18/12/16

Νευροφυσιολογία της ποίησης

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

Αλέξανδρος Καλούδης, Νεκρή φύση με κουραμπιέδες, λάδι σε μουσαμά, 31,5 x 54,5 εκ.


ΓΙΩΡΓΟΥ Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μικρές αγγελίες και Ενήλικα επειδή, εκδ. University Studio Press, σελιδοποίηση και εικαστική επιμέλεια Άρη Γεωργίου, Διώροφοι μύθοι, εκδ. Κίχλη, με σχέδια της Εύης Τσακνιά

Στα δύο ποιητικά βιβλία του ο Γιώργος Χ. Παπαδόπουλος, καθηγητής στο ΑΠΘ, ο οποίος διδάσκει και ερευνά την κατασκευή του εγκεφάλου, ανοίγει δρόμους τους οποίους γνωρίζει ως προπεριέχων ο εγκέφαλός μας. “Δεδομένης μάλιστα και της πολύσταθμης φύσης όλων των γνωστικών οδών, γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί οι περισσότεροι πλέον επιλέγουν καθημερινά την περιφερειακή οδό όρασης-αδιαφορίας”. Ως το μικρό σύμπαν εγώ, η άνθρωπος, (ο, και, η άνθρωπος) συμπληρώνοντας στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής, το σημερινό ουδέτερο της νέας ελληνικής: “το ανθρωπάκι”, βλέπω και αδιαφορώ;
Ασήμαντα φαινομενικά συμβάντα, τα καταγράφουμε μερικοί (που γίναμε πάρα πολλοί) ποιητικά, πεζογραφικά, μέσα από την επιστήμη, από το καθ’ ημέραν. Μερικά μοιάζουν δραματικά ασήκωτα. Είτε στην πραγματικότητα είτε στ' όνειρο είτε σε ταινία, δεν παύει να είναι ένα μικροπεριστατικό, το καταθέτω ως μικρή αγγελία που καταλήγει συνήθως στον κάδο των “ποικίλων”. Μέσα από το όνειρο γίνεται αυτόματη εκ κατασκευής “αυτοκάθαρση”. Και το πρωί ξυπνάς, και πάλι απ’ την αρχή.
Μικροπεριστατικά τού καθημέραν: “Μικρές αγγελίες/ και/ Ενήλικα επειδή”. Μικροπεριστατικά λοιπόν, από αυτά εξοικειώθηκα με το βιβλίο, ξανα-διαβάζοντάς το, και ξανά, για να κερδίσω το χρόνο μου μαζί του, να ισορροπήσω στο απλό και το περίπλοκο, στο “κατανοητό και το ακατανόητο”, το ασύμμετρο και το συμμετρικό, χωρίς να μου παρέχει καμία διευκόλυνση, δίχως δίχτυ ασφαλείας, όπως συμβαίνει με άλλα βιβλία, που έχεις πού να πατήσεις, δηλαδή πατάς έξω απ’ το βιβλίο, θολώνοντας το χώμα με στοιχεία θεωριών και ιδεών, δίχτυα ασφαλείας κατατρυπημένα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον. Και τους κατατρώνε, τους ρουφάνε οι τρύπες:
Ενηλικίωση και σοφία της γήρανσης. Αν.

Ενηλικίωση και γήρανση, να ένα βασικό κεφάλαιο, ώστε να διασχίζεις δύο πόλεις, μία πόλη επάνω, και η κάτω. Η ακροβασία αυτή θέλει ωρίμανση και, γήρανση. Σε αντίθεση βέβαια με τις ακροβασίες φιγούρας, που θέλουν νιάτο και όλα τα συμπαραμαρτούντα των νιάτων.
Επιστράτευσα κι εγώ την πείρα των χρόνων μου (μνήμη και αίσθηση), εγώ το ανθρωπάκι, μαζί με τα άλλα ανθρωπάκια, να διασχίζω τις δύο-μία-πόλη, τη μία την αόρατη πόλη, την ονειρική, να προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πραγματική πόλη. Όχι κατ’ ανάγκην την πόλη που ζω. Οι δυτικές πόλεις, όπου εγκαθιδρύθηκε ο δυτικός “πολιτισμός”, άλλωστε είναι ίδιες.
Στις: “Μικρές αγγελίες και -ενήλικα- επειδή”, τα πράγματα είναι καθαρά, πράγματα ωρίμανσης, ο ποιητής-ανθρωπολόγος έχει τις γνώσεις και τη γνώση να στηρίζει τις έσω ανάγκες των αλληλεπιδράσεων και των επικοινωνιών. Στον κόσμο της ηθικής και οικονομικής κρίσης, η αλήθεια είναι καταθλιπτική. Ποιά αλληλεπίδραση και ποιά επικοινωνία; Οι μύθοι, η ιστορία και οι επιστήμονες, από τον θρόνο των γλωσσών που χρησιμοποιούν, είναι σα να σου βγάζουν τη γλώσσα, όπως ο Αινστάιν στην γνωστή φωτογραφία του. Αν σήμερα οι λογοτέχνες φιλολογίζουν και οι φιλόλογοι λογοτεχνίζουν (σύμπτωμα διαπιστωθέν από παλαιοτάτων) αυτό δεν σημαίνει αλληλεπίδραση και επικοινωνία.
Επανερχόμενη όμως στην έννοια της αλληλεπίδρασης και στην ανάγκη επικοινωνίας, καθώς ξανά-διάβαζα το βιβλίο σκεφτόμουν, παράλληλα, τί θέλει αυτός ο άνθρωπος στα χωράφια μιας τέχνης του λόγου, που παραπαίει και μάλλον χάνει τον δρόμο της;
Οι μικρές ποιητικές, αφαιρετικές, αφηγηματικές πρόζες του Παπαδόπουλου, πάνω-κάτω, βοηθάνε να έρθει σαν ηθική λογική, σαν από πιο μέσα αφηγηματική σκέψη της ποίησης, η οποία αποδεσμεύει δύναμη, ενέργεια και τεχνική ανάγνωσης, πράγμα που σημαίνει, ότι ο τρεχάμενος στα βιβλιοπωλεία αναγνώστης είναι απαραίτητο να διαθέτει, με σκληρή άσκηση, την ιδιότητα του αναγνώστη.
Είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο και για τον μαχόμενο λογοτέχνη, διότι, όχι ένας κατ’ επάγγελμα λογοτέχνης, αλλά μελετητής του εγκεφάλου, γνωρίζει, ελέγχει, παρατηρεί και δίνει την αρχική έμπνευση και σύλληψη του νου, τι καταγράφει η όραση, συνθήκες οι οποίες φθάνουν στην κατάληξη του κάθε ποιήματος ή συνολικά της σύνθεσης. 
Δεν θα φθάσω στα άκρα την απάντηση, “επειδή”, αλλά μήπως χρειαζόμαστε και κάτι παραπάνω;
Βοηθάει να εισχωρήσεις στην αρχική εν τω βάθει σύλληψη, την αρχική έμπνευση, την αρχική και δουλεμένη όραση, μέσα στο χρόνο, στο παρόν τέλος. Επειδή, το “επειδή”, εδώ να-είναι, επειδή παρελθόν, επειδή παρόν, επειδή μέλλον. Κι επειδή ο δρόμος ισορροπίας είναι ένας αφιλόδοξος δρόμος, πάει να πει ότι είναι πολύ δύσκολος δρόμος. Και τον κάνει δυσκολότερο επειδή υπάρχει “η απόσταση μεταξύ όρασης και αδιαφορίας”.
Ο αντίκρυ δρόμος, της ανισορροπίας, δεν είναι απαραίτητα και μίζερα ένας φιλόδοξος δρόμος αλλά ακολουθεί τη οδό της τύφλωσης ή, στην πραγματικότητα, την οδό περίεργης τεμπελιάς και πιθανώς συλλογικής αφασίας; Μιας επιδημίας, να πούμε;
“Δεδομένης μάλιστα και της πολύσταθμης φύσης όλων των γνωστικών οδών, γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί οι περισσότεροι πλέον επιλέγουν καθημερινά την περιφερειακή οδό όρασης-αδιαφορίας”. Ωραία το λέγει, αντιποιητικά-ποιητικά, ο Παπαδόπουλος!
Ο κάθε εγκέφαλος λειτουργεί πλέον από την ανεγκεφαλία του. Και ο ποιητής ή η ποιήτρια μιλάνε για την ψυχή και το πνεύμα! Ο κάθε ένας-Κανένας. Χιλιάδες ποιητικά με φιλοσοφίες ή πολιτικές της δεκάρας. Με την θέλησή μας η συλλογική ανεγκεφαλία και αμνησία. Οι τρείς μαϊμούδες τού βλέπε, άκου, σώπα, που θέλουν να διδάξουν: “Μη βλέπεις. Μην ακούς. Μη μιλάς”. 
Σαν τους συμφοριασμένους Τρώες μεταφέρουμε την ανισορροπία του σήμερα στην ισορροπία-ανισορροπία του παρελθόντος, μα η ανθρώπινη συνείδηση έχει γίνει τόσο αδιάφορη, που η κάθε αφηγηματική τάξη, της κάθε γραφής, είναι “επειδή”, στα μεγάλα, σύνολα, ιστορικά περιστατικά ή στα ατομικά μικροπεριστατικά η συλλογική μνήμη ψεύδεται ασύστολα, καθώς ταλαντεύεται πάνω σ ένα παλιό σχοινί, πες το μισογκρεμισμένο γεφυράκι, και η γλώσσα που έχουμε αποδεχθεί ως εντολή στον εγκέφαλό μας, είναι μια επιπλέον νοηματική; Τι συμβαίνει σήμερα με τη γραφή; Τι συμβαίνει με την Τέχνη; Σε ποιά άλλη δυική πόλη να ζει;  Τι φταίει και όλα είναι στεκάμενα; Τουλάχιστον στεκάμενα. 
Οι μέδουσες, πώς συνεννοούνται μεταξύ τους, τα μαλάκια; Ο Πεντζίκης θεωρούσε πως ευθυνόταν η διαδρομή στην οδό αδιαφορίας, διότι πορεύεται ως μαλάκιο. Τον άκουσα να αποκαλεί τον εαυτό του: “μέδουσα”, “είμαι κακός, δόλιος, δε με αντέχουν επειδή δε σας αντέχω, σας βαρέθηκα και φεύγω”. Κι έφυγε ένα βράδυ, αφήνοντας τους “λογοτέχνες” σύξυλους. Και μιλάνε για τον Πεντζίκη, αλλά δεν θυμούνται τίποτα, αλλά ψεύδονται ως γνώστες του, κι ας μην τον έχουν διαβάσει.
Το χταπόδι βλέπει αλλά αδιαφορεί, η σουπιά χύνει μελάνι. Η δολόμητις σουπιά, η δολόφρων, για να ξεγελάει τον εχθρό της διαθέτει όπλο τη μελάνη, για να μπερδεύει και να χάνει μέσα στη γλιστερή μαύρη αυτή θάλασσα τον δρόμο του, και να αρπάζει με τη σαγήνη της τους πάντα πεπλανημένους.
Ο Πεντζίκης, ο πανέξυπνος άνθρωπος μέσα στην πίστη του, της ταπεινοφροσύνης, ήθελε να είναι μέδουσα, προφανώς το πάσχιζε, όμως δεν το κατάφερνε. Ήθελε να ξεχνάει, αλλά θυμόταν πολύ καλά. Το πάλευε με τον κονδυλοφόρο του και τη μελάνη του, ως ομολογία. Πήγαινε κι ερχόταν. Στην πάνω πόλη του και στην κάτω πόλη του.
Προς τα πού πάει η λογοτεχνία; -Περνάει κι αφήνει πίσω της στεκάμενα νερά, για να περάσει στις ατραπούς των σημερινών ανθρώπινων κοινωνιών. Πόση μελάνη χύνεται στο χαρτί, ρίχνεται για μια όχι μόνον ξεπερασμένη υπαρξιακή αγωνία, αλλά κυρίως ανήθικη αγωνία με την οποία παίζει κυνηγητό το άνθρωπάκι. Συνήθως συμφεροντολογικά πολιτικοποιημένο. Μπρος και πίσω, πλάγια δεξιά πλάγια αριστερά, στόμα με στόμα, πλοκάμι με πλοκάμι, συγγραφέα με συγγραφέα, ποιητή με ποιητή, εφήμεροι άνθρωποι, δεν περιέχουν κίνηση. Και τα χέρια, κουλόχερα. 
Μη μιλάς, “Εγώ, το ρομπότ”: συνήψα συμβόλαιο να μου βγάλουν το μυαλό απ’ τον εγκέφαλο κι ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτόν, να ρίχνουν μέσα στο άδειο κρρρα-νννίο, άλλου-νού με διάφορες πετσούλες, χρωματισμένες με λίγο κόκκινο υγρό, σαν, αίμα.
Το συλλογικό τίποτα του Κανένα. Το συλλογικό Τίποτα του Ντέιβιντ Μπάουϊ. Ωστόσο, τα στρεφόμενα λόγια, η κρυψίνοια, η κολακεία, η αγένεια, οι συμπλοκές, η αναίδεια, ο άγριος άνθρωπος, ο διαρκώς θυμωμένος, τα τεχνάσματα... Δεσμοί προαιώνιοι, παγίδες ιστορία, καυγάδες στο κενό, αυτός είναι ο άνθρωπος, η πονηριά που εκπροσωπεί ο Οδυσσέας και από τα ζώα η αλεπού.
Το θέμα είναι ότι η αλεπού δε μεταμορφώθηκε ούτε μετεξελίχθηκε σε μαλάκιο, γίνεται μαλάκιο.
Μα και κάθε μαλάκιο δε μπορεί παρά να κρύβει στα βάθεια της ύπαρξής του, μια αλεπού. Είναι έτσι κ. καθηγητά. Κι εσείς το γνωρίζετε καλά. Ο Οδυσσέας παραμένει αλεπού. Νιώθω εκεί να κρύβεται η ελπίδα. 
Σε έναν κοινωνικό κόσμο ματοβαμένο για να γλυτώσει ο άνθρωπος, χρειάζεται να χρησιμοποιήσει την πονηριά του, την πολυμηχανία του. Τη Μήτιδα. Δεν είναι να βάλεις σε τάξη την αταξία. Δεν είναι να μπερδέψεις, είναι η Μήτις και οι στοχασμοί που φέρνει τις “μικρές αγγελίες” προκειμένου να δύναμαι να συνομιλώ και να επικοινωνώ κατά τη βάση, με την ελευθερία μου και την ελευθερία του άλλου.
Ο Χάινε, είχε πει κάποτε στους Πρώσους συνοριακούς υπαλλήλους:
«Τρελοί εσείς, που στη βαλίτσα ψάχνετε!
Τίποτε δεν θα εύρετε εδώ!
Το κοντραμπάντο που μαζί μου ταξιδεύει,
Κρυμμένο στο κεφάλι το ’χω εγώ.
Μμμμμμ!»
Με τη σύγχρονη ανθρωποκατάσταση, τη λειτουργικότητα και τη μη λειτουργικότητα του εγκεφάλου, πάνω-κάτω, ο συγγραφέας αυτού του φαινομενικά μικρού βιβλίου, αποθεοποιεί και προκαλεί με τη λογική του και την αγάπη του στον άνθρωπο, “επειδή”: 
“Ο νούς (η μήτις) τον κάνει τον άξιο το λοτόμο
ο νούς τον καπετάνιο, το άρμενο στο πέλαο το κρασάτο
να κουμαντάρει, σύντας οι άνεμοι το δέρνουν πέρα-δώθε.
Ο νους και τον που τρέχει στ’ άλογα βοηθά και πρώτος φτάνει”.
(Ιλιάδα, Ψ (24η ραψωδία) μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή). 
Στον Οιδίποδα επί Κολονώ, ο Ευριπίδης στέλνει μήνυμα στον Οιδίποδα για το ταξίδι της Νέμεσής του: “Τάχ’ αύριον έσετ’ άμεινον. Πενθείν ου χρη. Νέμεσις γαρ”. Είναι η ελπίδα. Ναι;
Αυτό το αντι-ποιητικό/ποιητικό, απόλυτα πολιτικό βιβλίο, προκαλεί να συνομιλήσει ο κάθε ένας, σχεδόν όλοι, με το κενό που υπάρχει πάνω και κάτω, από την ανισόρροπη πράξη-λόγο, στον ισόρροπο λόγο και το αντίθετο. 
Αυτό, το μικρό βιβλίο που μου δόθηκε η τιμή να πιάσω ίσως άκρες του, δίνει παλμοδόνηση ζειν στην κόλασή μας. Δίνει δύναμη και κουράγιο στο μυαλό να ζήσω τον χρόνο της Νέμεσής μου.

Η Ρούλα Αλαβέρα είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου