20/11/16

Τα πηγάδια της μνήμης

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Όσο περνούν τα χρόνια και επέρχεται το βαθύ γήρας, τόσο πιο έντονα αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχουν δύο πηγάδια μνήμης: το ένα, θα το ονόμαζα της «Ζωής». Περιέχει σκηνές, έντονες εικόνες και ακούσματα. Ξάφνου, όπως μια στιγμιαία αναλαμπή μες το σκοτάδι,, αναδύονται από τα έγκατα του πηγαδιού αυτού, ως εάν το σύνορο ανάμεσα στο παιδί και τη γραία να μην υπήρχε, διαυγή και ατόφια θαμμένα θραύσματα από εικόνες και ακούσματα. 12 χρονών: στην πλατεία Αγάμων. Το φοβερό συναίσθημα της ωμής βίας: δύο άντρες κρεμασμένοι από τους φανοστάτες.14 χρονών, εκεί, στην ίδια πλατεία, το πρωτοφανέρωτο συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού: οι αντάρτες μας με τα φυσεκλίκια τους, καλπάζουν πάνω στα άλογα, έρχονται, λευτερώθηκε η Αθήνα μας…
Κι ακόμα, ένα παράδειγμα από τα κοιτάσματα της πεζής καθημερινότητας: στα καλά καθούμενα, καθώς κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση μασουλώντας ένα σύκο, αρχίζω νοερά να απαγγέλω: «ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω κούι-κούι και κανένας δεν μ’ ακούει. Κι ώσπου να φτάσει η μάνα μου και η σκύλα η αδελφή μου, επρόφτασεν ο χάροντας και πήρε την ψυχή μου»! «Πότε ήταν; Ήταν εκείνη τη φορά, ή μια άλλη φορά;». Φύρδην-μίγδην, εκεί, στο αταξινόμητο αρχείο της μνήμης και της λήθης, το «άκουσμα» αυτό, παρέμενε ανέπαφο!
Το άλλο βαθύ πηγάδι, το ονομάζω «πηγάδι των Αναγνωσμάτων». Φύρδην-μίγδην και εκεί, από τα κοιτάσματα του αρχείου μιας μισοσκότεινης βιβλιοθήκης, αναδύονται ξάφνου από τα έγκατα, με εντυπωσιακή ακρίβεια, απρόσμενοι, συναρπαστικοί συνειρμοί, η επεξεργασία των οποίων καταλήγει κυριολεκτικά στη μετάπλασή τους σε κλειδί. Τότε, παρομοιάζω τον εαυτό μου με μια σεβάσμια βικτωριανή οικονόμο, από τη ζώνη της οποίας κρέμεται μια μεγάλη αρμαθιά από κλειδιά. Αυτά, σαν εξήγηση της συμβολής μου στο τόμο για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.

Και σήμερα, ελπίζω με την ανοχή σας, η συμμετοχή μου στο πάνελ, θα περιστραφεί και πάλι γύρω από την καταγραφή μιας συστάδας συνειρμών. Ως θηλυκή Ηρακλής Πουαρώ, θα δοκιμάσω, αν το κλειδί που επέλεξα, θα οδηγήσει, μέσω διακειμενικών συνειρμών, στην επιβεβαίωση μιας υπόθεσης εργασίας.
Το πρώτο κλειδί, προσφέρεται απλόχερα από τον ίδιο τον ποιητή Μ. Αναγνωστάκη. Αφορά το ποίημα που φέρει στα αγγλικά τον τίτλο IfΕδώ, νοιώθω την υποχρέωση να ζητήσω συγνώμη από τους νεοελληνιστές και τις νεοελληνίστριες, που τόσο ευγενικά με έχουν δεχτεί να βόσκω στα βοσκοτόπια τους, αν διέλαθε της προσοχής μου κάποιος προηγούμενος σχολιασμός αυτού του ποιήματος. Το «IF» είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Άγγλου συγγραφέα, Ράντουαρντ Κίπλινγκ. Αποικιοκράτης αξιωματούχος, βαθύτατα ρατσιστής, πιστός οπαδός του συντηρητικού κόμματος, που θεωρούσε ότι το εργατικό κόμμα της Αγγλίας ήταν προπύργιο του κομμουνισμού, στο ποίημα αυτό απευθύνεται ως πατέρας στο νεαρό γιό του.
Ο λόγος του ποιήματος είναι προτρεπτικός, ενώ η δομή του βασίζεται στον υποθετικό συλλογισμό: εάν - τότε. Εδώ, στην ίδια τη δομή, αντανακλάται η ιδεολογία του ομιλητή: είναι αυτή της ευθύγραμμης εξέλιξης, της προόδου και της επίτευξης ενός επιθυμητού στόχου: εάν ο νέος συμμορφωθεί με τις πατρικές προτροπές -τι πρέπει να κάνει και τι να αποφεύγει-, τότε το μέλλον ανοίγεται λαμπρό μπροστά του. Σε μετάφραση Βάρναλη: «δική σου θάναι τότε η Γη, μ’ όλα και μ’ όλα και μ’ ό,τι πάνω της κι αν έχει/ και κάτι ακόμα πιο πολύ: Άντρας αληθινός θάσαι, παιδί μου». Αναμφίβολα, το «πρότυπο» που προβάλλεται στον νεαρό προς μίμηση, παραπέμπει ευθέως στην τάξη της ιμπεριαλιστικής, συντηρητικής, βρετανικής ελίτ.
Το If του Αναγνωστάκη, όπως και η Έρημη Γη του Λάγιου, αποτελεί μιαν ειρωνική θα έλεγα πολιτική μεταγραφία του αγγλικού ποιήματος:
Αν – λέω αν…
Αν όλα δεν συνέβαιναν τόσο νωρίς
Η αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,
Μετά Χαϊδάρι, Άη Στράτης, Μακρονήσι, Ιτζεδίν.
Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλοαρθρίτιδα
Ύστερα από τα είκοσι χρόνια φυλακής
Με δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωση
Αποκηρύξεως, όταν σ’ απομονώσανε στο Ψυχιατρείο
Αν –σήμερα λογιστής, σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων–
Άχρηστος πια για όλους, στιμένο λεμόνι,
Ξοφλημένη περίπτωση με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες.
Αν – λέω αν…
Με λίγη καλή θέληση ερχόταν όλα κάπως διαφορετικά
Ή από μια τυχαία σύμπτωση, όπως με τόσους και τόσους
Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους – δεν λέω αβρόχοις ποσί
Αλλά αν…

(Φτάνει. Μ’ αυτά δεν γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις, Άλλον αέρα θέλουν για ν’ αρέσουν, άλλη μετουσίωση.
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία.)

Ο Αναγνωστάκης, απέναντι στο μύθο και τις αυταπάτες του ατομικισμού, ότι η συνείδηση είναι αυτή που καθορίζει την πραγματικότητα, αντιστρέφει τους όρους: εισάγει στο ποίημα τις ρωγμές του ιστορικού χρόνου, την ταξική πάλη, τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Ο υποθετικός συλλογισμός δεν στρέφεται προφητικά προς το μέλλον, αλλά προς το τετελεσμένο πλέον παρελθόν, όπου προβάλλεται μια παράδοξη, αντίθετη ως προς τα γεγονότα συλλογιστική: «αν δεν... τότε». Το ποίημα παραμένει «ημιτελές». Η ειρωνική, απορριπτική αποστροφή στους τελευταίους στίχους, αποδομεί πλήρως την ρητορική πανουργία του λευκού, μεγαλοαστού, σωβινιστή Άγγλου «ανδρός»!
Έλα όμως που χρονικά, μεταξύ του ποιήματος του Κίπλινγκ και του Αναγνωστάκη, παρεμβαίνει, συνειρμικά, ένα άλλο «Αν»! Εκείνο του Καβάφη:
Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως θέλεις,
Τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ. Αυτή, τη «πατρική» προτροπή του Καβάφη, η οποία αφορά στην αξιοπρέπεια του ηττημένου, ακολούθησε με σεμνότητα στο έργο και το βίο του ο Μανώλης Αναγνωστάκης.
Επιτρέψτε μου τώρα ν’ αναφερθώ εν τάχει σε μιαν ακόμα συστάδα ασύνδετων συνειρμών που απαιτούν πολύ σκέψη και έρευνα: εκείνη που αφορά στους δύο επιγόνους του Πεισίστρατου, γιού του γεννήτορα της Ιατρικής, Ιπποκράτη: αναφέρομαι στο γιατρό Πεισίστρατο ή Γιώργο Χειμωνά – 13 χρόνια νεότερο από τον μεγαλύτερο, Γιατρό Ινεότη, ή Μανόλη Αναγνωστάκη. Ο οποίος, σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Η ποίηση είναι έργο της νεότητας». Σαν πρώτο βήμα, προσφέρεται μια σύγκριση του ποιήματος του Αναγνωστάκη «Η Αγάπη είναι Φόβος» και το απόσπασμα από τον Πεισίστρατο που αρχίζει: «Χτες βράδυ ονειρεύτηκα την αγάπη». Οι διασυνδέσεις, οι αντιθέσεις, τα ουσιώδη πάθη της ψυχής στο δράμα που παίζεται ανάμεσα στο νεαρό «Πεισίστρατο» και τον άλλο του, θα οδηγήσουν εντέλει στη συγγραφή του μυθιστορήματος που διαβάζουμε: Το πορτραίτο ενός συγγραφέα σε νεαρή ηλικία: «μάνα μου μάνα μου... στ’ ορκίζομαι θα γίνω μια μέρα μεγάλος συγγραφέας».
Αλήθεια, τι ρόλο έπαιξε στη ζωή και το έργο του Χειμωνά, ο αδελφός της συντρόφου του Λούλας, Μανόλης Αναγνωστάκης; Στο 18 Κείμενα, εμφανίζονται ταυτόχρονα τα ποιήματα της συλλογής Στόχος του Αναγνωστάκη, και αποσπάσματα από το εν προόδω μυθιστόρημα του Χειμωνά, Ο Γιατρός Ινεότης. Στο ποίημα του Αναγνωστάκη Κριτική, διαβάζουμε στους τελευταίους στίχους:
Λείπει η παρθενικότητα στην έκφραση, το άλλο,
Εν τέλει η πρισματικότης των πραγμάτων – λες
Κι έχετε στο χέρι ένα σφυρί και σαν τους γύφτους
Σφυροκοπάτε αδιάκοπα το ίδιο αμόνι.
Σαν τους γύφτους
Σφυροκοπάμε
Αδιάκοπα
Στο ίδιο αμόνι.

Τα αποσπάσματα που δημοσιεύονται στα 18 Κείμενα από το Γιατρό Ινεότη του Χειμωνά, περιέχουν βέβαια όλα αναφορές στο alter ego του, το γύφτο με το αμόνι που τον συνοδεύει. Σύμπτωση; Έμμεσο σχόλιο του Αναγνωστάκη για τη γραφή του νεότερού του συγγραφέα, ή, εντέλει, η αλλαγή από το τρίτο στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Σαν τους γύφτους/ Σφυροκοπάμε/ Αδιάκοπα/ Στο ίδιο αμόνι», σηματοδοτεί την ταύτιση; Στο σημείο αυτό, αναπόφευκτα, από τα βάθη του πηγαδιού των Αναγνωσμάτων, φτάνουν επίμονα στο νου απόηχοι από το Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά Δεν ξέρω αν, σε αυτούς τους συνειρμούς, αντιστοιχεί κάποιο κλειδί. Ίσως άδικα το ψάχνω. Όμως, πέρα από τη διαφορά στο χρόνο, τη «σχολή», ή τη ιδεολογία των τριών συγγραφέων, η μορφή του απάτριδος, περιπλανώμενου γύφτου ίσως κάπου τους ενώνει: πολύ απλά, θα έλεγα πως είναι η αγάπη, ο βαθύς πόνος και η ευθύνη που μοιράζονται, ο καθείς με τον τρόπο του, απέναντι στην πολυτάραχη ιστορία της πολύπαθης πατρίδας μας.


Διαβάστηκε στην παρουσίαση του τόμου Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση

Χρόνης Μπότσογλου, Απέναντι του βουνού (σπουδή 1η), Αύγουστος 2008, λάδι σε μουσαμά, 40 x 30,3 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου