύο ώρες έμπαιναν σε λειτουργία στην έκθεση οι μηχανισμοί παραγωγής φωτιάς σε τρία διαφορετικά έργα στον πρώτο όροφο, μέσα από μια μαργαρίτα ή απευθείας από φιάλες υγραερίου. Η φωτιά, που έχει χρησιμοποιηθεί και από τον Μπόις και τον Υβ Κλάιν αλλά και στα καμμένα σημάδια του Μπούρι και τις σχισμές του Φοντάνα, είναι ένα στοιχείο συμβολισμού που εκπέμπει την επαναστατική και απελευθερωτική δύναμη σε εκείνα τα χρόνια αυτών των καλλιτεχνών και της εξεγερμένης φοιτητικής και εργατικής νεολαίας στους δρόμους των πόλεων. Ο Κουνέλλης τη χρησιμοποιεί και ως στοιχείο κάθαρσης και αλλαγής μέσα στην ιστορία: «Για μένα η φωτιά είναι όπως ο παπαγάλος… Με ρωτούν αν είμαι ένας ρεαλιστής ζωγράφος, η απάντηση είναι όχι. Ο ρεαλισμός αναπαριστά (rappresenta), ενώ εγώ παρουσιάζω (presento ( lEspresso, 1/8/1996).
Η μουσική συνυπάρχει ενεργά στο έργο του Κουνέλλη. Το 1970 ένας πιανίστας επαναλάμβανε για πολλή ώρα στο πιάνο κόμματι του Ναμπούκο του Βέρντι: «το θέμα αυτής της δουλειάς δεν ήταν η εικόνα αλλά ο ήχος». Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα με μουσικά όργανα. Τα σαββατοκύριακα γίνονται εκεί παραστάσεις με τη συμμετοχή μουσικού και μιας χορεύτριας.
Εμβληματικό έργο της έκθεσης είναι ο μεγάλος τοίχος από χρυσό και μπροστά η όρθια κρεμάστρα με ένα μαύρο παλτό και ένα μαύρο καπέλο. Ο ίδιος λέει πως ο χρυσός του θυμίζει ζωγραφική από τη Σιένα αλλά και τον Κλιμτ. Σκούρα, μεταχειρισμένα παλτά, καπέλα, παπούτσια, μπαστούνια ηλικιωμένων ανδρών, τοποθετημένα τακτικά σε διάταξη μήκους δέκα μέτρων πάνω στο πάτωμα του πρώτου ορόφου, δίνουν την αίσθηση της φθοράς, της προετοιμασίας της αναχώρησης που πλησιάζει. Την ίδια αίσθηση δίνουν οι μακριές σειρές από μεταχειρισμένα ντουλάπια που κρέμονται από το ταβάνι του δευτέρου ορόφου. Συγκλονίζουν από ψηλά με τον όγκο τους, τα ενίοτε χρωματισμένα ξύλα. Δίπλα σε μια πόρτα διάβασα λόγια του Κουνέλλη από το 2011, που αντέγραψα με φροντίδα στο σημειωματάριό μου: «Να είμαστε ριζοσπάστες δεν αφορά μόνο τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Ίσως ένας καινούργιος τρόπος να πλησιάζει κανείς τα πράγματα είναι πάντα ριζοσπαστικός. Η ομορφιά από αγάπη για την ομορφιά… Η ομορφιά είναι ένας επαναστατικός παράγοντας, και ως τέτοιος είναι ένας δείκτης ισορροπίας».

Από την έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη στην Fondazione Prada στη Βενετία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου