Γιώργος Λάππας,
Διπλό κεφάλι, 1984, κόκκινο ύφασμα
και γύψος, 35 x
35 x 25 εκ.
|
Στην Κούβα, Μπολιβάρ,
στην Κούβα. Μ’ ένα παλιό καράβι να αγναντεύει το λιμάνι της Αβάνας. Και μια
σημαία στο κατάρτι που έγραφε "ζήτω η επανάσταση". Και το πλήθος των
Κουβανών γύρω από την σωρό αυτού που έφυγε. Μια στάχτη όνειρα, σκεφτόταν ο
ερημίτης, όταν περπατούσε στην πλατεία της Επανάστασης. Κρατούσε το παιδί, που
απορημένο έβλεπε τον κόσμο να κλαίει. Για την αξιοπρέπεια κλαίνε. Για την
περηφάνια που τους έδωσε πριν από χρόνια. Κι αν σκιάστηκε το όραμα από λάθη ή
επιλογές που δεν βοηθούσαν υπάρχει ακόμη στις καρδιές των ανθρώπων.
Έχουν περάσει
πολλά χρόνια από τότε που ο Φιντέλ και ο Τσε έδιναν πίσω στον λαό της Κούβας
αυτό που του είχαν κλέψει τα αρπακτικά της γείτονος. Αλλά σήμερα ο ερημίτης
έβλεπε το τότε σαν σήμερα. Το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή τη θλίψη.
Έτσι έπρεπε, τα παιδιά να μην φορτώνονται με θλίψη, ακόμα και όταν η θλίψη
αφορά κάτι γενικό. Έψαχνε μια στάλα χαράς να δώσει στο παιδί τούτη την δύσκολη
μέρα. Ξέρεις, του είπε, ακόμα και στη μεγάλη θλίψη μπορείς να βρεις αποκούμπι
χαράς, γιατί αυτή η θλίψη είναι απότοκο μιας χαράς που κάποτε γεννήθηκε. Είναι
μια θλίψη που δίνει κίνητρο για δημιουργία, άρα χαρά γεννά.
Εσύ γνώρισες
πολλές φορές τη θλίψη; ρώτησε το παιδί. Ο ερημίτης το κοίταξε, κι ένα χαμόγελο
χαράκτηκε στο πρόσωπό του. Η θλίψη, του είπε, είναι μια διαρκής συντρόφισσα,
απλώς κάποιες στιγμές παραμερίζει για να έρθουν οι σταγόνες της χαράς.Οι
Κουβανοί χόρευαν στους δρόμους και στις πλατείες και τα τραγούδια κρύβαν μέσα
τους μια ανυποχώρητη ελπίδα. Nopassaran, αυτό συνέχεια θύμιζαν οι νότες, οι
πληγωμένες νότες. Σ’ ένα καφέ της πλατείας ο ασκητής είδε την αγαπημένη του
φίλη. Κι εσύ εδώ; τη ρώτησε. Δεν θα μπορούσα να λείψω, του απάντησε. Να μία που
παντρεύτηκε την θλίψη, είπε ο ασκητής χαμογελώντας. Εκείνη του χάρισε ένα
χαμόγελο, ένα χαμόγελο που τα έκλεινε όλα μέσα του.
Πάντα έτσι
έκανε. Δεν μιλούσε πολύ ποτέ, μιλούσε όμως με το κορμί της, και με το βλέμμα
της. Το παιδί την κοιτούσε μαγεμένο. Το είχε συνεπάρει με το βλέμμα της. Εκείνη
αγκάλιασε το παιδί κι εκείνο κουρασμένο έγειρε στο στήθος της. Το κούρασες το
παιδί, του είπε με ύφος επιτιμητικό. Όχι εγώ, η ψυχούλα του κουράστηκε από όλα
αυτά, γιατί είναι άμαθο. Σιγά-σιγά θα μάθει τις οδύνες. Και θα τις αγαπήσει.
Όπως αγάπησες εσύ εμένα; Ο ερημίτης χαμογέλασε και δεν της απάντησε.Το βλέμμα
του είχε χαθεί επάνω της, κοιτούσε γύρω, γύρω στη μεγάλη πλατεία. Αυτή την
ανέσπερη πλατεία. Και τότε καταλάβαινε ότι οι πλατείες σημαίνουν, οι πλατείες
μιλούν, κι έσκυψε με σεβασμό να φιλήσει το μέρος που είχαν πατήσει εκατομμύρια
πόδια. Κι ένοιωσε μια κίνηση να διαπερνά τις πέτρες, έναν ήχο μυστικό να του
ψιθυρίζει λόγια ηρωικά, λόγια που σημάδεψαν τις ζωές των ανθρώπων. Το παιδί
είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της αγαπημένης φίλης του κι εκείνη είχε
ανάψει ένα πουράκι φτιαγμένο από χέρια γυναικεία της Κούβας. Ο ερημίτης έγραψε
πάνω στην πέτρα, Hastalavictoriasiempre. Η φίλη του χαμογέλασε. Του χάιδεψε τα
μαλλιά και του έδωσε ένα φιλί που όμοιό του δεν του είχε ξαναδώσει. Ένα φιλί
belleepoqe.
Ο ερημίτης
δεν ξαφνιάστηκε. Ήταν κάτι που χρόνια υπήρχε εκεί κρυμμένο. Και οι τρεις γύρισαν
κατά τη θάλασσα. Το παλιό καράβι ήταν εκεί,αλλά σαν να είχε ξαναγεννηθεί,
έμοιαζε καινούργιο και δυο μορφές ετοιμαζόντουσαν να κατέβουν στο λιμάνι. Το
πλήθος γύρισε κατά το καράβι, να αποθεώσει τις μορφές που κατεβαίναν, νέοι και
ωραίοι. Ο ερημίτης χαμογέλασε, αγκάλιασε το παιδί και την αγαπημένη του φίλη
και τους είπε απλά: Η επανάσταση θα ζήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου