1/9/19

Ο «ελληνικός έρως» και η κατασκευή του

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΑΝΤΖΟΥ

JAMES DAVIDSON, Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως. Μια ριζοσπαστική επανεκτίμηση της ομοερωτικής φιλίας στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 765

«Οι Έλληνες ανέκαθεν ήταν ασυνήθιστοι αλλά τώρα μοιάζουν ακόμα πιο ασυνήθιστοι», διαπιστώνει στην ακροτελεύτια παράγραφο του βιβλίου του ο Βρετανός καθηγητής αρχαίας ιστορίας Τζέιμς Ντέιβιντσον. Δείχνει έτσι να αντιλαμβάνεται και ο ίδιος το διαρκές οξύμωρο της πολιτισμικής (αν)οικειότητας στη μελέτη ενός άλλου πολιτισμού, αρχαίου ή σύγχρονου: όσο περισσότερο ερμηνεύουμε ή «κατανοούμε» τα φαινόμενα που μελετάμε τόσο πιο ανοίκεια αυτά καθίστανται για εμάς.
Θέμα του ογκώδους βιβλίου του Ντέιβιντσον (765 σελίδες στην ελληνική έκδοση, 634 στην πρωτότυπη αγγλική του 2007) είναι αυτό που βικτωριανοί αισθητές και οι σύγχρονοί τους κλασικιστές περιέγραφαν ευφημιστικά ως «ο ελληνικός Έρως». Οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανδρών (είτε αυτές αναφέρονταν στην απλή ανδρική συντροφικότητα, είτε στη «μαθητεία» των νεότερων κοντά στους μεγαλύτερους, είτε, ακόμη, στις σαρκικές συνευρέσεις και την ολοκληρωμένη συνουσία) ήταν -τουλάχιστον σύμφωνα με τις γραπτές και εικονικές πηγές που σώζονται από την αρχαιότητα- διαδεδομένη πρακτική στην αρχαία Ελλάδα (αν και όχι παντού και πάντα με την ίδια μορφή, την ίδια ένταση ή την ίδια κοινωνική αποδοχή). Ως mos Graecorum, έθος των Ελλήνων, αναφέρονταν οι Ρωμαίοι στις ελληνικές ομοερωτικές πρακτικές, ενώ οι Γερμανοί κλασικιστές θα μιλήσουν ήδη από τον 18ο αι. για griechische (ελληνικό) ή platonische Liebe (πλατωνικό έρωτα). Οι περιγραφές αυτές αναφέρονταν σε αυτό που οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν ως παιδεραστία (την αγάπη, δηλαδή, σαρκική ή όχι, ενηλίκων ανδρών για νεαρούς εφήβους). Καθώς τον 18ο και τον 19ο αι. οι πρακτικές αυτές ήταν όχι μόνον ηθικά κατακριτέες αλλά και ποινικά κολάσιμες, η «αγάπη που δεν μπορεί να προφέρει τ’ όνομά της» των βικτωριανών αναζήτησε πνευματικό καταφύγιο και ιστορικό άλλοθι στην αρχαιότητα. Ως πνευματικό κίνημα, ο «Ελληνισμός», κτίζει, στη βικτωριανή Αγγλία κυρίως αλλά και αλλού, κοινωνικές, πνευματικές, αλλά και πολιτικές ταυτότητες με στόχο την αναζωπύρωση ενός μεσοαστικού προοδευτικού κινήματος.

Ο Ντέιβιντσον όμως δεν ενδιαφέρεται για όλα αυτά, αν και προφανώς τα γνωρίζει, καθώς και ο ίδιος ανήκει, κατά κάποιον τρόπο, στη μεταβικτωριανή παράδοση του βρετανικού αισθητισμού που ακόμη κυριαρχούσε στα μεγάλα αγγλικά πανεπιστήμια -Οξφόρδη και Κέμπριτζ κυρίως- τον ύστερο εικοστό αιώνα. (Θα πρέπει ίσως να επισημάνω, στο σημείο αυτό, πως με τον συγγραφέα, εκτός από συνομήλικοι, υπήρξαμε και σύγχρονοι στην Οξφόρδη από το 1988 έως το 1993, περίπου, στις παράλληλες σπουδές μας στην αρχαία ιστορία εκείνος και στην κλασική αρχαιολογία εγώ.) Ως αρχαίος ιστορικός, ο Ντέιβιντσον συνεχίζει τη μακρά, λαμπρή παράδοση των μεγάλων εκπροσώπων του βρετανικού ιστορισμού, καθώς υπήρξε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μαθητής του Oswyn Murray, του Peter Derow, του George Forrest, του David Lewis (ναι, όλοι άντρες· μιλάμε για την Οξφόρδη του ύστερου 20ού αι., σας θυμίζω). Παράλληλα, όμως, και σε αυτό όπως και στα άλλα του βιβλία, ο συγγραφέας ανοίγεται και σε ερευνητικές μεθοδολογίες πέραν της οξφορδιανής σχολής, κυρίως σε ερμηνείες κοινωνιολογικού και ανθρωπολογικού χαρακτήρα.
Η μεγάλη αρετή του βιβλίου, όμως, παραμένει η ενδελεχής φιλολογική και ιστορική έρευνα που έχει διεξαγάγει ο συγγραφέας. Ως εξαιρετικός ελληνιστής, ξαναδιαβάζει τις αρχαίες πηγές ανατέμνοντας φανερά και κρυφά νοήματα, αστεία ή και ψεύδη. Ως εκ τούτου, είναι σε θέση να ξεκαθαρίσει, για παράδειγμα, ότι ο αρχαιοελληνικός «παις» δεν είναι, φυσικά, το δικό μας ανήλικο «παιδί» (κάτι που, αν και το γνωρίζουμε ήδη, συχνά επιλέγουμε να το αγνοούμε, συγχέοντας, συχνά σκόπιμα, την ομοφυλοφιλία με την παιδοφιλία). Πέρα όμως από αυτό, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι και ένας δεκαοκτάρης ή ακόμη και εικοσάρης μπορούσε στην αρχαιότητα να αποκαλείται «παις» -νέος, δηλαδή, ή νεαρός, αλλά όχι πλέον «παιδί». Εξερευνώντας το ομοερωτικό ήθος της κλασικής αρχαιότητας, ο Ντέιβιντσον είναι σε θέση να προχωρήσει σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από το απλουστευτικό δίπολο «εραστής» και «ερώμενος» ή το αναχρονιστικό μοντέλο της «μαθητείας» του νεαρότερου έφηβου κοντά στον (ή κάτω από τον) ωριμότερο άντρα. Τα υποδείγματα συντροφικότητας που εξερευνά σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας συχνά καταρρίπτουν το σεξουαλικό στερεότυπο (ο ίδιος θεωρεί ότι οι ολοκληρωμένες σαρκικές σχέσεις -δηλαδή η πλήρης διείσδυση- αποφεύγονταν στην αρχαιότητα), αλλά και το κατεστημένο ηλικιακό σχήμα που γνωρίζουμε (συνεχίζονταν δια βίου).
Στη βάση του βιβλίου, βέβαια, κρύβεται η αντίθεση, συχνά πολεμική, του Ντέιβιντσον με τις δύο επικρατέστερες ώς τις μέρες μας αναγνώσεις του «ελληνικού Έρωτα» -της «θετικιστικής» του Ντόβερ και της «αποδομητικής» του Φουκώ. Περίπου σύγχρονες, οι δύο προσεγγίσεις εκφράζουν δύο διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους σχολές σκέψης και ερευνητικές παραδόσεις: εκεί που ο Ντόβερ έβλεπε τον προάγγελο (και το κλασικό άλλοθι) της βικτωριανής ηθικής ο Φουκώ εντόπισε την ολοκληρωτική, και απελευθερωτική, άρνησή της. Αν για τον Ντόβερ η αρχαιοελληνική παιδεραστία έδειχνε ότι η ομοφυλοφιλία συνιστούσε θεμελιώδη κοινωνικό μηχανισμό τόσο για την αρχαιότητα όσο και για τη (δική του) νεωτερικότητα, για τον Φουκώ αποτελούσε το σωτήριο μεταμοντέρνο εφαλτήριο προς μια ελευθερία του εαυτού να επινοήσει το σώμα του πέρα και πάνω από τη νεωτερική επιτήρηση. Ο Ντέιβιντσον τα βάζει και με τους δύο και, ως λαμπρός κλασικιστής που είναι, τους κατατροπώνει. Βοηθούμενος και από το γεγονός ότι τόσο ο Ντόβερ όσο και ο Φουκώ έχουν μάλλον παλιώσει πια, ο Ντέιβιντσον είναι σε θέση να οργανώσει μια ακριβέστερη, και κατά πολύ αρτιότερη φιλολογικά, περιγραφή του αρχαίου ομοερωτισμού.
Είναι όμως αυτός ο «ελληνικός Έρως»; Προφανώς και όχι. Η νίκη του Ντέιβιντσον είναι πύρρεια, γιατί πολύ απλά δείχνει ότι ο αρχαίος ομοερωτισμός -κατασκεύασμα, και αυτός, μιας βαθιά πατριαρχικής, άτεγκτα ετεροκανονικής κοινωνίας- δεν οργανώνεται αποκλειστικά από τους αρχαίους ή από τους μοντέρνους, αλλά και από τους μεν και από τους δε. Τα αρχαία κείμενα κατασκευάζουν τα αρχαία σώματα όπως ακριβώς οι σημερινές μελέτες οργανώνουν τα νεωτερικά σώματα σε ομοφυλόφιλα ή όχι, σύμφωνα με τις ηγεμονικές ετεροκανονικές σταθερές. Κι αν ακόμη, όπως υποστηρίζει ο Ντέιβιντσον, ο «ελληνικός Έρως» υπήρξε απλά αυτός -αρχαιοελληνικός δηλαδή, και όχι βικτωριανός ή μεταμοντέρνος- το βέβαιο είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει ούτε με το φιλολογικό ούτε με το ιστορικό βλέμμα.

Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι αναπληρωτής καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ

Duro Olowu, Passions, Fictions, Demokratia, 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου