ΤΟΥ
ΛΑΟΚΡΑΤΗ ΒΑΣΣΗ
ΓΕΩΡΓΙΑ
ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ, Σκοτεινή ρίζα. Ανθολογία
λυρισμού, 1900-2000, Εκδόσεις Παπαζήση
τόμοι 2, σελ. 360+814
Μέμος Μακρής, Νέα, 1942-45, καφέ κιμωλία,
από την
έκθεση Μέμος Μακρής: Από την Αθήνα
στο Παρίσι (1934-1950)
στο ΜΙΕΤ (Μέγαρο Εϋνάρδου,
Αγ. Κωνσταντίνου20,
Αθήνα). Μέχρι 25/2
|
Η
ανθολόγηση της ελληνικής ποίησης του εικοστού αιώνα είναι καθεαυτή ένα πολύ
τολμηρό και σοβαρό πνευματικό εγχείρημα.
Πρώτα,
γιατί είναι συγκλονιστικής ιστορικής πυκνότητας αυτός ο αιώνας για την εθνική
μας συλλογικότητα. Με εναλλαγές μεγαλείου και τραγικότητας, όπως το ’12-’13 και
η νικηφόρος πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση, το ’22 και η Μικρασιατική
Καταστροφή, το Έπος του ’40 και η Εθνική Αντίσταση, η εμφύλια συμφορά και η
χουντική εφταετία, ο «Αττίλας» και η Μεταπολίτευση.
Μετά, γιατί είναι ο αιώνας των μεγάλων κορυφώσεων της ελληνικής
ποιητικής δημιουργίας, με Παλαμά, που είναι ο μεταβατικός από τον προηγούμενο
αιώνα, Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο, αν μπορούμε να τους
ξεχωρίσουμε ως τους κορυφαίους. Με τους δύο μάλιστα απ’ αυτούς να έχουν τιμηθεί
με το βραβείο Νόμπελ και με τους άλλους να είναι αναμφιβόλως επιπέδου βραβείου
Νόμπελ. Όσο είναι κι αυτό αποδεκτό ως η πιο υψηλή διάκριση του ποιητικού λόγου
στον κόσμο.
Κι
είναι σοβαρό, γενικότερα, εγχείρημα μια ποιητική ανθολογία, καθώς είναι ζήτημα
υψηλής πνευματικής ευθύνης το ποιοι ανθολογούνται και με ποια απαιτητικά και
ενιαία κριτήρια επιλέγονται. Όπως, συνακόλουθα, και ποια ποιήματά τους
επιλέγονται. Που κι αυτό «βαθμολογεί» την ποιότητα των ανθολογικών κριτηρίων.
Με το πρόβλημα , μάλιστα, του ποιοι ανθολογούνται να γίνεται δυσκολότερο, όταν
δεν υπάρχει η απόσταση του χρόνου, όπως στην περίπτωση της συγκαιρινής
ποιητικής δημιουργίας. Καθώς, αν μη τι άλλο, ο χρόνος αφήνει στην άκρη τις …πληθωριστικές
εκφορές του ποιητικού λόγου. Χωρίς, όμως, να λείπουν και οι εξαιρέσεις
αποκατάστασης, με το
πέρασμα του χρόνου, κάποιων που …υπερέβαιναν
τα αισθητικά
κριτήρια του καιρού τους, όπως ο Ανδρέας
Κάλβος. Που σημαίνει
πως,
παρ’ ότι είναι απόλυτη η θέση πως η ποίηση, αλλά και όλη η καλλιτεχνική
δημιουργία, αξιολογείται με αισθητικά
κριτήρια, η αισθητική αποτίμηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη.
Η
Γεωργία Λαδογιάννη, καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, αποτόλμησε μια σοβαρή ανθολόγηση της ελληνικής ποίησης του 20ού
αιώνα, δίτομη και 1200 περίπου σελίδων από τις εκδόσεις Παπαζήση, υπό τον
αρκούντως αινιγματικό τίτλο: Σκοτεινή
ρίζα αλλά και με τον αρκούντως σηματοδοτικό υπότιτλο: Ανθολογία λυρισμού. Όπου, ξεκινώντας από τον Παλαμά, φτάνει,
ανθολογώντας 134 ποιητές, ως τη Δήμητρα Θεοδώρου και τον Λεωνίδα Γαλάζη.
Προικίζει μάλιστα την Ανθολογία με την πολύ
περιεκτική της εισαγωγή. Που είναι μια αισθητικο/θεωρητική
«ακτινογραφία» της. Καθώς
φωτίζει την πολυσήμαντη «ροή» του λυρισμού στα δύσκολα χρόνια αυτού του
«δίσεκτου» αιώνα των δυο παγκοσμίων πολέμων, δίνοντας έμφαση: στις μεγάλες
κορυφώσεις της ποιητικής μας δημιουργίας, στους κορυφαίους των …κορυφώ-σεων,
στις ποιητικές γενιές, στις κρίσιμες «μεταβάσεις» των δεκαετιών και στις
διαδοχές των αισθητικών ρευμάτων. Όπως αυτά «διαλέγονται» με τα ευρωπαϊκά,
κυρίως απ’ τη δεκαετία του ’30 και εντεύθεν, προσθέτοντας την εξαιρετική
ιδιαιτερότητά τους στην ποιητική δημιουργία του κόσμου μας.
Κι είναι, ειδικότερα, ενδιαφέρουσα και η
αισθητικο/θεωρητική οπτική της γωνία, καθώς την προστατεύει από τις γνωστές
ακρότητες: αφενός από την πρόσληψη της ποιητικής δημιουργίας ως μεταφυσικό
πνευματικό φαινόμενο και αφετέρου ως μηχανι-στική αντανάκλαση της
πραγματικότητας.
Η
διαλεκτική της «ματιά» τής επιτρέπει να καταθέτει σοβαρό κριτικό λόγο, που
φωτίζει τη «ροή» του ποιητικού λυρισμού στην πολύ σύνθετη σχέση του με την
ταραχώδη ή και πολύ τραγική εναλλαγή των ιστορικών γεγονότων. Χωρίς να «εκτρέπεται»
προς συνήθεις …μεροληψίες και να τραυματίζει την εγκυρότητα των αισθητικών της
αποτιμήσεων. Γιατί, καθώς η ποίηση καταξιώνεται και δικαιώνεται στην αισθητική
σφαίρα, αξιολογείται και με αισθητικά κριτήρια.
Μη
μπορώντας να αναφερθώ εκτενώς στον αισθητικο/κριτικό λόγο της συγγραφέως, θα
αρκεστώ απλώς να υποψιάσω επ’ αυτού μέσα από μια πολύ ενδεικτική σταχυολόγηση
απόψεών της για τις «μεταβάσεις» απ’ τη μια ποιητική δεκαετία στην άλλη, σηματοδοτικών,
θέλω να πιστεύω, και του πνευματικού της στίγματος:
-«Το γενικότερο κλίμα στην
ποίηση της περιόδου 1900-20 μπορεί να αποδοθεί με την τροχιά μιας πτωτικής
τάσης της φωνής: απ’ τη Μεγάλη Ιδέα στην ατομική φθορά και απελπισία, για να
συνεχίσει μετά το ’22 και μέχρι τα όρια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου με την έκφραση
ενός κατακερματισμένου συναισθήματος, που ψάχνει για έρμα γνωρίζοντας ότι δεν
μπορεί να το βρει ή ότι δεν υπάρχει».
-«Ο λυρισμός στους ποιητές
του ’20 μετριέται με ψυχικές εντάσεις.
Αυτές που έχουν τον πρώτο
λόγο και αυτές που αποτυπώνονται στις φόρμες του… Τα πράγματα δείχνουν ότι από
πολλές απόψεις η δεκαετία του ’20 έχει μετακινήσει τους αισθητικούς στόχους και
απορρυθμίσει το παραδομένο».
-«Στη δεκαετία του ’30 οι
αισθητικές λύσεις είναι κεντρόφυγες και ο λυρισμός φαίνεται να είναι ένα κράμα
παράδοσης και νεοτερικότητας… Η δεκαετία είναι σημαντικός σταθμός στην ιστορία
της ποίησης. Εμφανίζονται οι ποιητές που μαζί με τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη
θα αποτελέσουν τα πρότυπα του ελληνικού μοντερνισμού και θα συνθέσουν το μείζον
λυρικό παράδειγμα του αιώνα, εξασφαλίζοντας τη διεθνή αναγνώριση».
-«Η ποίηση, ιδιαίτερα στα πρώτα
χρόνια της δεκαετίας του ’40, είναι η φωνή των γεγονότων… Τα γεγονότα
διασχίζουν την ποίηση με όλους τους αισθητικούς τρόπους που διαλέγει κάθε
ποιητής».
-«Το αισθητικό κράμα είναι ο
πιο συνεπής χαρακτηρισμός που μπορεί να μας περιγράψει τις τάσεις της
μεταπολεμικής μας ποίησης».
-«Η ποίηση-κραυγή θα βρει
ικανά ερείσματα, αισθητικά και κοινωνικά, στα πρωτοποριακά κινήματα, που κάνουν
την εμφάνισή τους γύρω στις αρχές και προς
το τέλος της δεκαετίας του ’60».
-«Η παρουσία του θανάτου
στην ποίηση των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα είναι κυρίαρχη… Η ποιητική
του θανάτου μπορεί να θεωρηθεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης αυτής
της περιόδου».
Θεωρώντας
την «Ανθολογία» της Γεωργίας Λαδογιάννη και πράξη πνευματικής και
πολιτιστικής αντίστασης σε τούτους τους πολύ άδειους καιρούς της μετά τη «χρεοκοπία
της Μεταπολίτευσης» ύπουλης περιόδου, θα ολοκληρώσω την απόπειρα παρουσίασής
της με δυο αναγωγικές και μελαγχολικές παρατηρήσεις:
Πρώτη, η όλο και χειρότερη σχέση της
διδασκαλίας της λογοτεχνίας μας με τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα. Από
αδυναμία(;) των υπευθύνων μας να κατανοήσουν την ανεκτίμητη παιδευτική της αξία
τόσο στη γενικότερη αισθητική καλλιέργεια των παιδιών μας, όσο , ειδικότερα,
και στη διαμόρφωση της αξιακής τους «πυτιάς» (με Σολωμό, Κάλβο … Καβάφη,
Καζαντζάκη, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο!) Υπό τον αυτονόητο πάντοτε όρο της σωστής
διδασκαλίας της. Και δεύτερη, η
ανάπηρη «φιλοσοφία» της παιδείας μας, στο κλίμα της οποίας υποβαθμίζεται και η
ελληνική λογοτεχνία (με προοδευτικοφανείς «αναθεωρητικές» δοκιμές και στη
διδασκαλία της Ιστορίας μας!). Που δεν είναι ανεξάρτητη απ’ την έλλειψη
μακρόπνοης ελληνικής πολιτιστικής πολιτικής. Χωρίς την οποία δεν μπορεί να
υπάρξει και μακρόπνοη εθνική στρατηγική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου