ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Ορισμένοι γνωστοί μου με ρώτησαν γιατί
αντιδρώ στην απόφαση της Ουγγρικής Ακαδημίας των Επιστημών να κλείσει το
«Αρχείο Lukács» στη Βουδαπέστη. Επειδή η
«συλλογική μνήμη», ιδίως στο πεδίο το επιστημονικού λόγου, ολοένα και γίνεται
ισχνή, ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω τα εξής:
Δηλαδή, κατά το χρόνο της
«μετάβασης» από το «παλαιό» στο «νέο» καθεστώς (ή όπως αλλιώς τα ονοματίσουμε
με ή χωρίς εισαγωγικά) της Ουγγαρίας φιλοξενήθηκα, στο πλαίσιο
των διακρατικών πανεπιστημιακών ανταλλαγών, στο «Lukács Archivum» της Βουδαπέστης (τέλος
Ιουνίου-αρχές Ιουλίου του 1990). Μια δεκαετία νωρίτερα είχα δημοσιεύσει το
βιβλιογραφικό σχεδίασμα: Ο G. Lukács στην Ελλάδα (1980),
το οποίο «αξιοποίησαν» συνεργάτες του περιοδικού Διαβάζω (Απρ.
1981, 42), ενώ το 1982 ως εισαγωγή (κυκλοφόρησε και αυτοτελώς) στην
ελληνική μετάφραση της Τακτικής και Ηθικής δημοσίευσα
το μελέτημα: «G. Lukács. Η ενότητα θεωρίας και πράξης στο κέντρο
της φιλοσοφίας της ιστορίας» (7-42).
Έκτοτε, και ιδίως στη Σοσιαλιστική
σκέψη (1990-1994) και
τα ξενόγλωσσα βιβλία μου δεν περνούσαν απαρατήρητες οι αισθητικές
του αντιλήψεις και ο τρόπος πρόσληψής τους από την εγχώρια διανόηση. Έτσι στη μονογραφία
μου για τον Πατρίκιο αφιέρωσα (2006, 37-38)
ειδικό κεφάλαιο («Γιατί μεταφράζει
τον Lukács;»), ανασκευάζοντας κάποιες ανακρίβειες που
εμφιλοχώρησαν
σε πρόσφατες εργασίες. Όσο για την εισήγησηή μου στο συνέδριο
που οργάνωσε το Universidad de Buenos Aires (15.-17.11. 2004) δημοσιεύθηκε
ήδη στα γαλλικά: «Le problème de la “direction intellectuelle” chez G. Lukács» (Δωδώνη, μέρος τρίτο, ΛΓ΄, 2004,
29-35).
Ίσως χρειάζεται να συνεχίσω
με δύο «επεισόδια». Το πρώτο έχει σχέση με τα Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα (Απρ.-Αύγ. 1844) του Marx που δημοσιεύονται για
πρώτη φορά το 1932, στην DDR
εμφανίζονται το 1953 (στα Άπαντα των Marx και Engels περιλαμβάνονται στον
Α΄ συμπληρωματικό τόμο· 21973) και μεταφράζονται στην ουγγρική
το 1962. Όσο για τον G. Lukács,
χωρίς
να γνωρίζει αυτό το κείμενο, πραγματεύθηκε ήδη στο βιβλίο του Geschichte und Klassenbewußtsein (1923)
το πρόβλημα της «Verdinglichung» με γνώμονα τις αναλύσεις
του Κεφαλαίου. Δηλαδή ο «φετιχισμός του εμπορεύματος»
έφτανε να εξηγήσει τον δομικό
χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας, από
τις εμπορευματικές σχέσεις της οποίας αναδύεται το «αρχέτυπο όλων των μορφών εξαντικειμένισης» (1923).
Ειδικότερα, ο άνθρωπος μπορούσε να νοηθεί έτσι ως «μηχανοποιημένο τμήμα
ενός μηχανικού συστήματος» βιομηχανικής παραγωγής, στο οποίο υποτάσσεται «άβουλα» και καθίσταται «ανήμπορος
θεατής» (1923). Οι μαθητές του Lukács
διώχθηκαν από το καθεστώς, που σκλήρυνε τη στάση του κατά την περίοδο
του Μπρέζνιεφ, και σκόρπισαν στο εξωτερικό έχοντας στις
αποσκευές τους την ιδέα της «δημιουργίας» που υπερβαίνει τα πλέγματα της «αποστερητικής»
εργασίας.
Το δεύτερο σημείο αφορά την εγχώρια γνωριμία με
το έργο του Lukács. Σε μετάφραση Πατρίκιου (ο Κουλουφάκος μεταφράζει, από τα γερμανικά,
το μέρος που αφορά τον Ντοστογιέφσκι και συμβάλλει στην αντιβολή γερμανικής
και αγγλικής έκδοσης) δημοσιεύονται το 1957 οι Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό, δηλαδή ένα χρόνο
μετά τη συμμετοχή τού Ούγγρου φιλοσόφου στην κυβέρνηση της χώρας του που
σχηματίσθηκε κατά την εξέγερση εναντίον των Σοβιετικών. Το ίδιο το κείμενο
(1948· ο ποιητής το προμηθεύτηκε κατά το 1955 από τον Λάμπρο Σκλαβούνο), στο
οποίο προτάσσεται σημείωμα του Roy Pascal από την αγγλική έκδοση,
συνιστά μια διεισδυτική ανάλυση χαρακτηριστικών έργων των Balzac, Stendhal, Zolà, Τολστόι,
Ντοστογιέφσκι και Γκόρκι. Η χρονική όμως συγκυρία της εμφάνισης του στην
Ελληνική προφανώς καθορίζει το όλο εγχείρημα. Βέβαια, η γνωριμία τής εγχώριας
αριστερής σκέψης με το έργο του Lukács είναι αρκετά πρώιμη,
όταν μόλις το 1925 (λανθασμένα γράφεται ότι το πρώτο του κείμενο «απαντά μόλις
to 1956») μεταφράζεται το: «Λένιν, ο μόνος ισάξιος του Μαρξ
θεωρητικός», και συνάμα οριοθετημένη ως αποκλίνουσα, λόγω της «στροφής προς τα
πίσω» και ειδικότερα της χεγκελιανίζουσας άρνησης της «διαλεκτικής στη φύση»
(Ντεμπόριν 1927).
Πάντως, η έναρξη μιας ευρύτερης πρόσληψης του Lukács συντελείται στο χρονικό
διάστημα 1956-1966, κυρίως μέσα από τον περιοδικό τύπο (Επιθεώρηση Τέχνης,
Κριτική, Μαρτυρίες και
Εποχές), ενώ προς το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών και
στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης θα διευρυνθεί η ροή μετάφρασης αυτοτελών
έργων, με εξαίρεση το Νεαρό Χέγκελ και την Καταστροφή τον λόγου, που
απαιτούσαν για την ευόδωση μιας τέτοιας προσπάθειας εξειδικευμένη φιλοσοφική
προπαιδεία. Το ενοποιό, προφανώς, στοιχείο της πνευματικής φυσιογνωμίας του Lukács, κατά την πολυκύμαντη
συγγραφική και πολιτική του πορεία, δηλαδή ο «ανταρτοπόλεμος» (1967) με το
δογματισμό, υπήρξε χωρίς καμιά διχογνωμία απολύτως ευκρινές. Για τούτο αντιμετωπίσθηκε
(1959) ως «αρνητής» του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και ως οπαδός της
«ιδεολογικής συνύπαρξης», ο οποίος ουδέποτε ξεπέρασε την «αστικο-φιλελεύθερη»
κοσμοθεωρία.
Μάλιστα, σε συνδυασμό με την κατανόηση των όρων
συγκρότησης της εγχώριας «ποίησης της ήττας», που από «άποψη συμμετοχής στο
κίνημα» στέκεται «σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο», μνημονεύεται ο Lukács που «χάνει ξαφνικά τον
πολιτικό προσανατολισμό του» καθώς και ο Φαντέγιεφ που αυτοκτονεί (Λειβαδίτης
1966). Ως προς τον τελευταίο ο Πατρίκιος (Μάιος 1956) αποπαίρνει τον αυτόχειρα
γιατί έφυγε «τώρα ακριβώς» που ήταν απαραίτητος:
Μα δεν το σήκωσες το βάρος
των χρόνων που συ καθόριζες
ποιος έπρεπε να πεθάνει
και ποιος να επιβιώσει.
Ο Παναγιώτης Νούτσος
είναι Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων
Λυδία Δαμπασίνα, Ομφαλός, 2015, Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου