4/12/16

Ποίηση και αξίες

Ως πνευματική δημιουργία, η ποίηση αποτελεί εξ ορισμού, πολιτισμική αξία. Ανήκει συνεπώς στη σφαίρα των ανώτερων αξιών. Οι ανώτερες αξίες είναι ταυτοχρόνως και ηθικές αξίες. Η ποίηση συμμετέχει στο ηθικό σύμπαν των αξιών αλλά με τους οικείους τρόπους, οι οποίοι δεν συνάδουν υποχρεωτικά προς τις ηθικές αξίες, όπως γίνονται κατανοητές βάσει ενός δεδομένου ήθους, δηλαδή μιας ορισμένης ιεραρχίας αξιών. Αν υποτεθεί λοιπόν ότι διαθέτουμε μια ορισμένη ιδέα περί ποιήσεως, τί γνωρίζουμε για τις αξίες που αποτελούν καθημερινὸ ψωμοτύρι παντός είδους συζητήσεων;
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γλώσσα μας δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερη φιλοσοφία των αξιών για να ξέρουμε τι ακριβώς λέμε. Ό,τι γνωρίζουμε γύρω από το πρόβλημα των αξιών, το γνωρίζουμε από τη νεώτερη φιλοσοφία της φαινομενολογίας και μάλιστα κατά τρόπον συγκεχυμένο και μη συστηματικό. Ζούμε και αναπνέουμε στον κόσμο των αξιών, χωρίς να έχουμε στην κατοχή μας τα απαιτούμενα εργαλεία για τη διάκριση και την κατανόησή τους. Και γι’ αυτό περιπίπτουμε νομίζω σε σοβαρά σφάλματα όσον αφορά την εκτίμηση και αξιολόγηση των πνευματικών μας έργων και συνεπώς της ποιήσεως. Χωρίς ειδική και μεθοδική αναρώτηση πάνω στο ζήτημα των αξιών, θα βολοδέρνουμε ανάμεσα στους καημούς της Ελληνικότητας και τον προοδευτισμό, που καθορίζουν και τα όρια της αισθητικής μας συνείδησης.
Δεν γνωρίζω ούτε μία ελληνική μελέτη σχετικά με τις αξίες που εκφέρονται συνεπτυγμένως ή διεπτυγμένως στα λογοτεχνικά μας έργα. Γνωρίζω μόνο την αξία που τους αποδίδεται από αισθητικής ὴ ιδεολογικής απόψεως, χωρίς ιδιαίτερη προβληματισμό γύρω από το βαθύτερο πνευματικό τους νόημα. Το γεγονός πχ. ότι η αισθητική ενός ταλαντούχου ποιητή σαν τον Ρίτσο μετατρέπει τις χριστιανικές σε ταξικές αξίες ιδιοποιήσεως δεν φαίνεται να απασχολεί κανένα. Σήμερα, το θετικό πρόσημο «προοδευτικός» μοιάζει να συνιστά καθοριστικό στοιχείο ως προς την αξία της σύγχρονης πνευματικής δημιουργίας. Τί σημαίνει όμως «προοδευτισμός»; Κατά πόσον είναι ασφαλής η διαφωτισμένη πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα βαδίζει προς το καλύτερο; Και από πού συνάγεται ότι η ποίηση πρέπει να ενστερνίζεται παρόμοια οράματα και ελπίδες; Έναντι του προοδευτισμού, στέκει το πνεύμα της συντήρησης που κοιτάζει με βλοσυρό, και μάλιστα εχθρικό, μάτι κάθε νεωτερισμό. Δύο διαφορετικά ήθη, δύο διαφορετικές ιεραρχήσεις του κόσμου. Κανένα σπουδαίο ποίημα όμως δεν αρκείται στην έκφραση ενός καθορισμένου ήθους. Συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο, να αναδεικνύονται αδιάγνωστες πτυχές ενός συγκεκριμένου ήθους μες από την προσωπική ή απρόσωπη ποίηση.

Πώς μπορεί να είναι αξιόλογο ένα λογοτεχνικό έργο, αν δεν φέρνει στο προσκήνιο την πάλη μεταξύ παλαιών και νέων αξιών, αν δεν φωτίζει την ύπαρξη άλλων παραμελημένων αξιών; Τί ρηχότερο από την ποιητική έκφραση δεδομένων αξιακών ιεραρχήσεων, όπως γίνεται με κάθε είδους καθεστωτική ή ιδεολογική λογοτεχνία;
Πνευματική δημιουργία σημαίνει κατ’ αρχήν πνευματική ελευθερία. Δεν παύουμε να αντιδρούμε προς τις τρέχουσες αξιολογήσεις, αναζητώντας το γνήσιο, το αληθινό, το αυθεντικό, άρα και το πνευματικό έργο δεν μπορεί παρά να στρέφεται φανερά ή υπογείως κατά των κοινών βεβαιοτήτων και να θέτει ερωτήματα που ξεβολεύουν πρώτα πρώτα τον ίδιο τον δημιουργό. Είναι σφάλμα λχ. να κρίνονται τα ποιήματα του Σαραντάρη με βάση την λίγο πολύ ορθόδοξη πνευματικότητα των δοκιμίων του. Στα ίδια τα ποιήματά του, ο Σαραντάρης δεν μιλάει ούτε για τον Χριστό, ούτε για την Εκκλησία του. Μιλάει μόνο για τον Θεό και το ιερό κατά τρόπον αφηρημένο, πλην εγκυκλωτικό. Η εμπειρία του ιερού, που μπορεί να είναι και ποιητικής και θρησκευτικής τάξεως, αίρει όλες τις άλλες αξίες, και πρώτα πρώτα τις παραδεδομένες ηθικές αξίες. Το ιερό, όπως και κάθε άλλο φαινόμενο, έχει δύο όψεις. Η μία είναι φίλια, λειτουργική, ευσεβής, η άλλη απωθητική, άγρια, απάνθρωπη.
Η γνήσια αγάπη ενός αχρείου και ανήθικου εκ πρώτης όψεως ποιητή σαν τον Βιγιόν πχ., ο οποίος τραγουδάει τον πισινό μιας πόρνης, τον φέρνει κατά τη γνώμη μου πολύ πιο κοντά στην αμέριστη θεία αγάπη από ό,τι η τυπική τήρηση των εντολών «κατά πάσης νυκτερινής ηδυπαθείας». Ο πουτανιάρης Βιγιόν δεν μπορεί βεβαίως να αποτελέσει ηθικό παράδειγμα, φωτίζει όμως το πρόβλημα της προσωπικής βίωσης του καλού και του κακού ανεξάρτητα από τις κυρίαρχες αξίες μιας εποχής. Μας αρέσει δεν μας αρέσει, τα κακόφημα κέντρα, οι τόποι απωλείας συνδαυλίζουν περισσότερο τη σκέψη και το αίσθημα από ό,τι η ανώδυνη ηθικοπλασία, έστω και μόνο γιατί προκαλούν αίσθημα ανησυχίας, φόβου και ταραχής, όπως και το ιερό. Αισθήματα που δεν θα γεννήσει ποτέ ο ύστερος Ελύτης λ.χ. με την τουριστική προσέγγιση της παράδοσης.
Η ηθική, επειδή ακριβώς δεν είναι απλώς γνωστικό αντικείμενο, αλλά βιώνεται προσωπικά, το οποίον σημαίνει ότι δεν αρκεί το καθολικό κύρος μιας αξίας χωρίς ατομικό πάθημα, θέτει ερωτήματα και γεννάει μεγάλες απορίες ακόμη και στον πιο ευσεβή και θεοφοβούμενο. Γι’ αυτό άλλωστε η Εκκλησία και το κράτος πρέπει να ευνοούν την ελεύθερη δημιουργία, έστω κι αν αυτή στέκεται επικριτική απέναντί τους. Το ποίημα όμως που κολλάει σε κρατικές αξίες ή θρησκευτικά δόγματα, δεν εμπίπτει στην ιδιαίτερη πνευματική δημιουργία της Ποιήσεως.
Όπως είναι γνωστό, ο τεχνικός όρος «αξία» μεταφέρθηκε από την πολιτική οικονομία στη νεώτερη φιλοσοφία με την έννοια του «αγαθού» που δηλώνει τον χαρακτήρα των πραγμάτων τα οποία είναι εκτιμητέα και επιθυμητά εκ μέρους ενός προσώπου ή ομάδας προσώπων. Ο Νίτσε συνετέλεσε γενναία στη διάδοση και χρήση του όρου αξία. Για τον γερμανό φιλόσοφο, παραγωγός των χριστιανικών αξιών είναι η μνησικακία του αδύναμου έναντι του ισχυρού. «Υπάρχουν αλήθειες άνοστες, πικρές, άσχημες, απωθητικές, αντιχριστιανικές, ανήθικες», γράφει στη Γενεαλογία της Ηθικής. Δεν είναι εύκολο να ξεφύγει κανείς από τον Νίτσε, όπως δεν ξεφεύγει εύκολα από τον Ντοστογιέβσκη. Ανεξαρτήτως πάντως συμφωνίας ὴ διαφωνίας, και οι δύο μάς έμαθαν ότι οι αξίες και η ιεράρχησή τους διέπονται από την ιστορικότητα, δηλαδή μεταβάλλονται, και κυρίως ότι επικαθορίζονται συχνά από τις ηθικές ψευδαισθήσεις. Πράγματι, οι ψευδαισθήσεις της ηθικής, όπως άλλωστε και της αισθητικής συνείδησης, είναι ίσως το κρισιμότερο πνευματικό ζήτημα. Ο πάτριος λόγος και η παράδοση έχουν μεν καθοριστική σημασία στην πνευματική δημιουργία, καθότι αποτελούν το βαθύτερο ήθος ενός λαού. Αλλά το ήθος έχει ανάγκη συνεχούς ανανέωσης και αποσκορακισμού των νοθεύσεών του. Και εδώ συμβάλλουν ιδιαιτέρως τα σοβαρά έργα της λογοτεχνίας και του στοχασμού.
Πιστοί και άπιστοι, προερχόμαστε όλοι από τη χριστιανική μήτρα και συνεπώς η διάκριση καλού και κακού μέσα μας εξακολουθεί εν πολλοίς να είναι χριστιανικής υφής. Αλλοιώς σκέπτονταν οι αρχαίοι το καλό και το κακό. Οι αντιλήψεις τους όμως, έστω κι αν υστερούν μπροστά στη χριστιανική ηθική κατά την οποία υπέρτατη αξία είναι το πρόσωπο, μας βοηθούν να κατανοήσουμε βαθύτερα τί είναι σχετικό και τί αιώνιο στη σφαίρα της Ηθικής. Η διάκριση καλού και κακού είναι αιώνια. Το πώς όμως συλλαμβάνεται κάθε φορά η έννοια και το περιεχόμενό τους καθορίζεται από τις αξιολογικές προτιμήσεις ενός ορισμένου πολιτισμικού ήθους. Το βέβαιο πάντως είναι ότι δεν υπάρχει πρόοδος στην ηθική σφαίρα, αλλά μόνο μεταβολή των αξιολογικών ιεραρχιών. Τρανό παράδειγμα, το ζήτημα της θανατικής ποινής ἠ της εκτρώσεως που απασχόλησε τελευταία και πάλι την επικαιρότητα.
Στον νεώτερο κόσμο, η αυτονόμηση του ατομικού προσώπου απετέλεσε νέα αξία απέναντι στην οικογένεια, τη φυλή, το κράτος. Το ίδιο ισχύει θα έλεγα για την εμφάνιση της γυναίκας ως αυτόνομης προσωπικότητας και ιδιοσωματότητας, αλλά και για τη θέσπιση του γάμου των ομοφυλοφίλων. Πέραν του Νόμου και του πρέποντος, δεν υπάρχει πλέον παρά μόνο ατομική ευθύνη έναντι του καλού και του κακού, που δεν συμπίπτει απαραιτήτως με τις κυρίαρχες αξίες μιας εποχής.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ

Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Πορτραίτο, 1949- 78, λάδι σε καμβά, 64 x 50 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου