29/5/08

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ντίνος Χριστιανόπουλος

επιμέλεια Μάκης Καραγιάννης

τχ. 105, 1/1/2005

Γράφουν: Κώστας Βούλγαρης, Μάκης Καραγιάννης, Θανάσης Μαρκόπουλος, Δημήτρης Κόκορης, Τάσος Καλούτσας, Νίκος Δαββέτας, Γιώργος Χρονάς, συνέντευξη Ντίνου Χριστιανόπουλου



Ο πολίτης Ντίνος Χριστιανόπουλος

Του Κώστα ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση, φιλολογικές εργασίες, βιβλιογραφίες για τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία, μελέτες για ζωγράφους και ρεμπέτες, επί δεκαετίες ψυχή του περιοδικού |Διαγώνιος|, των ομώνυμων εκδόσεων και της Μικρής Πινακοθήκης. Και μόνο οι τίτλοι στη σειρά συνθέτουν -όπως θα έλεγε κι ο Αναγνωστάκης- το πιο ωραίο ποίημα.
Πολίτης της ποίησης, των γραμμάτων και της Θεσσαλονίκης ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, με έντονη, συνεχή και σημαίνουσα παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα, συχνά με μια απροσδόκητη ματιά στα πράγματα. Για πενήντα πέντε συναπτά έτη ασκεί έντονη κριτική σε φαινόμενα, καταστάσεις και πρόσωπα του πνευματικού βίου, όμως η αριστοκρατική του αποστασιοποίηση δεν εδράζεται στην έπαρση, την ισοπέδωση και την αμετροέπεια, δεν εκβάλει σε χολερική διάθεση, αλλά προκύπτει ως ταπεινότητα, μέσα από τη βίωση και την ανάδειξη του ανθρώπινου πόνου, της στέρησης και των βασάνων, σχεδόν πάντα με χαμηλούς τόνους και ύφος, με φωνή παρηγορητικά συντροφική. Προσπερνά, ίσως, αλλά δεν καταργεί τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της εποχής+ έμπλεος αισθημάτων, με οξυδερκέστατες παρατηρήσεις, εστιάζει στη βάση της ζωής και της τέχνης, αρθρώνοντας το δικό του, απολύτως προσωπικό ιδίωμα. Αν θα έπρεπε να τον συσχετίσουμε με άλλες μορφές και πρακτικές, να βρούμε δηλαδή συγγενείς του, θα μπορούσε κανείς να σταθεί στον Νίκο Βέλμο (1890-1930) και το "Άσυλο τέχνης" του, ενώ από τους νεώτερους θα προσέφευγε στον Γιώργο Χρονά και την |Οδό Πανός.| Η όποια "αιρετικότητά" του, ό,τι πιθανόν να αντιμετωπίζεται από κάποιους ως ιδιορρυθμία, δεν είναι παρά αποτέλεσμα της συνεπούς κριτικής στάσης του, η οποία κάποτε εκφράζεται με οξύ τρόπο, όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις θορυβώδεις εκφάνσεις της μεταπολεμικής κρίσης αξιών και προτύπων, π.χ. με τον ακροδεξιών αποκλίσεων ριζοσπαστισμό του Ρένου Αποστολίδη, ο οποίος την ίδια εποχή υπονόμευε τις δυνατότητες μιας πλειάδας νεαρών λογίων της Αθήνας. Αντίθετα, ο Χριστιανόπουλος, ζώντας την εποχή του, ενταγμένος απολύτως εντός της, κατάφερε να δημιουργήσει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο, ένα ολόδικό του, φιλόξενο, γόνιμο και ενεργό "άσυλο" μαθητείας: μέσα του όλοι μεγαλώσαμε.
Δεν θα είχε νόημα να αναζητήσουμε τον "πολιτικό Χριστιανόπουλο", αντίστοιχα με τον "πολιτικό Καβάφη" του Τσίρκα, όμως τώρα που, ούτως ή άλλως, ο ρυθμός της σκέψης και του λόγου αφίσταται από τον αχό της παρέλασης των μεγάλων οραμάτων και το θρήνο της διάψευσής τους, από δίπλα, σε απόσταση αναπνοής, προβάλλει αρκετά καθαρά η διαρκής, συστηματική, και προπάντων ανθρώπινη, κοινωνική ευαισθησία, δεκτικότητα και προοπτική, η σημαίνουσα κριτική στάση του καλλιτέχνη/πολίτη Χριστιανόπουλου.
Όχι γιατί το κάθε "προσωπικό είναι πολιτικό", αλλά γιατί το όποιο πολιτικό δεν μπορεί παρά να προκύπτει από το κοινωνικό και το πνευματικό, είναι σε τελευταία ανάλυση προσωπική υπόθεση και ευθύνη όσων συμμετέχουν στην κοινωνία ως δρώντα υποκείμενα. Η πενηνταπεντάχρονη διαδρομή του Ντίνου Χριστιανόπουλου αφήνει μια σημαντική παρακαταθήκη, έχει εγγράψει μια οργανική σχέση με τα πράγματα: ο δεσπόζων μινιμαλισμός του οδηγείται και οδηγεί με ασφάλεια στη λαϊκότητα, χωρίς να εκπίπτει σε ένα τετριμμένο ελεγείο της καθημερινότητας, χωρίς να τροφοδοτεί κάποια από τις, τόσο ανθηρές εν λογοτεχνία, εκδοχές του λαϊκισμού.
Το αφιέρωμα που ακολουθεί το επιμελήθηκε ο Μάκης Καραγιάννης και επιχειρεί να αναδείξει, στο μέτρο του δυνατού, μερικές από τις πτυχές του έργου, αυτής της πολυσχιδούς, πολύτροπης και πολυσήμαντης προσωπικότητας.


Τόπος και κοινωνική κριτική

Του Μάκη ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Η Θεσσαλονίκη είναι μια προνομιούχος πόλη, γιατί μια αυτόχθων ποιητική και πεζογραφική παραγωγή χαρτογράφησε επαρκώς το πρόσωπό της. Η πόλη ως χώρος και κλίμα, επανέρχεται στο έργο των περισσότερων λογοτεχνών ακόμη και των νεώτερων. Αν ο Ν. Γ. Πεντζίκης τη συνέδεσε με τη βυζαντινή της κληρονομιά, ο Nτίνος Χριστιανόπουλος ψηλάφισε την ερωτική της γεωγραφία.
Ο τόπος, χωρίς συμβολισμούς ή μεταμορφώσεις, γίνεται μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς στην ποίησή του. Το σώμα και ο χώρος, ως σκηνικό του ερωτικού πάθους, συνυφαίνονται σε μια δραματική εμπειρία και συνυπάρχουν στο ποίημα ως οι δυο όψεις ενός νομίσματος. Τα τοπωνύμια, τα οποία διαδοχικά εγγράφονται στην προσωπική ποιητική μυθολογία, πολλαπλασιάζονται για να καλύψουν εν τέλει το πρόσωπο της πόλης. Εγνατία, Έκθεση, Μπαξέ Τσιφλίκι και προπαντός οι Δυτικές συνοικίες, τα "αναχωρητήρια της αγάπης", γεωγραφικά σήματα σαρκωμένα από το βίωμα, αρδεύουν τις περισσότερες ποιητικές του συλλογές.
Οι τοπογραφικές αναφορές περιγράφουν έναν χώρο οικείο, ηδονικό αλλά ταυτόχρονα έκπτωσης και συναλλαγής με τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα. Το εσώτερο τοπίο διαπλέκεται με το εξωτερικό, ο τόπος εμποτίζεται από την περιπέτεια της ψυχής, διαμορφώνοντας μια σχέση βαθιάς ταύτισης με το ποιητικό εγώ. "Μιλώντας για μένα βγαίνει η πόλη και μιλώντας για την πόλη βγαίνω εγώ. Νιώθω στιγμές να είμαι η Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι στο πετσί μου" (ΤΑ ΝΕΑ 26-11-1999).
Μετά τον λυρισμό της γενιάς του '30 και αντιστικτικά προς τις εθνικές αφηγήσεις που εκείνη καθιέρωσε, η ποίηση του Χριστιανόπουλου χωρίς ιδεολογικούς επικαθορισμούς και συλλογικούς μύθους ποντίζει το ποίημα στη σκόνη της καθημερινότητας. Ανακαλύπτει την Ελλάδα μέσα από έναν διαφορετικό και δύσβατο δρόμο. Το ερωτικό βίωμα γίνεται η αφορμή για την εξερεύνηση της κοινωνικής γεωγραφίας, που θα τον οδηγήσει στα γιαπιά και τις λαϊκές συνοικίες. |"Πατρίδα μου σε ντρέπομαι/ εσύ διαρκώς στραγγίζεις/ κι εγώ το βιολί μου// κι όμως παρέα με τ' αγόρια σου/ σε μαθαίνω καλύτερα/ και σε πονάω".| Δεν θα περιηγηθούμε σε Οκτάνες και Ασσίνες. Σε φανταστικούς τόπους ή στ' αρχαία μνημεία αλλά στη σύγχρονη θλίψη. Το κορμί εξερευνά τον τόπο σωματικά, πόντο πόντο, γειώνεται, γίνεται ένα με το χώμα. |"Και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που είχαν κάποτε ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης".|
Ο διάλογος με τον τόπο εκκινεί από το προσωπικό βίωμα αλλά το υπερβαίνει, για να συναντηθεί με τον κοινωνικό χώρο. |"Σταυρούπολη νυχτερινή μου πατρίδα,/ σιτοβολώνα του έρωτα/ ...μονάχα τα τραγούδια σου είναι σκληρά:/ διαρκώς υπενθυμίζουν τον καημό μας".|
Ο λόγος, με την πεζολογική του εκφορά, καίριος, αποφθεγματικός, με έναν ωμό ρεαλισμό που σοκάρει. Από συλλογή σε συλλογή φιλοτεχνείται μια γλώσσα απαλλαγμένη από μεταφορικό φορτίο, η οποία έρχεται να υπηρετήσει την αυθεντικότητα και την αλήθεια του βιώματος. Επιλέγεται η αυτοαναφορικότητα, χωρίς μάσκες και λογοτεχνικά προσωπεία, και μια ποιητική ηθική που θέτει προγραμματικά ως στόχο το ρεαλισμό.
Δεν έχει επαρκώς επισημανθεί η κοινωνική διάσταση της ποίησης του. Η έως τώρα κριτική τον ανέγνωσε, κυρίως, ως ερωτικό ποιητή. Αυτή είναι, ασφαλώς, η κυρίαρχη πλευρά, παράλληλα όμως, όλο το έργο του είναι διάστικτο από σήματα κοινωνικής ευαισθησίας και οπτικής των πραγμάτων από την πλευρά των ηττημένων. Μια ευθύβολη κοινωνική κριτική, η οποία ξεκινάει από την παρατήρηση και φθάνει μέχρι τον χλευασμό, κάνει αισθητή την παρουσία της. |"Τα πρόβατα απήργησαν/ ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής"|. Ο κοινωνικός διαχωρισμός δεν γίνεται με βάση οικονομικούς ή ιδεολογικούς όρους αλλά ψυχικούς. Η αδελφότητα των στερημένων ενάντια σε όλους τους βολεμένους. |"Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,/ γίνομαι ένα με τους τσακισμένους".| Γι' αυτό, αν και οι παραδεδομένες ιδεολογίες ξεθωριάζουν, η ποίησή του διατηρεί την επικαιρότητά της.
Το ποιητικό του σύμπαν θεμελιώνεται πάνω στη διαρκή ενοχή και την εξομολόγηση. Ο κοινωνικός καημός βιώνεται παρόμοια με τον ερωτικό: ως τύψεις, ως αγκίδα που δε βγαίνει και τον ενοχλεί. Ο ιδιωτικός και δημόσιος χρόνος διαλέγονται και συμπλέκονται. Από την τομή των δυο προκύπτει ο μηχανισμός από τον οποίο αναδύεται το ποίημα, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. |"...Άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,/ άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,/ κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαϊρια."|
Το στοιχείο της ιθαγένειας και η κοινωνική διάσταση ολοκληρώνουν την εικόνα της ποίησής του. Ακόμη και το ερωτικό βίωμα έχει τη δραματική ένταση και το βάθος, τα οποία σταλάζουν μιαν αλήθεια τραχιά και περισσότερο αντιπροσωπευτική. Χωρίς αναπαυτικούς λυρισμούς και παραμυθητικές ψευδαισθήσεις. Μετά τον διάπλου της "ακολασίας" και της έσχατης αμαρτίας, με την ηθική και την ενοχή ως βρόχο στο λαιμό.

Ο Μάκης Καραγιάννης είναι δοκιμιογράφος και συνεκδότης του περιοδικού της Κοζάνης Παρέμβαση



Η ενοχή του χορτάτου

Του Θανάση Ε. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η αγωνία ψυχής που συνέχει τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της |Εποχής των ισχνών αγελάδων| (1950) συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα της πρώτης αυτής συλλογής του Χριστιανόπουλου. Πρόκειται για την αγωνία της ενοχής, η οποία πηγάζει από τη διάσταση ανάμεσα στις ερωτικές ανάγκες του σώματος και τη χριστιανική ηθική, απότοκο της θητείας στα κατηχητικά της Κατοχής και του Εμφυλίου. Όσο ο ποιητής δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του, γεγονός που αντανακλάται στη χρήση μύθων και προσωπείων, ευλόγως κατατρύχεται από το αίσθημα της παράβασης ενός κώδικα ηθικού που κατατρέχει την ερωτική ιδιοτυπία. Αφότου όμως επιλέγει να δημοσιοποιήσει τις πληγές |(Ξένα γόνατα)|, παύει να έχει και το αίσθημα αυτής της ενοχής. Τώρα η ενοχή είναι άλλης τάξης: ενοχή για τη μάνα που ξάγρυπνη τον περιμένει να γυρίσει από την ερωτική περιπλάνηση ("Τύψεις")~ ενοχή για την αγνόηση της πατρίδας ("πατρίδα μου σε ντρέπομαι") ή των ανθρώπων που πεθαίνουν για ιδανικά ("Η αγκίδα")~ ενοχή τέλος για τον ερωτικό χορτασμό, όταν οι άλλοι θητεύουν στη στέρηση ("Ενός λεπτού σιγή"). Η τελευταία περίπτωση παραπέμπει σε μια κοινωνική διαστρωμάτωση ερωτικού χαρακτήρα, εντός του ίδιου ποιήματος μάλιστα. Αφενός οι αστοί, οι χορτάτοι, κι αφετέρου οι στερημένοι, οι προλετάριοι.
Χορτάτοι είναι όσοι κάλυψαν τις ανάγκες. Είναι εκείνοι που βρήκαν τον άνθρωπό τους και μπορούν πια να σβήνουν την δίψα τους ("Ενός λεπτού σιγή")~ εκείνος που έκανε μια νέα γνωριμία και γράφει πάλι τραγούδια της αγάπης ("Διάλειμμα χαράς")~ κι ακόμα, οι τρυφεροί εραστές, που οδεύουν στις ερημιές και επιδίδονται σε περιπτύξεις ("Οι δράκοι"). Οι χορτάτοι δεν είναι παρά οι ευδαίμονες. Περισσεύουν οι περιφράσεις που αποδίδουν την ευπορία τους.
Σπανίζουν, αντίθετα, οι περιφράσεις για τους προλετάριους του έρωτα. Ετούτοι είναι απλώς απεγνωσμένοι ("Ενός λεπτού σιγή"), στερημένοι και πεινασμένοι ("Ό,τι κορόιδευα"), δυστυχισμένοι ("Διάλειμμα χαράς"). Ελάχιστες φορές η θέση τους αποδίδεται λεπτομερέστερα. Αυτές είναι οι όχθες κι ο ποιητής μοιρασμένος στα δυο.
Είναι αλήθεια πως σαν βολεμένος νιώθει ενοχές. Ενίοτε μάλιστα τόσο ισχυρές, που φτάνει στο σημείο να ζητήσει συγγνώμη από τους δυστυχισμένους, γιατί δεν μπόρεσε να νιώσει τον πόνο τους σαν πόνο δικό του. Ακόμα, μες στη βολή του αισθάνεται ξένος προς την κοινότητα των απόκληρων. Άλλωστε κι εκείνοι τον απωθούν, κι ας συμπάσχει στο δράμα τους. Κι όλα αυτά με τη χρήση του πρώτου προσώπου, που όμως απευθύνεται σε αναγνώστη απρόσωπο.
Την ενοχή του χορτάτου ωστόσο εκφράζει ο ποιητής κι από τη σκοπιά των πεινασμένων. Εδώ καταφεύγει στο δεύτερο πρόσωπο ("Ενός λεπτού σιγή"), ενίοτε και στην κλητική προσφώνηση ("Οι δράκοι"). Ένας αθέατος ομιλητής βάζει απέναντι τους χορτάτους και θέτει επιτακτικά το ζήτημα της ενοχής τους. Το πέρασμα από τον πρωτοπρόσωπο λόγο του χορτασμένου στον απρόσωπο του πεινασμένου μοιάζει απρόσμενο, εκτός κι αν ο ποιητής δεν ανήκει πια στους στερημένους. Διαφορετικά θα περίμενε κανείς μια προκλητικότερη έκφραση, διόλου ανοίκεια στο Χριστιανόπουλο, κι όχι το ήπιο παράπονο και τη νηφάλια σκέψη.
Σε κάθε περίπτωση ο Χριστιανόπουλος αισθάνεται τύψεις και ζητάει συγχώρηση από τους απεγνωσμένους, γιατί ευδαιμονεί εν μέσω της δυστυχίας τους, ενώ την ίδια στιγμή διεκδικεί για λογαριασμό τους την αλληλεγγύη των χορτασμένων. Αναμφισβήτητα ο ποιητής βίωσε επώδυνα τη στέρηση του έρωτα, όπως καταδεικνύει το σύνολο έργο του. Πιθανότατα αυτός να 'ναι ο λόγος που βρίσκει τη δύναμη να θυμάται τους ομοιοπαθείς μέσα στην ευπορία του. Ή μήπως ξέρει κατά βάθος πως η ευδαιμονία στην ιδιόρρυθμη συντροφική του σχέση είναι μονάχα πρόσκαιρη και πως κάθε στιγμή ενδέχεται να βρεθεί στη θέση του αποσυνάγωγου;
Το ποίημα πάντως που εκφράζει αριστοτεχνικά την ενοχή του χορτασμένου είναι το "Ενός λεπτού σιγή": "Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας/ κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,/ έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,/ ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,// κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,/ έστω και μια φορά;/ είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή / για τους απεγνωσμένους;"


Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ποιητής και κριτικός




Στη Διαγώνιο

Της Μαρίας ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον πλησίασα εκείνο τον καιρό που οι μπροστινές σόλες των παπουτσιών του έχασκαν σαν το ανοιχτό στόμα του κροκόδειλου και οι γιακάδες των πουκαμίσων του ήταν λιωμένοι από απ' την πολυκαιρία, τότε που μου είπε μια μέρα: "όταν δεν θα 'χω να φάω, θα κάτσω σε μια γωνιά της Τσιμισκή και θα ζητιανεύω...". Τέτοια ομολογία έσπαζε κόκαλα και τάραξε τα σωθικά μου.
Ναι, παπούτσια για πέταμα και τριμμένοι γιακάδες αλλά, και το περιοδικό, και οι εκδόσεις, και "Η μικρή πινακοθήκη Διαγώνιος" καλά κρατούσαν και άνθιζαν όλο και περισσότερο, πάντα με προσωπική του θυσία.
Όταν πήγαινα να δω κάποια καινούργια έκθεση και τύχαινε να 'ναι μόνος και κάτι να γράφει, πάντα στο γραφειάκι του με το πορτατιφάκι μόνο αναμμένο, σηκωνόταν κι έλεγε: "να σ' ανάψω... μωρό μου...", άναβε δηλαδή τα φώτα και τα προβολάκια για να απολαύσω τις ζωγραφιές, αυτό το πανόραμα της ομορφιάς, και –γιατί να μην το πω μια και είναι αλήθεια;- της προσιτής σε όλους μας απόκτησής της, κι αυτό επειδή ο Χριστιανόπουλος δεν επέτρεπε στους ζωγράφους τις υψηλές τιμές στα έργα τους. Τώρα, πού ν' αγοράσεις πίνακα από γκαλερί..., τέρμα τα δίφραγκα, που λένε, κι όσοι Θεσσαλονικείς πρόλαβαν κι απόκτησαν αυτή την ομορφιά μέσα στο σπίτι τους, τυχεροί, σαν εμένα.
Μετά το κλείσιμο της Διαγωνίου, το ραντεβού του Χριστιανόπουλου, ανά δεκαπενθήμερο στο καφέ "Τόττης", στην πλατεία Αριστοτέλους, με τέσσερις-πέντε, το πολύ, φίλους του παλιού περιβάλλοντος του, δεν ήταν το ίδιο. Έλλειπε η αίσθηση από κείνη την αλλοτινή ατμόσφαιρα της Διαγωνίου, στερούνταν η ματιά μας την ομορφιά της τέχνης που εκεί μας περιέβαλε και μας γοήτευε, είχαν γίνει διαφορετικά, θαρρείς, και τα λόγια εκείνα που άλλοτε υπήρξαν λαμπερά, εποικοδομητικά, μέσα σε μια ιλαρότητα πολλές φορές, σ' εκείνον τον φιλόξενο μικρό χώρο όπου μεγάλωνε η ψυχή μας και γιατρεύονταν η μοναξιά και η κατάθλιψη του καθενός μας. Τώρα, ξένα πρόσωπα, ξένες ομιλίες, αδιάφορες, ξένο σπίτι. Πήγα κάνα δυο φορές στην παρέα κι αυτό ήταν όλο. Ό,τι τελειώνει, τελειώνει, είπα μέσα μου.

Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου είναι ποιήτρια και πεζογράφος


Ο κύριος Ντίνος Χριστιανόπουλος

Του Γιώργου ΧΡΟΝΑ

Αν γνώριζα μόνο τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, χωρίς να γνωρίζω τον ίδιον, θα γνώριζα μόνο την μισή αλήθεια. Αν γνώριζα τον ίδιο, χωρίς να γνωρίζω την πόλη, όπου ζει και εργάζεται από τότε που γεννήθηκε, το 1931, θα ήταν μια εικόνα ψευδής. Τον συνάντησα στο γραφείο της "Διαγωνίου" τον Σεπτέμβριο του 1973, λίγο πριν είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο, αυστηρός και διορθώνοντάς με συνεχώς με έβαλε σε σκέψεις.
Κάποτε πίστευα πως η Θεσσαλονίκη μοιάζει με τον Πειραιά, που γεννήθηκα, άλλοτε με την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, το Μιλάνο, την Νέα Υόρκη -είναι στον ίδιο παράλληλο-, τελευταία βρήκα πως μοιάζει με την Λισσαβόνα του Πεσόα. Κι ο Χριστιανόπουλος, αν δεν ήταν γνωστός, ίσως να έμοιαζε με τον Φερνάντο Πεσόα, μια και του πάνε οι μοναχοί, οι αναχωρητές, ο Παπαδιαμάντης, ο Σολωμός -Πεσόα κι αυτοί της Ελλάδος.
Κάθε φορά που επέστρεφα στα ποιήματά του, μία κίνηση δρόμου και οι γνώσεις της ζωής, όπως τις μαθαίνει κανείς περπατώντας σε έρημα στενά και στο κρύο, ψάχνοντας μια συνάντηση - που δεν φτάνει - μου έδειχναν το δρόμο. Άλλοτε νόμιζα πως ακούω τραγούδια λαϊκά, άλλοτε άσματα στρατιωτών που έχουν μεθύσει και μιλούν πέρα από τα όρια χωρίς να υπολογίζουν. Η αλήθεια τους -η αλήθεια του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου -είχε μπει στη ζωή μου. Ζούσα κι εγώ μία ανάλογη ζωή εδώ -στα νότια μέρη. Βάδιζα τα ίδια μονοπάτια τα βράδια. Κάποτε μέσα στη νύχτα τον είχα συναντήσει -στη Θεσσαλονίκη- στα μέρη όπου γράφει στα ποιήματά του. Τι δύσκολο να ζεις και να πεθαίνεις μέσα στην τέχνη σου -που είναι η ζωή σου;
Τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου ακόμη και σήμερα σκανδαλίζουν -ποιους; Όχι εμάς αλλά όλους όσους φοβούνται και υποφέρουν με τα παρακάλια των δειλών -που λέει ο ποιητής. Αυτά τα ποιήματά του ακόμα και σήμερα έχουν μια καθαρότητα, και μια αχτίδα φωτός πέφτει, όπως στα έργα ζωγραφικής, στο σκοτάδι.
Ίσως ο Χριστιανόπουλος να μην ήταν αυτό που είναι, αν δεν είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Αυτή η πόλη του έδωσε τα πάντα. Του πήρε τα πάντα. Τι κέρδισε; Την ηρεμία της ψυχής του. Της τέχνης του.
Μερικές φορές νομίζω πως χαμένα τα αγάλματα και οι απεικονίσεις των ένδοξων αγγείων, από όσα γράφονται και ακούγονται, ζητούν από τους νυχτοφύλακες τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου για να περνούν τις νύχτες τους -όταν αναπαύονται από τις αλησμόνητες στάσεις των σωμάτων τους πάνω σε βάθρα και γυάλινες προθήκες.

Υ. Γ.
1. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος παραμένει εξίσου μελετητής της λογοτεχνικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης, κι όχι μόνο, όπως και του Τσιτσάνη -που τον συγκρίνει με τον Καβάφη-, του ρεμπέτικου τραγουδιού, οι αυτοβιογραφικές του σημειώσεις, συνεντεύξεις και άλλα στοιχεία συμπληρώνουν την γεμάτη ζωή του από τότε που γεννήθηκε, τόσο όσο να συμπεραίνει κανείς πως πάντοτε έγραφε, διάβαζε και αναπαυότανε για να συνεχίσει την επομένη.
2. Κάποτε τον είδα -δεν με έβλεπε- να σκύβει στη βρεμένη άσφαλτο του Λευκού Πύργου, με δέος να πιάνει στα χέρια του ένα σκοτωμένο περιστέρι και να το μοιρολογεί. Και τότε είχα άλλη μία όψη του μπροστά μου.

Ο Γιώργος Χρονάς είναι ποιητής και διευθυντής του περιοδικού |Οδός Πανός|



Ποιητική και πεζογραφική ταυτότητα

Του Δημήτρη ΚΟΚΟΡΗ

Από την ποίηση και την πεζογραφία του Χριστιανόπουλου δεν λείπουν τα βιωματικά στοιχεία (αντιθέτως, στα περισσότερα κείμενά του αυτά κυριαρχούν), αλλά χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι η ποίησή του είναι νεοτερική (μοντέρνα), ενώ η πεζογραφία του από πλευράς τεχνοτροπίας είναι παραδοσιακή. Ίσως πρόκειται για δύο πτυχές της λογοτεχνικής του ευαισθησίας, που δεν αρκούνται στις γνωστές και βασικές διαφοροποιήσεις της ποιητικής από την πεζογραφική έκφραση, αλλά αποκρυσταλλώνονται και ως τεχνοτροπικές επιλογές, καθοριζόμενες από την προσωπική αίσθηση του δημιουργού για το καθένα λογοτεχνικό είδος.
Ο Χριστιανόπουλος εκκινεί ως νεοτερικός ποιητής με την |Εποχή των ισχνών αγελάδων| (1950), αξιοποιώντας και μία γνωστή τεχνική στο χώρο του μοντερνισμού μέθοδο, κατά την οποία συνδέει τα βιβλικά (Μαγδαληνή, Μαρία η Αιγυπτία, Παύλος κ.ά.) και τα μυθικά (Αντιγόνη, Οιδίπους) πρόσωπα με τα δικά του βιώματα, δίνοντάς τους και διαχρονικές προεκτάσεις. Από τα |Ξένα γόνατα| (1954) και εξής διανύει βήματα προς τον ποιητικό ρεαλισμό και κατακτά τη νεοτερική ποιητική ταυτότητα με έναν τρόπο που διαφέρει από τους νεοτερικούς τρόπους των εκπροσώπων της γενιάς του '30: Κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος, ενίοτε με έμμετρους υποτονισμούς (ο Χριστιανόπουλος τον οδηγεί στην ακραία του απόληξη, δίνοντας και ποιήματα σε πεζό -|Νεκρή Πιάτσα|, 1981. Τα έμμετρα ποιήματα -|Το αιώνιο παράπονο|- που γράφτηκαν για να γίνουν τραγούδια, συγκροτούν μια εξαίρεση). Το λεξιλόγιο είναι απλό, καθημερινό, η δραματικότητα (υπό την έννοια της πυκνής διαδοχής στοιχείων μέσα στο ποίημα) παραμένει υψηλόβαθμη. Ωστόσο, το "ξάφνιασμα" που ο επιζητεί ο μοντερνισμός, εδώ δεν προέρχεται από μερική διάσπαση της έλλογης τάξης και από διανοητική σκοτεινότητα, αλλά από την εντυπωσιακά λιτή και συνάμα τραγική απογύμνωση του υπαρξιακού-βιωματικού πυρήνα. από την αποκάλυψη των πληγών της ύπαρξης, η οποία ποιητικά πραγματώνεται με λεκτική συμπύκνωση και με εκδίωξη της γλαφυρότητας και κάθε εξεζητημένου ("ποιητικού") στολιδιού. Το ξάφνιασμα δεν είναι και δεν ήταν μικρό, ιδίως για την αναγνωστική κοινότητα των δεκαετιών του '50 και του '60, που ακόμη και όταν είχε εμπειρία μοντέρνας ποίησης, είχε εθιστεί στις |"λαμπρές ποιητικές εικόνες και τα σπάνια επίθετα [...] σε ένα ποιητικό κλίμα κορεσμένο από δαντέλες και κουρτίνες, αγάλματα και αμφιλύκες"| (Ντ. Χριστιανόπουλος, |Αποθήκη Α'|, εκδόσεις Διαγωνίου, 1978, σ. 12).
Ο ρεαλισμός, ο οποίος στα ποιητικά δρώμενα της μεταπολεμικής εποχής περιείχε νεοτερική φόρτιση, δεν ήταν δυνατό να εκπέμπει ανάλογη τεχνοτροπική αύρα στον πεζογραφικό χώρο, στον οποίο, ως γνωστόν, είχε παλαιόθεν εμφιλοχωρήσει. Τα διηγήματα της |Κάτω Βόλτας| (1963), η προσπάθεια για αποτύπωση και σπουδή του λαϊκού λόγου |(Παραμύθια|, 1989), τα αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα |(Θεσσαλονίκην, ού μ' εθέσπισεν|, 1999, Εγώ, φαντάρος στο χακί, 2003), καθώς και τα "μικρά πεζά" που συγκροτούν τους |Ρεμπέτες του ντουνιά| (1986), στα οποία συνυφαίνονται ιστορικά και βιωματικά στοιχεία και φορτίζονται από "κοφτές", ρυθμικά λειτουργικές φράσεις, ελκύουν, συγκινούν ή και ξαφνιάζουν με τα θέματα και την πλοκή τους, αλλά δεν ξαφνιάζουν με την τεχνοτροπική υφή τους, η οποία λειτουργεί αποκλειστικά μέσα στα όρια της παραδοσιακής αφήγησης. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος, εξαιτίας του οποίου οι ποιητικές καταθέσεις του Χριστιανόπουλου, που αναδίνουν και το άρωμα της νεοτερικότητας, έχουν εγγραφεί εξεχόντως και λειτουργικότερα στον μεταπολεμικό λογοτεχνικό κανόνα, ενώ η καθόλου αμελητέα πεζογραφική του παραγωγή, που σε γενικές γραμμές αξιοποιεί τρόπους της παραδοσιακής αφήγησης -ανεξαρτήτως αν αυτό είναι αναγνωστικά και κριτικά δικαιωμένο- εκλαμβάνεται σαν απλό συμπλήρωμα μιας στιβαρής ποιητικής παρουσίας.

Ο Δημήτρης Κόκορης είναι διδάκτωρ φιλολογίας και ειδικός επιστήμονας στο ΑΠΘ.

Χρονολόγιο

Ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1945 με το ποίημα "Παράπονο ξενιτεμένου" (περ. |Ελληνόπουλο|, τχ. 27), το οποίο υπέγραψε με το παιδικό ψευδώνυμο "Χριστιανόπουλο". Το πρώτο δημοσιευμένο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο είναι η "Βιογραφία" (περ. |Μορφές|, τχ. 3, 1949), το οποίο υπογράφει ως "Ντίνος Χριστιανόπουλος".
Το 1949 μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1954 πήρε πτυχίο κλασικής φιλολογίας. Κατά τα έτη 1955 και 1956 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (1957-1965), ως επιμελητής τυπογραφικών δοκιμίων και ως γκαλερίστας. Ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό |Διαγώνιος| (1958-1962, 1965-1969, 1972-1976, 1979-1983), τις "Εκδόσεις Διαγωνίου" (1957-1998) και τη Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος" (1974-1996). Δημοσίευσε πολλά λογοτεχνικά και φιλολογικά έργα. Το 1998 ίδρυσε το λαϊκό συγκρότημα "Η Παρέα του Τσιτσάνη", στο οποίο τραγουδάει και ο ίδιος.
Γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιός, απουσίασε από την αγαπημένη του πόλη λίγες φορές και για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Έμεινε σε αρκετές γειτονιές του κέντρου της Θεσσαλονίκης, και ακόμη στην Κάτω Τούμπα και στη δυτική άνω πόλη. Σημερινή γειτονιά του, οι Σαράντα Εκκλησιές.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η συγκεντρωτική έκδοση |Ποιήματα| (Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Διαγωνίου, 31998) περιλαμβάνει τις ποιητικές συνθέσεις: |Εποχή των ισχνών αγελάδων| (1950), |Ξένα γόνατα| (1954), |Ανυπεράσπιστος καημός| (1960), |Προάστια| (1962-αργότερα ονομάστηκε οριστικά |Ο αλλήθωρος)|, |Το κορμί και το σαράκι| (1964), |Προάστια| (1969-αργότερα συγχωνεύτηκε με τον |Ανυπεράσπιστο καημό)|, |Το κορμί και το μεράκι| (1970-αργότερα συγχωνεύτηκε με |Το κορμί και το σαράκι)|, |Ιστορίες του γλυκού νερού| (1980-αργότερα συγχωνεύτηκαν με |Το κορμί και το σαράκι)|, |Το αιώνιο παράπονο| (1981), |Νεκρή πιάτσα| [πεζά ποιήματα] (1981 με τον τίτλο "Νέα ποιήματα").
Αρκετές συλλογές στη συγκεντρωτική έκδοση |Ποιήματα| είναι εμπλουτισμένες σε σχέση με την πρώτη τους έκδοση και ορισμένα ποιήματα έχουν αναθεωρηθεί ή και μετατοπιστεί σε άλλες συλλογές. Υπάρχει ακόμη και η συλλογή |Η πιο βαθιά πληγή|, Παιανία, Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, 22001 (α' εκδ. Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Διαγωνίου, 1998).

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Λογοτεχνικά:
|Η κάτω βόλτα|. Διηγήματα, Θεσσαλονίκη, Ιανός, ^6^2004 (α' εκδ. 1963).
|Οι ρεμπέτες του ντουνιά. Μικρά πεζά|, Θεσσαλονίκη, Ιανός, ^3^2004 (α' εκδ. 1986).
|Παραμύθια. Σπουδές λαϊκού λόγου|, Παιανία, Μπιλιέτο, ^3^2001 (α' εκδ. 1989).
Αυτοβιογραφικά:
|Θεσσαλονίκην, ού μ ' εθέσπισεν... Αυτοβιογραφικά κείμενα|, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1999.
|Εγώ, φαντάρος στο χακί... Αναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία|, Παιανία, Μπιλιέτο-9,58 FM, 2003.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

|Εντευκτήριο| [μεταφράσεις ποιημάτων, πεζογραφημάτων και δοκιμίων], Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Διαγωνίου, ^4^1989 (α' εκδ. 1966).
|Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο|, Αθήνα, Το Ροδακιό, 1997.

ΜΕΛΕΤΕΣ
Οι μελέτες του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που βγήκαν σε βιβλία, είναι περί τις εξήντα (60). Εδώ παραθέτουμε τους τίτλους μερικών από τις σημαντικότερες.
Για την πνευματική Θεσσαλονίκη και Μακεδονία:
|Έκθεσις βιβλίων περί Θεσσαλονίκης| [=Θ. στο εξής] (1962), |Τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θ.|, 1921-1924 (1975), |Ελληνικές εκδόσεις της Θ. επί τουρκοκρατίας| (1980), |Η ποίηση στη Θ. από το 1913 ως το 1940| ( ^1^1980, ^2^1997), |Η ποίηση στη Θ. από το 1913 ως το 1940| (1986), |Εκατό χρόνια λογοτεχνικού περιοδικού στη Θ., 1889-1989| (1989), |Οι προγραμματισμένοι στο χαμό: Ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θ.| (1990), |Ελληνικές εφημερίδες Θ. επί τουρκοκρατίας| (1992), |Η λογοτεχνία στη Δράμα, 1819-1935| (1992), |Λογοτεχνικά περιοδικά Θ.,1889-1954| (1995), |Λογοτεχνικές εκδόσεις μακεδονικών πόλεων πλην Θ., 1879-1950| (1998), |Τα παλιά βιβλιοπωλεία της Θ.| (1999), |Η λογοτεχνία στη Θ., 1850-1950: σύντομο διάγραμμα| (1999), |Ελληνικές εκδόσεις μακεδονικών πόλεων πλην Θ., 1759-1913| (2000), |Τα ελληνικά τυπογραφεία της Θ. επί τουρκοκρατίας| (2000), |Ανθολογία Μακεδόνων ποιητών, 1860-1913| (2001), |Από την πνευματική ιστορία των Σερρών, 1850-1950| (2001), |Καλλιτεχνικά Θεσσαλονίκης: μελέτες| (2002), |Η ποίηση στη Θ. κατά τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας| (2003), |Ο Παύλος Μελάς σε ποιήματα Μακεδόνων ποιητών| (2004).
Για το ρεμπέτικο και τη λαϊκή ποίηση:
|Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού| (1961), |Εισαγωγή στα ρεμπέτικα| (1991 η προηγούμενη εργασία ξαναπλασμένη), |Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του, 1932-1946| (1994), |Τσιτσάνης και Τρίκαλα| (1999), |Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη| (1999), |Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί γερμανικής κατοχής| (2001), |Δημοσιεύματα για το ρεμπέτικο, 1942-1968| (2003), |Στιχάκια του στρατού| (2004).
Για θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας: |Αποθήκη Α'| (βιβλιοκρισίες, 1978), |Συμπληρώνοντας κενά: Σολωμός-Καβάφης-Καββαδίας-Δούκας-Λαούρδας| (1988), |Διονυσίου Σολωμού: Οι ωραιότεροι δεκαπεντασύλλαβοι| (1998), |Ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" του Διονυσίου Σολωμού και οι ξενόγλωσσες μεταφράσεις του| (1998, σ. 137-214), |Δοκίμια| (συγκεντρωτική έκδοση, 1999), |Μελέτες για τον Σολωμό| (2001).

Δημήτρης Κόκορης


Η κάτω βόλτα

Του Τάσου ΚΑΛΟΥΤΣΑ

Ήδη από το 1954 |(Τα ξένα γόνατα)| ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναζητά μια έκφραση ρεαλιστική και απογυμνωτική. Τα χαρακτηριστικά της, όπως διαπιστώνουμε στο "Χαλασμένο στομάχι" (1955), είναι η δραματική ένταση και η επιμονή στην ερωτική ιδιαιτερότητα. Το "Ενώ εγώ..." που μας εξομολογείται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, στις τελευταίες αράδες του διηγήματος εγκαινιάζει μια ενότητα ("Ο κ. Γαρύφαλλος", "Οι χαρχάλες", "Διακοπές στην Αθήνα"), όπου το ερωτικό βίωμα αποψιλώνεται από το πλούσιο αίσθημα του και κατασταλάζει σε μια πικρία, που εντείνεται από την οδυνηρή συνείδηση και βίωση της εκτροπής.
Ο καλοδουλεμένος λόγος, η σαφήνεια και η οικονομία της έκφρασης, η παραδοσιακή δομή, είναι τα απλά μέσα που τον βοηθούν να εκθέσει, άμεσα ή μέσα από εύθραυστα προσωπεία, με ειλικρίνεια και τόλμη, την αλήθεια του. Όμως στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, όπως έχω ξαναπεί^1^, η πορεία προς το προσωπικό ύφος ισοδυναμεί με πορεία ηθική. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη προσπάθεια, που, με κινητήριο μοχλό την αυτογνωσία, θα επιθυμούσε τη μετατόπιση των όποιων αποτελεσμάτων της από το πλαίσιο της τέχνης στο πεδίο της πραγματικής ζωής. Η συνειδητά ευανάγνωστη γραφή και ο τρόπος που ο συγγραφέας διαχειρίζεται την ατομική του περίπτωση, προσδίδοντας ηθική διάσταση σ' αυτήν την πρόζα, είναι στοιχεία που πλαταίνουν τα όριά της κι εξασφαλίζουν την μεγαλύτερη απήχησή της.
Έτσι, αντίθετα ίσως απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, στην ενότητά "Καθαρός ουρανός" ("Ο χιλιαστής", "Ο Χίλιος", "Ο Φώτης") που αφορά τη ζωή το στρατό, κάθε αδιάκριτη νύξη ανορθόδοξου ερωτισμού έχει επιμελημένα αποφευχθεί. Μια διάχυτη τρυφερότητα και αγνότητα αισθημάτων εξακτινώνονται προς τον άλλον. Είναι φανερό, ότι ο αφηγητής του διψά για μια ζωή υποταγμένη σε κανόνες και κώδικες ηθικής (οπωσδήποτε όχι κοντόφθαλμης). Οι ήρωες που περιγράφει ξεχωρίζουν για το ψυχικό μεγαλείο τους και το μεράκι για την τέχνη τους. Είναι λαϊκά παιδιά, (τεκμήριο της γνησιότητας τους), που αναλώνονται στην υπηρεσία του συνόλου χωρίς καμιά ουσιαστική ανταμοιβή. Κι αυτό προσδίδει μια ευρύτερη κοινωνική διάσταση σ' αυτά τα κείμενα. Ο αφηγητής, παρόλο που παραμένει δέσμιος της προσωπικής του μοίρας, είναι σε θέση να σκεφτεί τον διπλανό του που υποφέρει ("Ο χιλιαστής").
Η απουσία ηθικών αρχών στη συμπεριφορά ενός ήρωα, ενεργοποιεί ένα άλλο γνώρισμα του συγγραφέα, τη χρήση της σάτιρας ("Η καπετάνισσα"). Στο "Οι Γότθοι στη Θεσσαλονίκη" (1996), που προστέθηκε στα "Ιστορικά" (Ιανός, έκτη έκδοση, 2004), μπορεί ο ηνίοχος Παυλίνος ν' αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου, εξαιτίας της σχέσης του με τον Γότθο οινοχόο Βουτέριχο, ωστόσο ο κόσμος τον λατρεύει~ όταν ο Βουτέριχος τον εξευτελίζει και τον κακοποιεί, ο λαός ξεσηκώνεται και τον κάνει κομμάτια. Με τίποτα ωστόσο δεν δικαιολογείται η θηριώδης αντίδραση του χριστιανού αυτοκράτορα (Θεοδοσίου του Μεγάλου), που "μαγείρεψε" και διέπραξε "εν ψυχρώ", με τους Γότθους, ένα "ομαδικό έγκλημα" κατά των Θεσσαλονικέων. Αυτή η συμπεριφορά στηλιτεύεται, ενώ με την αποστροφή του τέλους καταδικάζονται παρόμοιες αποτρόπαιες πράξεις που υπονομεύουν, διαχρονικά, την υπόσταση των λαών και αποδίδονται προφανώς στα εκάστοτε αφεντικά της εξουσίας και τα τυφλά ενεργούμενά τους.
Τέλος, όσον αφορά την πνευματική ζωή και το "ισνάφι", ο Χριστιανόπουλος προκρίνει πάλι ηθικά κριτήρια, συνδέοντας ευθέως το ήθος του δημιουργού με την ποιότητα του έργου του. Ο Μακρυγιάννης ήταν σεμνός "ντόμπρος και αχάλαστος λαϊκός άνθρωπος" (σ.94)~ έστω με καθυστέρηση δικαιώθηκε στο τέλος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο τελευταίο διήγημα του "Επίτιμος διδάκτωρ" (2003). Ο Ν. Δελιαλής, λαϊκός τύπος, σχεδόν αγράμματος, αν και διευθυντής βιβλιοθήκης, όμως με "μυαλό ξουράφι", πιπεράτο χιούμορ, ένας "μπαξές" στη συναναστροφή, με έργο πολυτιμότατο (χάρη στην πολύχρονη, συστηματική και υπεράνθρωπη δουλειά του), όταν έρχεται η στιγμή της αναγνώρισης τρέπεται σε φυγή, λες και με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα διακυβεύεται η ακεραιότητα του.
Ξεκινώντας λοιπόν να μιλάμε για μια αφηγηματική δοκιμή, που έχει ως πυρήνα της το ιδιαίτερο ερωτικό βίωμα αλλά συνάμα κρηπίδα ασφαλή και εφαλτήριο την αυτογνωσία, πού καταλήξαμε; Σε μια πλειάδα αρετών που προβάλλονται στο πλαίσιο αυτών των μικροαφηγήσεων, όπως η αθωότητα, η φιλία, η αφοσίωση, η αμνησικακία, η ειλικρίνεια, η γνησιότητα, η αλληλεγγύη, η αυταπάρνηση κ.ά. Αρετές καθολικά αποδεκτές και οπωσδήποτε υψηλής κλίμακας.
Δεν θα ήταν άστοχο να πούμε, ότι η πορεία από διήγημα σε διήγημα της |Κάτω Βόλτας,| είναι ανοδική από ηθικής πλευράς.

1. Τ. Καλούτσας, |Αλήθεια και βίωμα,| Τα τραμάκια, 1994.

Ο Τάσος Καλούτσας είναι πεζογράφος



Ανυπεράσπιστη ζωή

Του Νίκου ΔΑΒΒΕΤΑ

Μετά την κυκλοφορία της νέας συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο γύρισμα του 2004 και την οριστική, ελπίζω, κατάθεση περί των τριακοσίων ποιημάτων του, αυστηρά επιλεγμένων από τον ίδιο, νομίζω πως μπορούμε πια να εκτιμήσουμε με "ασφάλεια" αυτό το νέο που "εκόμισε εις την τέχνη". Και σπεύδω να το διατυπώσω χωρίς περιστροφές, όπως έκανα παλαιότερα και σε ανάλογη βιβλιοκριτική μου στην εφημερίδα |Το Βήμα.| Η ποιητική πρόταση του Χριστιανόπουλου, από τις αρχές της δεκαετίας του '50 έως και το 1974, συνοψίζεται στη δημιουργία ενός νεορεαλιστικού κλίματος, ανάλογο ίσως με αυτό του κινηματογραφικού, βασισμένου σε έναν έντονα αιρετικό ερωτισμό, που καθώς κινείται στα όρια της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, αποκτά στοιχεία κριτικής και αμφισβήτησής της. Το γεγονός ότι στην Θεσσαλονίκη έχει προηγηθεί με τις πολιτικά αιχμηρές καταθέσεις του ο Μανόλης Αναγνωστάκης, νομίζω πως διευκόλυνε τον Χριστιανόπουλο να πάει ένα βήμα πιο πέρα. Να ενσωματώσει δηλαδή στην ποίηση του και στοιχεία λαϊκά, που περιέργως η αριστερά άφηνε "απ' έξω" από την τέχνη, στοιχεία από την κουλτούρα ενός ταλαιπωρημένου προσφυγικού κόσμου και των παραδοσιακών "κλειστών" συνοικισμών του. Έτσι, σε μια σειρά από ποιήματα ερωτικά, παρότι ο ήρωας ή οι ήρωές του κινούνται μέσα στο πλαίσιο της ερωτικής αναζήτησης, από πίσω τους εν είδη ασπρόμαυρης ταινίας "παρελαύνουν" βιομηχανίες, εργατικές πολυκατοικίες, ξεχασμένες γειτονιές, "αυλές των θαυμάτων" δίχως ένα θαύμα στην καθημερινότητά τους. Κι ακόμη, ο μόχθος της ανελέητης βιοπάλης που το βράδυ παίρνει τη μορφή ενός ακόμη "ανυπεράσπιστου καημού". Αν σ' αυτά προσθέσουμε και το παράλογο κλίμα που έθρεψε η δεξιά και το παρακράτος στα μετεμφυλιακά χρόνια (χρόνια ιδιαίτερα σκληρά στη βόρειο Ελλάδα), που διαφαίνεται πίσω από κάποιους στίχους του, τότε έχουμε νομίζω μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ρεαλιστική ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Ο Νίκος Δαββέτας είναι ποιητής και πεζογράφος





Συνέντευξη στον Μάκη ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

- Κύριε Χριστιανόπουλε, ποιος είναι σήμερα ο ρόλος των λογοτεχνικών περιοδικών; Υπάρχουν περιοδικά με άποψη και αισθητική όπως ο |Κοχλίας|, η |Διαγώνιος|, η |Κριτική|;

Στους τίτλους των περιοδικών που μου ανέφερες θα έπρεπε να είχες συμπεριλάβει και τις |Μακεδονικές Ημέρες|, περιοδικό από όπου ξεκίνησε κάθε τι το προοδευτικό στη Θεσσαλονίκη. Ανεξαρτήτως του πόσο επηρέασαν την πόλη, τα τέσσερα αυτά περιοδικά καλύπτουν και όλη την εμβέλεια της εποχής τους. Αντίθετα, στη σημερινή εποχή, και αν ακόμη υπάρχουν καλά περιοδικά, σαν το |Εντευκτήριο|, δεν μπορούν πλέον να επηρεάσουν. Και στην Αθήνα υπάρχουν ωραία περιοδικά, |(Η Λέξη|, |Το Δέντρο|, η |Ποίηση)| αλλά ο ρόλος τους είναι να αποταμιεύουν ό,τι καλό υπάρχει γύρω τους, χωρίς όμως να μπορούν να διαμορφώσουν την εποχή τους.
Επομένως, με την |Κριτική| έληξε οριστικά ο ρόλος αυτών των δημιουργικών περιοδικών που επηρέασαν όχι μόνο ένα μικρό κύκλο, αλλά και μια πόλη, μια εποχή και μια ιδεολογία.

- Η ενοχή, η οποία έχει έναν σημαντικό ρόλο στην ποίησή σας, προϋποθέτει έναν κώδικα ηθικής. Σήμερα ποια ηθική μπορεί να μας κρατήσει;

Είναι σωστό αυτό που λες, ότι η ποίησή μου είναι διαβρωμένη από ένα πλέγμα τύψεων και ενοχών. Γι' αυτό δεν μετανιώνω καθόλου. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη θρησκευτική μου αγωγή, μπορεί να οφείλεται και σε κάποιες οικογενειακές δεοντολογίες, ιδίως από τη μητέρα μου, μπορεί να οφείλεται και από τα νιάτα μου που τα πέρασα στα κατηχητικά, αλλά οπουδήποτε και αν οφείλεται είμαι πολύ ευχαριστημένος που το φορτώθηκα, γιατί αυτές οι τύψεις και αυτές οι ενοχές δείχνουν πολύ καλά ότι ο έρωτας ούτε ειδυλλιακή κατάσταση είναι ούτε αποτελεί μια αμοραλιστική περιοχή. Στο λέω αυτό γιατί ο Καβάφης, του οποίου ας πούμε ότι είμαι μαθητής, ξεχωρίζει από μένα ή μάλλον εγώ ξεχωρίζω από τον Καβάφη, γιατί ο Καβάφης είναι ερωτικός ποιητής που δεν τον ενδιαφέρει καμιά τύψη και καμιά ενοχή. Συνεχίζει δηλαδή τους αρχαίους Έλληνες που δεν τους ενδιέφερε η ηθική στον έρωτα. Αντίθετα εμένα με τρών σκουλήκια και, για το παραμικρό πράγμα που κάνω, μέσα μου έχω ένα διυλιστήριο ηθικής. Έτσι λοιπόν δεν πρέπει να με βλέπουν σαν έναν μιμητή του αλλά σαν κάτι το διαφορετικό, με κάποιες αμυδρές αναμνήσεις από τους ποιητικούς του τρόπους. Είμαι κάτι δικό μου, αλλά αυτό αποκτάει ταυτόχρονα και κάποια σημασία για τους αναγνώστες. Μήπως η ποίησή μου βοηθάει πολλούς ανθρώπους να καταλάβουν ότι έρωτας δεν είναι το σ' αγαπώ μ' αγαπάς, ούτε το βάλε βγάλε, αλλά κάτι πολύ συγκλονιστικότερο, που συνεπάγεται στερήσεις και θυσίες, ακόμα και το να υφίστασαι την ερωτική εκμετάλλευση;

- Οι λέξεις που χρησιμοποιείτε δεν απέχουν πολύ από την καθημερινή γλώσσα. Μέσα από ποιο μονοπάτι φτάνουν στη συγκίνηση;

Απορώ πώς νομίζεις ότι ένας ποιητής μπορεί να απαντήσει σε ένα θέμα της αισθητικής, με μόνη την προϋπόθεση ότι γράφει ποιήματα. Όσο για το λαϊκό λεξιλόγιο, με το οποίο ντύνω τα ποιήματά μου, προέρχεται, ως ένα σημείο, από τη λαϊκή μου καταγωγή, και ως ένα σημείο από την ερωτική μου ζωή. Αυτά που έμαθα απ' την παιδεία προσπαθώ να τα λιγοστέψω και αυτά που έμαθα απ' τον έρωτα προσπαθώ να τα κρατήσω. Αυτό το μείγμα βοηθάει και τη ζωή μου αλλά και την ποίησή μου.

- Για την ομορφιά γράψατε στην ποίησή σας και τη λατρέψατε στη ζωή. Πού κατοικεί τελικά; Και είναι πικρή η γεύση της όπως λέει ο Ρεμπώ;

Με τον Ρεμπώ δεν έχω σχέσεις, όπως έχω με τον Μπωντλαίρ. Ο Μπωντλαίρ μού δίδαξε ότι πίσω από την ομορφιά μπορεί να υπάρχει και η σατανικότητα, εξ ου και |Τα άνθη του κακού.| Ο χριστιανισμός μού δίδαξε, επίσης, ότι η ομορφιά είναι επικίνδυνο πράγμα, είναι αμαρτία. Η πραγματικότητα, πάλι, μου δίδαξε ότι η ομορφιά είναι φθαρτό πράγμα. Εγώ, όσο και να φαίνεται παράξενο, παρόλο που με επηρέασε η ομορφιά στα νιάτα μου, όμως έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είμαι πάρα πολύ προσεκτικός, γιατί μπορεί να με καταστρέψει. Και γι' αυτό ενώ είμαι πολύ παθιασμένο άτομο, από την άλλη μεριά είμαι και πολύ συγκρατημένος, και αυτό το συγκράτημα με ωφέλησε και με βοήθησε πάρα πολύ.

- Το |Εναντίον| των βραβείων, των κλικών και των κρατικών επιχορηγήσεων που γράφτηκε το 1977, δεν ήταν μόνον μια προσωπική δήλωση αλλά διέγραφε έναν ρόλο για τον λογοτέχνη. Τριάντα χρόνια μετά, μήπως περισσεύουν οι συμβιβασμοί των πνευματικών ανθρώπων με την εξουσία και την αγορά;

Το |Εναντίον| το έγραψα σαν ένα πιστεύω ή και ευαγγέλιο, όχι για τους άλλους αλλά για τον εαυτό μου. Επομένως, αν εγώ κατάφερα να το εφαρμόσω, είμαι ευχαριστημένος. Ότι οι άλλοι δεν θα το εφάρμοζαν είμαι σίγουρος. Όταν από πολύ μικρός άρχισα να μιλώ εναντίον των βραβείων, κανείς δεν ήθελε ούτε να με ακούσει, με τον ίδιο τρόπο που και σήμερα δεν θέλουν να με ακούσουν. Πες ότι ήμουν μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Πάντως, αν μπορεί ένας άνθρωπος να εφαρμόσει τα ίδια του τα διαγράμματα για τις αρχές του και τις ιδέες του, τότε αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο.

- Αιρετικός, περιθωριακός, μοναχικός, αναρχικός; Τι θα επιλέγατε για να χαρακτηρίσετε τον εαυτό σας;

Εάν εξαιρέσουμε το χαρακτηρισμό "περιθωριακός", που δεν τον δέχομαι καθόλου και τον θεωρώ άδικο, γιατί εγώ είμαι φοβερά κοινωνικό άτομο, (κάποιοι που είδαν ότι έχω γράψει ποιήματα λίγο ομοφυλόφιλα νόμισαν ότι μπορούν εύκολα να μου πετάξουν την άδικη αυτή ρετσινιά), οι άλλοι χαρακτηρισμοί είναι ωραίοι και σωστοί. Πράγματι, πολλοί πιστεύουν ότι είμαι "αιρετικός", κι ως ένα σημείο το πιστεύω κι εγώ. Μια ολόκληρη ζωή από μικρός μαλώνω κάπως με το κατεστημένο της εκκλησίας και πότε - πότε πετώ και καμιά μεγάλη κουβέντα. Βέβαια, αυτόν τον χαρακτηρισμό τον δέχομαι με μια όμως διασάφηση, ότι οι φερόμενοι ως αιρετικοί ενδεχομένως να είναι οι πιο ορθόδοξοι. Και εγώ ως αιρετικός της εκκλησίας ή και της κοινωνίας είμαι πολύ πιο ορθόδοξος απ' ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το "μοναχικός", επίσης, είναι πολύ σωστός χαρακτηρισμός, γιατί όλη μου η πορεία και, κατά ορισμένους φίλους, η επαναστατικότητά μου έχει ένα χαρακτήρα μοναχικό, δηλ. είμαι ατομικός επαναστάτης, δεν πιστεύω στη συλλογική δουλειά, δεν πιστεύω σε τίποτε παρά μόνο σε μια επανάσταση, που ξεκινάει μέσα από το ίδιο το άτομο. Ήδη από το 1952 που κατασχέθηκε |Η εποχή των ισχνών αγελάδων| από την Ασφάλεια, απέδειξα ότι αυτό το πράγμα δεν το έκανα ούτε από καμιά ιδεολογία, ούτε από καμιά σκοπιμότητα, αλλά από μόνος μου έκανα ό,τι έκανα. Ήταν μια πράξη εκατό τα εκατό ατομική. Γι' αυτό, όπως ξέρεις, ούτε σε κόμμα γράφτηκα ποτέ, ούτε καν σε σύλλογο ή σωματείο. Οτιδήποτε κάνω, το κάνω σαν μια έκφραση του προσωπικού μου εαυτού, όχι των ιδεολογιών που μου δίδαξε ο ένας κι ο άλλος.
Όσο για το "αναρχικός", αυτό μου το προσάπτουν πολλοί, ενώ εγώ μερικές φορές το δέχομαι και μερικές όχι, και έχω αναγκαστεί να κάνω και κάποιες διασαφήσεις στο παρελθόν. Για να τα ξεκαθαρίσουμε, είμαι αναρχικός με δυο προϋποθέσεις. Πρώτον, μπορεί να θεωρηθώ αναρχικός γιατί δεν δέχομαι καμιά αρχή και κανέναν αρχηγό. Το δεύτερο, όμως, που με διαχωρίζει από τους αναρχικούς, είναι ότι δεν δέχομαι καμιά βία, είτε προέρχεται από τους αναρχικούς είτε κι από το ίδιο το κράτος.

- Πληρώσατε κάποιο κόστος γι' αυτή τη μοναχική σας πορεία;

Όχι κόστος, η λέξη είναι πολύ κουλτουριάρικη, εδώ πρόκειται για θυσίες με το ίδιο μου το αίμα. Η ερώτηση έπρεπε να είναι: αντέχετε να πληρώνετε με το ίδιο σας το αίμα αυτό που ευθύς εξαρχής θεωρήσατε ως δικό σας modus vivendi και δικό σας προορισμό; Αν αντέχετε, μπράβο~ αν δεν αντέχετε, σε ποιους τομείς υποχωρήσατε; Εγώ δεν ξέρω κανέναν που να νομίζει ότι υποχώρησα, εκτός από κάποιους κακεντρεχείς που λένε ότι έχω υποχωρήσει από τις αρχικές μου ιδέες, αλλά αυτό δεν μου το απέδειξαν. Θα σου πω ένα παράδειγμα: μέσα στο |Εναντίον| μιλώ εναντίον των βραβείων και εναντίον των κρατικών επιχορηγήσεων. Πριν είκοσι χρόνια είχαν δημιουργηθεί οι λογοτεχνικές συντάξεις, για τις οποίες έγραψα ότι δεν έπρεπε το κράτος να δίνει συντάξεις, επειδή κάποιοι έγραψαν πέντε ωραία ποιήματα. Όταν, λοιπόν, ετέθη θέμα λογοτεχνικών συντάξεων εγώ αντέδρασα και είπα ότι αρνούμαι να υποβάλω αίτηση για να πάρω λογοτεχνική σύνταξη. Αυτό το έκανα πριν είκοσι χρόνια. Δεν υπέβαλα, δεν πήρα. Κατά καιρούς διάφοροι έρχονταν και μου έλεγαν, "μα κάνεις κακό στον εαυτό σου και ψευτοσυντηρείσαι". Εγώ έχω μια μικροσκοπική σύνταξη με 480 ευρώ το μήνα, με τα οποία μπορούν να ζήσουν μόνο οι κότες. Θα μπορούσα με μια σύνταξη λογοτεχνική, που άλλωστε τη δικαιούμουν, να έχω ένα μεγαλύτερο εισόδημα. Όχι. Αρνήθηκα και έκτοτε βράζω μες στη φτώχια μου, άλλωστε δεν περνώ και πολύ άσχημα, υπάρχουν και χειρότερα. Λοιπόν, απ' αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα καταλαβαίνεις τι θα πει να πληρώνεις με το ίδιο σου το αίμα, αυτά που είπες ως μεγάλες ηθικές αρχές. Όχι μόνο δεν το μετάνιωσα, όχι μόνο δεν υπεχώρησα, αλλά έτσι θα πάει ως το τέλος.

- Η δημόσια κριτική σας για πρόσωπα ήταν πάντα αυστηρή. Εκ των υστέρων, αισθάνεστε ότι έχετε αδικήσει ή ήσασταν υπερβολικός με κάποιους;

Κοίταξε, είμαι πενήντα χρόνια στο κουρμπέτι και πιθανόν να έχω αδικήσει κανέναν. Βέβαια, στην κριτική μου δεν ήμουν επιπόλαιος, ήξερα τι έλεγα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου έβλεπα κάποιες αυξομειώσεις της αυστηρότητάς μου και γι' αυτό έχω μετανιώσει για μερικά πράγματα. Έχω μετανιώσει, ας πούμε, για τη στάση μου απέναντι στον Καζαντζάκη, για τον οποίο είχα μια μόνιμη εχθροπάθεια και όταν η χήρα του μου έστειλε την |Αναφορά στο Γκρέκο| δεν της απάντησα καν, και αυτό το νιώθω σαν μια τύψη μέσα μου. Έπρεπε να ήμουν πιο λεπτός και να της είχα απαντήσει. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν μου έλεγε τίποτε και όμως από κει που δεν το περίμενα έγραψα το |Εναντίον| επηρεασμένος από την |Ασκητική| του.
Παρόμοια στάση κράτησα και αργότερα απέναντι στον Σεφέρη, για την οποία και μετάνιωσα. Ο Σεφέρης μου έστειλε δύο φορές ποιητικά βιβλία του με αφιέρωση και του απάντησα με μια κάρτα "σας ευχαριστώ πολύ" και τίποτε άλλο. Έτσι λοιπόν νιώθω και μια τύψη για τον Σεφέρη, που όχι μόνο εξαιτίας του γνώρισα τον Έλιοτ, αλλά και γιατί ή ίδια του η ποίηση με έχει επηρεάσει κάπως.
Το ίδιο και με τον Ελύτη, που αν και με αγαπούσε πολύ, εγώ τον χαρακτήρισα δημοσία "τεμπέλη". Είχε δίκιο μετά που κόψαμε σχέσεις. Μετάνιωσα αλλά ήταν αργά.
Επίσης, νιώθω κάποιες ενοχές και για την περίπτωση με τον Ρίτσο. Του έχω επιτεθεί κατ' επανάληψη δημοσία, ενώ ο ίδιος δυο φορές σε συνεντεύξεις του με ανέφερε με τα κολακευτικότερα λόγια. Αυτό δεν το υπολογίζω, γιατί ο Ρίτσος έκανε πολιτική σχέσεων. Εκεί που εγώ τον έβριζα αυτός μου το ανταπέδιδε με καλά λόγια. Αλλά η γενικότερη αρνητική τοποθέτησή μου απέναντί του, η οποία βάστηξε σαράντα χρόνια, αρχίζει τον τελευταίο καιρό και με προβληματίζει. Παραδόξως, δεν πρόσεξα την απλή και κατανοητή έκφραση στα ποιήματά του. Αντίθετα με την ερμητική έκφραση του Σεφέρη, ο Ρίτσος είναι απλός και πεντακάθαρος, δεν υπάρχει τίποτε το σκοτεινό στα γραφτά του. Αυτή η καθαρότητα στην έκφραση, απορώ πώς δεν με έκανε να σκεφτώ, ότι με τα χίλια του κουσούρια ο Ρίτσος, τουλάχιστον, έχει και αυτή την αρετή. Και μόνο γι' αυτή θα έπρεπε να του πω έναν καλό λόγο, που δυστυχώς δεν τον είπα. Έτσι, λοιπόν ο Ρίτσος κατάφερε από το 1935 να γράφει απλά και κατανοητά, αποφεύγοντας τις συμπληγάδες του ερμητισμού, του υπερρεαλισμού, των διφορούμενων, των σκοτεινών υπαινιγμών. Ε, αυτό δεν είναι μια αρετή; και δεν έπρεπε να την παραδεχτώ ή να τη διαπιστώσω;

- Πώς πέρασε στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης το δράμα των Εβραίων; Στην ανθολογία σας |Οι προγραμματισμένοι στο χαμό|, ψάχνοντας για σχετικά ποιήματα είπατε ότι βρήκατε μόνο ψίχουλα. Μήπως πρόκειται για ενοχή της πόλης που δεν την αγγίξαμε;

Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Παρόλο που ή πόλη δεν φταίει για τα εγκλήματα των ναζί, ωστόσο υπάρχει μια υποδόρια ενοχή, ότι οι άνθρωποι αυτοί που ζούσαμε δίπλα τους τόσα χρόνια και οι οποίοι κάποτε ήταν και οι αφέντες αυτής της πόλης, αυτό ούτε τους το αναγνωρίσαμε ούτε τους συμπαρασταθήκαμε, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Αλλά και η έρευνά μου για το τι έκαναν οι ποιητές της Θεσσαλονίκης για τους Εβραίους, με απογοήτευσε. Είναι αστείο πράγμα για μια πόλη, τριακοσίων χιλιάδων κατοίκων, να έχουν γραφεί δέκα υποφερτά ποιήματα και άλλα τόσα πεζά. Αλλά έστω: |Οι προγραμματισμένοι στο χαμό| είναι μια μικρή και προπάντων ανθρώπινη προσφορά.

- Παράλληλα με το ποιητικό έργο ασχοληθήκατε με την πεζογραφία, τις μελέτες, τις βιβλιογραφίες, τη "Διαγώνιο". Τι πρέπει να περιμένουμε στο εξής;

Καμιά φορά μετανιώνω για την πολυπραγμοσύνη μου, αλλά είναι πλέον αργά. Εκτός από την ποίηση, έχω ασχοληθεί και με άλλους δέκα τομείς. Ναι, σπαταλήθηκα εις βάρος της ποίησής μου, αλλά τουλάχιστον βγήκε ωφελημένη η Θεσσαλονίκη.
Όσο για μένα, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος αν από δω και πέρα αξιωθώ να τελειώσω τις μισοτελειωμένες εργασίες μου. Τώρα ετοιμάζω μια Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη που συνοδεύεται με κριτικό υπόμνημα.







Σημείωση

Οι φωτογραφίες του αφιερώματος περιέχονται στον τόμο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ |Θεσσαλονίκην, ου μ' εθέσπισεν...|, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 204.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου