6/10/19

Η σχολική ιστορία στη δίνη της εθνικοφροσύνης

Από την έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη στο Fondazione Prada στη Βενετία



ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ

ΣΗΦΗΣ ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ, Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου (1917-2017). Η διαχείριση των εθνικών τραυμάτων, επιτευγμάτων και μύθων, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 215

Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε εάν η απαισιόδοξη ανάγνωση της πραγματικότητας αναφορικά με τις εξελίξεις στην ιστορική εκπαίδευση στην Ελλάδα και ειδικότερα η οδύνη γι’ αυτό που φαίνεται να χάνεται πριν ακόμα εφαρμοστεί -αναφέρομαι στα πρόσφατα εγκριθέντα προγράμματα σπουδών για το μάθημα της ιστορίας- θα ήταν δυνατό, αντί για μελαγχολία και κατάθλιψη, να δρομολογήσουν πρακτικές αντίστασης και νέας δημιουργικότητας, κυρίως μεταξύ των εκπαιδευτικών. Άλλωστε, οι ηττημένοι, όπως επισήμανε ο Κοζέλεκ, είναι συνήθως αυτοί που δημιουργούν νέα νοήματα, στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν παγιωμένες εξουσιαστικές δομές και εδραιωμένες σχέσεις κυριαρχίας. Αυτό συμβαίνει όταν αναπτύξουν τη βούληση να αντιταχθούν στο «στοιχειωμένο παρελθόν» που γίνεται «αιώνιο παρόν».
Με τις αναφορές σε ψυχιατρικές αναλυτικές κατηγορίες σαφώς και δεν επιδιώκω την ιατρικοποίηση του προβλήματος της ιστορικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ούτε προφανώς προτείνω την αποδοχή μιας κληρονομιάς θλίψης και οδύνης για τα αρνητικά τεκταινόμενα στην ελληνική εκπαίδευση, για τις συνεχείς ήττες του «ευρωπαϊκά αυτονόητου», για τις παλινδρομήσεις στην ιδεολογία του ρομαντικού εθνικισμού και του αναδελφισμού. Οι συγκεκριμένες αναφορές χρησιμοποιούνται στην προκειμένη περίπτωση μόνο για να περιγραφεί με ενάργεια η κατάσταση στην οποία κινδυνεύουν να περιέλθουν όσοι οραματίστηκαν ή στρατεύτηκαν κατά καιρούς -συγκεκριμένα από το 1965 έως τις μέρες μας- στον καλό αγώνα της ποιοτικής αναβάθμισης ή του ριζικού αναπροσανατολισμού του μαθήματος της Ιστορίας. επιδιώκοντας τη συμπόρευση με τα δυτικο-ευρωπαϊκά και βορειο-αμερικανικά πρότυπα, δηλαδή τη σύμπλευση με το κυρίαρχο επιστημολογικό παράδειγμα στην ιστορική επιστήμη και την παιδαγωγική θεωρία. Αυτό που εκεί προσεγγίζεται συνήθως με γνώμονα την τεκμηριωμένη άποψη των ειδημόνων επί του πεδίου -ιστορικών, διδακτικολόγων, γνωστικών ψυχολόγων και εκπαιδευτικών- στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται, δυστυχώς, με όρους συνωμοσιολογίας και καθυβρίσεως των οσίων και των ιερών του έθνους.

Οι συγγραφείς του ανά χείρας βιβλίου επέλεξαν να μην καταπιαστούν με τη συγκρότηση ενός μαρτυρολογίου των χαμένων ευκαιριών στο πεδίο της ιστορικής εκπαίδευσης. Δεν ανήγειραν ένα πάνθεον των εμβληματικών ματαιώσεων. Με λίγα λόγια, δεν ασχολούνται στο βιβλίο τους με τους ηττημένους της ιστορίας της ιστορικής εκπαίδευσης. Αντίθετα, ενδιαφέρονται για τους νικητές. Στρέφουν τον ερευνητικό τους φακό στους μόνιμους παραλήπτες του κότινου, αλλά και στους πρόσκαιρους, ευκαιριακούς, συγκυριακούς «εραστές» της εκπαιδευτικής αθανασίας... (ας μου επιτραπεί ο σαρκασμός). Συγκεκριμένα, φιλοτεχνώντας αδρομερώς τα πορτρέτα και τα «επιτεύγματα» των νικητών, όσων δηλαδή τα βιβλία τους εγκρίθηκαν από το ελληνικό κράτος και εισήχθησαν για μακρό ή βραχύ χρονικό διάστημα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, οι Μπουζάκης και Κανταρτζή αναδεικνύουν τη δύναμη της παράδοσης και την καταλυτική σημασία του κλειστού κανόνα που αναπαράγεται αενάως και περιφρουρείται ιεροπρεπώς: τον ρόλο της μεγάλης βαρυτικής ενέργειας που εκλύεται από το παρελθόν και, πιο συγκεκριμένα, της τυφλής εκείνης ελκτικής δύναμης που ασκεί το δίπολο «εθνικισμός - θετικισμός» στην ελληνική ιστορική εκπαίδευση. Ειδικότερα, θητεύοντας στη μακρά διάρκεια, φέρνουν στην επιφάνεια τη «βαθιά δομή νοήματος» των σχολικών βιβλίων ιστορίας μιας ολόκληρης εκατονταετίας. Πιστεύοντας ότι «το βλέμμα των νικημένων είναι πάντα κριτικό» (Ε. Τραβέρσο, Αριστερή μελαγχολία, 2017, σ. 137), τόλμησαν να βάλουν το δάχτυλο στην ανοιχτή πληγή για να διεργαστούν το τραύμα της συνεχούς ματαίωσης των μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων στην ελληνική ιστορική εκπαίδευση σε όλη τη διαδρομή του «σύντομου» 20ού αιώνα. Είχαν επίγνωση ότι το στοιχειωμένο και απωθημένο παρελθόν των ηττών και των ματαιώσεων δεν παρέρχεται από μόνο του, αλλά, αντιθέτως, γίνεται αιώνιο παρόν, αμετακίνητο βάρος, απολιθωμένο ίζημα, όταν η διεργασία της τραυματικής εμπειρίας της ήττας δεν οδηγεί σε νέα στράτευση, σε νέο αγώνα, σε νέα δράση, ώστε η αποτυχία να είναι τουλάχιστον καλύτερη, για να παραφράσω τον Μπέκετ. Η εκ μέρους των συγγραφέων γενναία και μοναχική υπεράσπιση των νέων προγραμμάτων σπουδών για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο (2018/2019) αυτό το νόημα έχει. Μερίμνησαν, τέλος, ώστε η έρευνά τους να αντιπαρατεθεί σε κυρίαρχα ταμπού και μυθολογήματα της ελληνικής κοινωνίας, θέτοντας στο επίκεντρο του προβληματισμού τους τα αίτια της κακοδαιμονίας της ιστορικής εκπαίδευσης στη μακρά διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα και αναζητώντας τις διαρθρωτικές - δομικές συνέχειες, συνάμα όμως και τις σπασμωδικές -μικρές συνήθως και σπανιότερα μείζονες- ρήξεις ή μεταπτώσεις του συστήματος. Πλην ευάριθμων εξαιρέσεων, αυτό που απέδειξε η ενδελεχής έρευνα των δύο συγγραφέων είναι ότι, ανεξαρτήτως πολιτικών καθεστώτων και της ιδεολογικής ταυτότητας των εκάστοτε κυβερνήσεων, τα σχολικά βιβλία ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου υπακούουν στην ίδια συντακτική λογική: αναπαράγουν τον συμπαγή κανόνα της εθνικοφροσύνης, της μυθοποίησης και των κρίσιμων αποσιωπήσεων. Στοιχεία που περιενδύονται με την αφοπλίζουσα δύναμη του θετικιστικού ιστορικισμού, ώστε να υποστασιοποιούνται και να φαντάζουν αυτονόητα και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτα.
Το ερευνητικό υλικό που εντοπίστηκε και αποδελτιώθηκε αποτελείται από 11 μόλις βιβλία ιστορίας της Στ' Δημοτικού. Η αποδελτίωση έχει ως σημείο εκκίνησης το βιβλίο του Αντωνίου Χωραφά του 1913, το οποίο επανεισήχθη στην εκπαίδευση το 1921, μετά την πτώση του βενιζελισμού από την εξουσία, σηματοδοτώντας την ιδεολογική παλινδρόμηση και τη συντηρητική αναδίπλωση. Το σημείο κατάληξης είναι το ισχύον εγχειρίδιο της Στ' Δημοτικού, των Ι. Κολιόπουλου, Α. Καλλιανιώτη, Ι. Μιχαηλίδη και Χ. Μηνάογλου. Το τελευταίο, όντας προϊόν απευθείας υπουργικής ανάθεσης και όχι προκήρυξης και διαγωνισμού και έχοντας ως αποστολή να αντικαταστήσει το «ανατρεπτικό» και «αποδομητικό» εγχειρίδιο της ομάδας Ρεπούση (2006-2007), καταπραϋνοντας τα πάθη που είχε εγείρει η πολιτική διαμάχη και η οχλοκρατική ψηφιακή διαβούλευση, παρά τη δριμεία και εμπεριστατωμένη κριτική που έχει δεχθεί από ιστορικούς, διδακτικολόγους και εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για πλείστες όσες διαστρεβλώσεις, επιλεκτικές αποσιωπήσεις και μεθοδολογικά ατοπήματα, εξακολουθεί να μακροημερεύει, μάλιστα σε πείσμα της αλλαγής ιδεολογικού προσανατολισμού της χώρας από το 2015 έως τον Ιούλιο του 2019.

Ο Γιώργος Κόκκινος είναι καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου