29/9/19

Βιογραφία

Από την έκθεση του Γιάννη Βαρελά με τίτλο Anima I στο Μουσείο Μπενάκη της Οδού Πειραιώς 



ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ, Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο, εκδόσεις Εκάτη, σελ. 76

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος ανήκει στα αγαπημένα παιδιά της γενιάς του ’70 και τους αγαπημένους του Θεοδόση Πυλαρινού, αν και όλα τα παιδιά της γενιάς και όλες οι γενιές είναι αγαπημένες του, αλλά η ενασχόλησή του και πάλι με τον Μαρκόπουλο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο διαπιστευτήριο της εκτίμησης που τρέφει ο πανεπιστημιακός καθηγητής για τον ποιητή.  Αντιγράφω από τον πρόλογό του:
«Είναι επιτακτική η ανάγκη σε αρκετούς ανθρώπους με σημαντική παρουσία στους χώρους που ευδοκίμησαν, να αποτιμήσουν γραπτώς τον βίο και τα έργα τους. Άφησαν, μάλιστα, πολλοί από αυτούς εν είδει ημερολογίων ή αυτοβιογραφιών σημαντικά κείμενα, μαρτυρίες για τις εποχές που έζησαν … Δεν καταφεύγουν, ωστόσο, πάντα, … στον γραπτό λόγο. Είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η προφορική αποτύπωση… το εύκολα ψηφιοποιούμενο τηλεοπτικό υλικό… βιντεοσκοπήσεις… μαγνητοφωνήσεις… συνεντεύξεις».
Ο Σεφέρης, πιεζόμενος να κάνει την περίφημη δήλωση, είχε πει πως ο ποιητής ό,τι έχει να πει το λέει με το έργο του, και αυτό είναι μεν σωστό αλλά απευθύνεται στον επαρκή αναγνώστη. Το επίπεδο που κρύβεται πίσω από την κρούστα της ποιητικής  επιφάνειας δεν φαίνεται εύκολα. Η  συνέντευξη, όμως τον απελευθερώνει από τα δεσμά της τέχνης του και έχει αμεσότητα, πράγμα που τον κάνει προσιτότερο σε ευρύτερο κοινό.  
Ο Ελύτης τιτλοφόρησε τον τόμο με τις συνεντεύξεις του Συν τοις άλλοις, τοποθετώντας τες πλάι στο ποιητικό και πεζό έργο του, ισοδύναμα. Έτσι εκείνο που ήταν προφορικό και άμεσο έγινε τώρα με το βιβλίο γραπτό και άμεσο.

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός έχει εντρυφήσει στο έργο του Μαρκόπουλου, έχει γράψει μελέτες-βιβλία, επομένως γνωρίζει καλά ό,τι κατέθεσε ο ποιητής προφορικά. Χαρακτηρίζει το υλικό αυτού του βιβλίου προϊόν χρόνου ανύποπτου, του οποίου την εξέλιξη κανείς δεν θα μπορούσε να υπολογίσει. Το κάθε γεγονός, όπως η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής είναι μία στιγμή στο χρόνο, η προετοιμασία της όμως έχει αρχίσει πολλά χρόνια πριν και η επίδρασή της στο κοινό πάει μακριά στο μέλλον. Έτσι, μια συνέντευξη φέρνει στο παρόν το παρελθόν και αποβλέπει στον μέλλοντα αναγνώστη. Φυλλομετρώντας και μετρώντας τις συνεντεύξεις  βουλιάζουμε σε έναν θησαυρό πληροφοριών. Και ο  Πυλαρινός  θέτει το εύλογο  ερώτημα, γιατί τόσοι πολλοί να θέλουν να πάρουν συνέντευξη από τον Μαρκόπουλο, και το απαντά: ο ποιητής είχε πολλά ακόμα να πει ή, αλλιώς, για πολλά οι αναγνώστες του ενδιαφέρονταν. Κι έτσι ανέλαβε ο καθηγητής να συνθέσει την «αυτοβιογραφία» του καθ’ ύλην αρμόδιου ποιητή. Μας ενημερώνει μάλιστα για τον τρόπο που θα τα παρουσιάσει τα κείμενα∙ μικτά, σύμφωνα με τη χρονική και θεματική αλληλουχία τους, μεγάλα, όποτε η ανάγκη το απαιτεί, με επαναλήψεις όποτε δεν μπορούν να αποφευχθούν και με οδηγό αυτό το εισαγωγικό μέρος.
Η εργασία αυτή του Πυλαρινού, η «αυτοβιογραφία» του Μαρκόπουλου, με την συγκέντρωση και κατάταξη του υλικού σε ενιαίο σώμα, την αλληλοσυμπλήρωση των γεγονότων, που δεν είχε κατά νου ούτε είχε προγραμματίσει να πει ο ποιητής θα ωφελήσει τον μέλλοντα μελετητή.
Ανθολογώ, από τα αποσπάσματα, την αγάπη του ποιητή για την πατρίδα του την  Μεσσήνη, την «πρώτη ερωμένη». Γεννήθηκε το 1951 αλλά οι ανοιχτές εμφυλιακές πληγές και των παιδιών οι σπουδές ανάγκασαν την οικογένεια να μετοικήσει στην Αθήνα. Το τραύμα της απομάκρυνσης  από την πατρίδα κάλυψε η μαγεία της Αθήνας. Τον γοήτευε το τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ «Δεν είχαμε νερό, φαγητό… λεφτά ....έσταζαν τα κεραμίδια… είχαμε όμως τη νεότητα».  Σαν «φίδι ύπουλο» τον ακολουθούσε από τη νιότη του ο φόβος του θανάτου. Τον τρομάζει ο πόνος στο σώμα…
 Είναι τόσο δυνατές οι αναμνήσεις από τη Μεσσήνη ώστε να δημιουργούν παραισθήσεις∙ τη μυρωδιά του ξύλου, στο φούρνο, ενώ αυτός έχει γίνει ηλεκτρικός. Δεν ξεχνά τους φίλους –Παπαγεωργίου,  Βαρβέρη, Βέη, Φωστιέρη, Κοντό κ.ά.– τον Τσε Γκεβάρα, τον Μάη του ’68, τον Τζίμι Χέντριξ, την Τζόαν Μπαέζ, εκδότες, στέκια, διασκεδάσεις∙  «Ζούμε για να διασκεδάζουμε τις γυναίκες»,  «Οι άντρες κρύβονται και κάνουν ότι αντέχουν».
Είναι μετριόφρων, ελπίζει στη νέα γενιά, μιλάει με  αγάπη για τη μάνα με την «άγρια μητρότητα της λέαινας», για τον έρωτα που είναι «ένας αόρατος πόλεμος». Εκτενώς αναφέρεται, μιλώντας στον Βασίλη Καλαμαρά στην Ελευθεροτυπία, για τον πρωτεύοντα ρόλο του στο φοιτητικό κίνημα και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τον συγκινεί ο Λειβαδίτης, ο Παπαδίτσας, νιώθει ευγνωμοσύνη που τον δέχεται ο Πατρίκιος. Αγάπησε τους Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Σαχτούρη, Λόρκα,  θαύμασε τη «μαεστρία» του Καρούζου, την πεζογραφία του Σωτήρη Πατατζή, μίλησε για την «αθωότητα την ώρα που γράφει». Λέει πολλά για τα πολιτικά, σε μια πικρή και ιδιαιτέρως οργισμένη συνέντευξη∙ «μέσα μου έχει κατοικήσει ένας πολτός λύπης». 
Ασχολείται ξεχωριστά με κάθε συλλογή του, τονίζει τον ρόλο της μνήμης που είναι βασικό του «εργαλείο». Ευχάριστη έκπληξη στη Σταδίου η συνάντηση με τον «χυμώδη νέο» που του απάγγελε στίχους από τους Πυροτεχνουργούς του και ήταν αυτός ο Βεντουζάς που είχε παίξει μπουζούκι πλάι στους Μπιθικώτση, Μοσχολιού, Ζαμπέτα.
Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής μου η  μόνιμη συνειδητή προσπάθεια να προχωρώ …στα εσωτερικά τοπία της ψυχής… Μη σκεπάζεις το ποτάμι …Η βραδινή προσευχή μου.

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου