20/11/16

Νέας Ορλεάνης και Νέας Υόρκης γωνία

Χρόνης Μπότσογλου, Εγκαταλειμμένο στρατόπεδο, Αύγουστος 2012, τέμπερα σε χαρτί, 57,5 x 78,6 εκ. 


Ήταν ατελείωτος ο δρόμος των βλεμμάτων. Έβλεπε τις χιλιάδες των Αμερικάνων να φωνάζουν ότι «δεν είσαι ο πρόεδρός μου». Αλλά ο ασκητής είχε ξεφύγει από τούτη την επικαιρότητα. Ακόμη μια φορά και άκουγε τη βαθιά φωνή του ποιητή από τον Καναδά να του τραγουδά για το τέλος της αγάπης. Το παιδί παθιασμένο, όπως είναι τα παιδιά, ήθελε να βρεθεί στους δρόμους της Νέας Υόρκης να ενωθεί με τους μαύρους, τους λευκούς, τους λατίνους, να χορέψει, να ερωτευθεί μέσα στην καταιγίδα του αγώνα, της διαμαρτυρίας.
Κι ο ασκητής έπιανε τον εαυτό του να γυρίζει πίσω στους δρόμους του Παρισιού και της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και Μαδρίτης. Όμως, πίσω από όλους αυτούς τους δρόμους κάτι ακαθόριστο υπήρχε, μια σχέση έδενε τις πόλεις, τους δρόμους και τις πλατείες μέσα του. Σήκω να φύγουμε, του είπε το παιδί, να πάμε στην Νέα Υόρκη. Αν στ' αλήθεια φύγω, του είπε ο ασκητής, θα πάω στην Νέα Ορλεάνη και όχι στο μεγάλο μήλο. Να ’χω μαζί μου τον Τζόις παραμάσχαλα, γιατί ένας Ιρλανδός ταιριάζει με τους τζαζίστες του Νότου, να περπατήσω στα μέρη που περπάτησε ο καπετάν Κεμάλ, που χρόνους μετά ήρθε στην Θράκη στον Δημοκρατικό Στρατό, να ψηλαφίσω τις εικόνες του μεγάλου δρόμου, τις πνιγμένες από τη βία των ανθρώπων, και συ μείνε στην Νέα Υόρκη, κι όταν αλλάξεις τον κόσμο έλα να μου το πεις.
Το παιδί σάστισε με τον κυνισμό του ασκητή. Δεν έχεις ελπίδα πια μέσα σου, εγώ έχω ελπίδα για τα μικρά καθημερινά πράγματα που αλλάζουν τις ζωές μας, εσύ τώρα έχεις ελπίδα για τα μεγάλα πράγματα που αλλάζουν τον κόσμο. Αυτή είναι η διαφορά μας είπε ο ασκητής. Είναι η διαφορά ανάμεσα στον Γενάρη του ’15 και τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρόνιας στην Ελλάδα. Τον Γενάρη πιστεύαμε ότι θα αλλάζαμε την Ευρώπη και τον κόσμο, και σήμερα πιστεύουμε ότι τα "μικρά" μπορούν να αλλάξουν τις ζωές των ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν μπορούμε τώρα να πορευθούμε στους ίδιους δρόμους. Όσοι πληγώθηκαν για το όνειρο που χάθηκε είχαν δίκιο. Αλλά είχαν άδικο από την στιγμή που δεν είδαν πως ο κόσμος δεν αλλάζει με τον ίδιο τρόπο πάντα.

Γιατί δεν υπάρχει μόνο μία αλήθεια, μόνο ένας δρόμος. Γι’ αυτό, συνέχισε ο ασκητής, υπάρχουν μέρες του λαλείν και μέρες του σιγάν. Τις δεύτερες τις καταλαβαίνεις ανεπαισθήτως. Όταν μπορείς να περπατάς, όπως εγώ, μίλια ολόκληρα μαζί την αγαπημένη μου φίλη, χωρίς να μιλάμε αλλά να μιλάμε με άλλους τρόπους. Μα τούτος ο δρόμος που σου λέω είναι διαφορετικός από τον δικό σου. Στο πλήθος θα πας, σαν νιόφερτος εραστής, να γευτείς μέχρι το μεδούλι σου αυτό που θα σου δώσει. Θα ’ναι χαρά και πίκρα μαζί, αλλά αυτά όλα θα τα ζήσεις. Σου πρέπουν να τα ζήσεις. Εγώ σκέφτομαι άλλα πράγματα, ότι ακόμη δεν έχω ακούσει το πιο όμορφο τραγούδι, δεν έχω διαβάσει το πιο όμορφο βιβλίο, και πως ακόμα δεν της έχω γράψει το πιο όμορφο κείμενο. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω αυτά που σου είπα, αλλά και μόνο η προσμονή τους με θέλγει.Και το πιο νόστιμο φαγητό ακόμη δεν το έχω μαγειρέψει. Γιατί μπορεί να το σημείωσα αυτό τελευταίο, αλλά με καθαρή καρδιά σου λέω πως δεν είναι έσχατο. Γιατί στην αργή φωτιά μελώνουν και νοστιμεύουν τα αισθήματα των ανθρώπων.
Το παιδί τον κοίταξε απορημένο. Το μάτι του ασκητή χάθηκε πέρα από τα βουνά της Αττικής, πέρα από τη θάλασσά της, χάθηκε σε μια νοσταλγία ενός παράδεισου που καμία σχέση δεν είχε με αυτά που λένε εκείνοι που νομίζουν πως διακονούν λόγο θείο. Ο  ασκητής έβαλε μπροστά του μια φέτα ψωμί, μια ντομάτα με λίγο λάδι, μια ελιά και λίγο τυρί. Με μια δόση ρίγανη και κάπαρη όλα αυτά. Έβαλε και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Αισθάνθηκε πλήρης. Θα φύγουμε αύριο, είπε στο παιδί. Εσύ για την Νέα Υόρκη κι εγώ για δρόμους πιο στενούς πιο ταπεινούς.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου