4/12/16

Το σύγχρονο υπαρξιακό περιθώριο

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Χρήστος Καπράλος, Άτιτλο, 1973, μικτή τεχνική, 50 x 110 εκ.


ΧΡΥΣΟΞΕΝΗ ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ, Λευκό μακρύ παλτό και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 90

Με τα χρόνια, και τα χιλιάδες βιβλία που έρχονται στην εφημερίδα, όταν πιάνω ένα καινούριο βιβλίο στα χέρια μου και το ανοίγωστην πρώτη σελίδα, ήδη λειτουργεί η πίεση του ερωτήματος περί τίνος πρόκειται. Αν είναι άξιο λόγου, αν δικαιούται το χρόνο μιας συστηματικής ενασχόλησης.Αλλά και με τα χρόνια που επιμελούμαι κείμενα και βιβλία, την πρώτη σελίδα κάθε καινούριου βιβλίου την ακτινογραφώ, θα έλεγα οριζοντίως και καθέτως, από την άποψη της γλωσσικής οργάνωσης του λόγου.Αυτά, εν πολλοίς, καθορίζουν την είσοδό μου στο βιβλίο, δημιουργούν κάποιες πρώτες, αλλά ισχυρές παραμέτρους της ανάγνωσης και πρόσληψής του, οι οποίες βέβαια μερικές φορές ανατρέπονται, ή υπερκαλύπτονται από άλλες, όμως τις περισσότερες φορές καθορίζουν τη στάση μου απέναντι σεκάθε βιβλίο.
Ίσως κάτι τέτοιο να ακούγεται ως συνώνυμο της προχειρότητας, ή και ως έκφραση κάποιου υπερφίαλου εγώ. Ας είναι. Η τέχνη της ανάγνωσης είναι απαιτητική, γιατί η ανάγνωση δενείναι μια δραστηριότητα του λεγόμενου ελεύθερου χρόνου, αφού τέτοιος χρόνος απλώς δεν υπάρχει. Χρόνος είναι μόνο ο βιωμένος χρόνος, όπως θα μας πει και το βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ.
Τα προηγούμενα όμως ισχύουν, γιατί, σε κάθε περίπτωση, το κάθε βιβλίο είναι ένα κείμενο. Και αν ως κείμενο, ήδη η πρώτη σου σελίδα, ακόμα και η πρώτη του παράγραφος, δεν πιστοποιεί ότι ο συγγραφέας κατέχει τη γλώσσα, ότι έχει αναμετρηθεί με τη γλωσσική επάρκεια του κειμένου του, τότε, όσα προτερήματα ενδεχομένως και να έχει η γραφή του, τίθεται υπό αίρεση το αν πρόκειται για λογοτεχνικό κείμενο. Ας δούμε λοιπόν την πρώτη παράγραφο του ανά χείρας βιβλίου.

«Στο λιμάνι η νύχτα πέφτει βιαστικά. Στο λιμάνι ο κόσμος ζει για λίγο. Στο λιμάνι οι άνθρωποι είναι περαστικοί. Έρχονται ή φεύγουν. Όταν φτάνεις στο λιμάνι, πάντα φεύγεις. Ή σχεδόν πάντα. Τα αυτοκίνητα τρέχουν, οι επιβάτες σέρνουν βαλίτσες βιαστικά, τα φορτηγά μεταφέρουν εγκιβωτισμένες θλίψεις. Κάποιοι έρχονται στο λιμάνι για τον νυχτερινό τους περίπατο. Για ποιο λόγο να φτάσεις ως το λιμάνι για να κάνεις τον περίπατό σου; αναρωτιέμαι. Κανείς δεν θα μου απαντήσει, γιατί όλοι είναι βιαστικοί, περαστικοί, έτοιμοι να φύγουν.»
Σε αυτή την πρώτη παράγραφο του βιβλίου, η αφήγηση τρέχει. Τρέχει γρήγορα. Όχι αγχωτικά, όχι αφηνιασμένα, όχι με χάσματα, αλλά με ειρμό. Και εδώ έρχεται το κριτήριο: η συντακτική δομή της, είναι συμβατή με τον ρυθμό της αφήγησης; Βεβαίως και είναι. Για παράδειγμα, η στίξη θα μπορούσε να είναι πολύ πιο παρεμβατική, με κόμματα κλπ. Τότε όμως θα μπλόκαρε τον ρυθμό. Θα μπορούσε να είναι τελείως ελεύθερη. Τότε, θα εξακτίνωνε προς πάσα κατεύθυνση τα στοιχεία της παραγράφου, τις εικόνες, τις σκέψεις, τα ερωτήματα, καθώς και την αλληλοδιαδοχή τους· θα έφευγαν στο αχανές της θάλασσας, σαν την αχλύ μιας ωραίας φαντασίωσης. Η οποία όμως θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αμέσως επόμενη πρόταση, την εναρκτήρια της δεύτερης παραγράφου, όπου μάλιστα εμφανίζεται η αφηγήτρια: «Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι ακριβώς απέναντι από την είσοδο του πλοίου που περιμένω.» Μια πρόταση, και μια δεύτερη παράγραφος, που συνεχίζουν αρμονικά τη ροή που ήδη έχει διαμορφωθεί, που τη γειώνουν στην πραγματικότητα της αφηγήτριας, στη θέση της στο παγκάκι, δηλαδή στη θέση της αναμονής, αφού αυτό που περιμένει είναι «Να περάσει η ώρα η ώρα, να μπω στο καράβι».
Βέβαια, όταν πρόκειται για το πρώτο ή δεύτερο βιβλίο ενός ή μιας συγγραφέα, είναι πολύ κρίσιμο κι ένα δεύτερο ερώτημα: από πού μπαίνει στη λογοτεχνία. Ποιας πόρτας περνά το κατώφλι; Από αυτή την άποψη, το πρώτο αυτό διήγημα, με τον τίτλο «Λευκό μακρύ παλτό», είναι σαφέστατο.
Με αυτό τον ρυθμό που περιέγραψα, αφηγείται δύο εικοσιτετράωρα της ηρωίδας/αφηγήτριας.Αρχίζοντας η αφήγηση από το παγκάκι του λιμανιού, όπου αποκοιμήθηκε, της έκλεψαν όλα τα «κινητά υπάρχοντά της», και, ξυπνώντας μες στο βράδι, άρχισε να περιπλανιέται στο αττικό άστυ, όπως και την επόμενη μέρα, αναζητώντας γνωστούς και φίλους, τελικά όμως αρνούμενη να γυρίσει στο σπίτι της και να συνεχίσει την καθημερινότητά της.
Προτιμά την περιπλάνηση, ή μάλλον την τραβά η περιπλάνηση, με μια ανυπέρβλητη δύναμη.Η ηρωίδα, από τη θέση του πλάνητος στην πόλη, εξετάζει τη δικιά της θέση στην πόλη, στις ζωές των άλλων, στη δικιά της ζωή, ανακαλώντας ενδελεχώς όλη τη ζωή της, αφήνοντάς την να κυλήσει στην επόμενη φάση της, π.χ. χωρίζοντας από τον εραστή της μέσα σε αυτή την κατάσταση, μέσα από ένα «σπασμένο τηλέφωνο». Και όλα αυτά να συμβαίνουν στο δρόμο, από το λιμάνι πάλι στο λιμάνι, όπου τελικά καταλήγει, με σκοπό να πάρει πάλι ένα πλοίο, με προορισμό όμως τώρα όχι τον εραστή αλλά το πατρικό της και την παιδική ηλικία.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε δρόμους και στέκια οικεία, κάποια μάλιστα αναγνωρίσιμα, στα Εξάρχεια, στο Παγκράτι, και άλλα σημεία του λεκανοπεδίου. Δεν είναι λοιπόν ο μεταπολεμικός «δρόμος», της φυγής και της αναζήτησης νέων εμπειριών, ενός εγώ που ασφυκτιά μέσα στο αμερικάνικο όνειρο, αλλά ο ευρωπαϊκός, του «νέου μυθιστορήματος», και, περισσότερο θα έλεγα, του κινηματογραφικού «νέου κύματος», που αμφισβητεί την κοινωνική συνθήκη. Ο ρυθμός, η εικονοποιία, οι σκέψεις της ηρωίδας, τα στιγμιότυπα, όλα εγγράφονται στο πλαίσιο μιας σύγχρονης ανθρώπινης αίσθησης, ενός ανθρώπου της πόλης, μέσα στο πλέγμα, ή μάλλον στο φάσμα, των προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων. Δεν τις αρνείται, αλλά τις θέτει σε αμφισβήτηση, σε κριτική· τις αναστοχάζεται.
Από αυτή την είσοδο, λοιπόν, εισέρχεται στη λογοτεχνία. Το ερώτημα είναι, πόσο καλά την ξέρει αυτή την είσοδο; Νομίζω πως τη γνωρίζει πολύ καλά, ώστε να χειρίζεται τα εργαλεία της με άνεση και πειστικότητα αφηγηματική. Έχοντας βέβαια φτιάξει την αφηγηματική συνθήκη όχι μέσα στην πραγματικότητα, αλλά ακριβώς δίπλα της, παίρνοντας δηλαδή ένα μικρό, αλλά σαφέστατο, περιθώριο λογοτεχνικής ελευθερίας, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί όχι μόνο να αναγνωρίσει τη δικιά του πραγματικότητα, αλλά και να μετατοπιστεί δίπλα της, ώστε να μπορέσει να τη δει. Έτσι η συγγραφέας παραμένει, και από αυτή την άποψη, πιστή στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης αφηγηματικής τεχνικής.
Το δεύτερο διήγημα, «Παράκαμψη», είναι ομοειδές, αλλά στην εκδοχή του νουάρ. Όχι όμως στη ρεαλιστική του φόρμα, αλλά με ήπια στοιχεία παραλόγου, τα οποία δικαιολογούν τις προφανείς υπερβάσεις της αληθοφάνειας. Οργανώνεται γύρω από την ερωτική αντεκδίκηση, που φθάνει στον τυφλό φόνο. Κι εδώ, όπως και στο επόμενο διήγημα, «Το απονευρωμένο δόντι», κυριαρχούν οι σχέσεις, οι καταστάσεις και τα αδιέξοδα ενός ζευγαριού, σε έναν ορίζοντα τυπικά «γαλλικό», γειωμένο όμως στην αθηναϊκή, ή μάλλον σε μια οικεία καθημερινότητα.Το επόμενο διήγημα, «Η βαλίτσα», συνδυάζει τα δύο πρώτα του βιβλίου, σε μια νουάρ περιπλάνηση, επικεντρωμένη σε ένα τυχαίο συμβάν, που μπορεί να συμβεί στον καθένα, ήτοι να πάρει λάθος βαλίτσα από το αεροδρόμιο.
Από το σημείο αυτό και μετά, το βιβλίο περνά ολοκληρωτικά στο πεδίο του παραλόγου και του ψυχολογικού δράματος, αλλά περνά ήπια, χωρίς να καταργεί τις συμβάσεις της πραγματικότητας, αλλά και το ίδιου του προσώπου. Με τα έξι σύντομα διηγήματα που έπονται να αποτελούν στιγμιότυπα μιας σπονδυλωτής αφήγησης, η οποία δεν εξελίσσεται γραμμικά, αλλά πάντως εξελίσσεται, με κατάληξη την παιδική ηλικία, όπως άλλωστε συνέβη και στο πρώτο διήγημα.
Βλέποντας συνολικά το βιβλίο, έχουμε παντού μια περσόνα, την ίδια σε διαφορετικές καταστάσεις. Είναι μια σχετικά νέα γυναίκα, στην Αθήνα, αν και, κυλώντας οι σελίδες, ο τοπικός προσδιορισμός ατονεί. Ο χρόνος είναι παροντικός, αλλά όχι και τόσο ορισμένος, π.χ. δεν υπάρχει ούτε μια νύξη για την περίοδο της κρίσης. Όλα συμβαίνουν μέσα σε μια μεγάλη αφαίρεση, όλα συνεχίζουν να συμβαίνουν, σε προσωπικό επίπεδο, ανεξάρτητα από τον τόπο, τον χρόνο, την κοινωνική συνθήκη. Αυτό είναι, όχι βέβαια το «νόημα», αλλά, το point του βιβλίου.
Είναι νομίζω προφανές, ότι η συγγραφέας εμπιστεύεται ακόμα τον μοντερνισμό, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε. Γνωρίζει καλά τους τρόπους του, μπορεί και μας δίνει μορφές που με διαύγεια αποτυπώνουν το διαταραγμένο ανθρώπινο βίωμα, έστω και αν αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί, έστω και ακροθιγώς, στην κοινωνική συνθήκη. Επειδή όμως το αποφεύγει τόσο επιμελώς, είναι νομίζω θεμιτή η σκέψη του αναγνώστη, να θεωρήσει και την κοινωνική συνθήκη εξ ίσου διαταραγμένη, ανασφαλή, αδιέξοδη, χωρίς σταθερές, χωρίς πρόσωπο. Τότε, η αφαίρεση αποκτά άλλο νόημα, π.χ. η κοινωνική συνθήκη είναι ένα τεράστιο λευκό, που κυριαρχεί στον πίνακα, ή στο κινηματογραφικό πλάνο, αφήνοντας λίγο μόνο χώρο, στο κάτω μέρος, εκεί όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του βιβλίου. Ένα τεράστιο, ανεξέλεγκτο λευκό, που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, που εξωθεί στο περιθώριο τις ζωές των ανθρώπων. Σε ένα ιδιότυπο περιθώριο, όχι κατ’ ανάγκην, ή κατ’ αρχήν, κοινωνικό, αλλά υπαρξιακό.

Όπως ακριβώς συμβαίνει και στο λιμάνι. Όντως, σε κάθε λιμάνι, συναντάμε το κοινωνικό περιθώριο. Όμως, όπως εξαιρετικά μας λέει η πρώτη παράγραφος, της πρώτης σελίδας του βιβλίου, εκεί, στο λιμάνι, το υπαρξιακό περιθώριο είναι εξίσου υπαρκτό και ισχυρό, ικανό να τροφοδοτήσει ένα βιβλίο σαν αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου