Μάριο Βίττι
επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης
τχ. 182, 18/6/2006 και τχ. 182, 18/6/2006
Γράφουν: Αλέξης Ζήρας, Αλεξάνδρα Σφοίνη, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Χριστίνα Ντουνιά, Γιώργος Κεχαγιόγλου. Συζήτηση του Μάριο Βίττι με τους Κώστα Βούλγαρη και Γιάννη Δάλλα. Ανέκδοτο αυτοβιογραφικό κείμενο του Βίττι
Μάριο Βίττι - Αυτοβιογραφικό σχόλιο
Ας θεωρήσω τυχερό τον εαυτό μου, αν απολύτως κανείς δεν αναζητήσει, από καλοπροαίρετη ίσως αφέλεια, τα πρώτα γραπτά μου στο περιοδικό |Τέχνη της Πόλης| (1946, 1-3). Η πεζογράφος Μάγια Δρόσου, που εξέδιδε το περιοδικό, έδειχνε μεγάλη κατανόηση στη λαχτάρα μου να δω τυπωμένες τις εκθέσεις που έγραφα ως άσκηση στα ιδιωτικά μαθήματα των νέων ελληνικών. Δάσκαλός μου, στο σπίτι, ήταν ο Δημήτρης Μάνος, που αργότερα έγινε γνωστός στην Αθήνα ως άξιος εκπαιδευτικός (δίδαξε στο Κολέγιο Αθηνών και ανέλαβε ευθύνες στο Υπουργείο Παιδείας). Αυτός, μαζί με την ιμβριώτισσα κοπέλα μας, τη Μαρίκα, είναι υπεύθυνος για τα πρώτα ελληνικά βιβλία που τράβηξαν την προσοχή μου. Η Μαρίκα είχε διαβάσει |Το χρυσούν μαστίγιον| και την |Ωραία του Πέραν| και μου τα διηγιόταν όταν ήμουν μικρός με όλες τις λεπτομέρειες, παραστατικά, και ήταν σαν να τα είχα διαβάσει. Από τα αναγνώσματα υπό την καθοδήγηση του δασκάλου, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση η |Ζωή εν τάφω.|
Στο γυμνάσιο, το Liceo Italiano, ήμουν γεμάτος πάθος για τα γράμματα και διαχυτικός με τους δασκάλους~ αντιδρούσαν καλά οι άνθρωποι και δέχονταν τη συντροφιά μου. Μερικοί έρχονταν να με βρουν το καλοκαίρι στην Πρίγκιπο, όπου παραθερίζαμε από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο.
Κάποιες αγάπες στη λογοτεχνία ήταν σφοδρές και έδειξαν αντοχή μέσα στον χρόνο. Λόγου χάρη ο Μπωντλαίρ, που μου τον έβαλε στα χέρια ο δάσκαλος των γαλλικών, ένας φραγκόπαπας που είχε πετάξει τα ράσα και είχε ασπαστεί την ποίηση. Με γοήτευαν οι "καταραμένοι" ποιητές, ο Βερλαίν, και πιο πίσω ακόμα, μέχρι τον Βιγιόν. Σχετικά με τους Γάλλους, αργότερα, με την πρώτη έφοδό μου στο Παρίσι, το 1949, ανακάλυψα τον Σαιν-Εξυπερύ και τον Καμύ, που έγιναν θέμα για κάτι γραπτά της Πόλης, και εμφανίστηκαν αργότερα και στα πρώτα μου ιταλικά γραπτά (1950-1951). Η παλαιότερη ενημέρωσή μου στην Πόλη, παρά τον πόλεμο που είχε σαρώσει τους εκδότες στη μισή Ευρώπη, δεν υστερούσε καθόλου, και αυτό χάρη στην ουδετερότητα της Τουρκίας. Τα ιταλικά βιβλία, είναι αλήθεια, δεν ανανεώνονταν στο ιταλικό βιβλιοπωλείο, έφταναν όμως τα γαλλικά στου Hachette, τυπωμένα στον Καναδά, στην Ελβετία (εκδόσεις Kundig), ακόμη και στη Σουηδία. Το γαλλικό βιβλιοπωλείο ήταν μια δρασκελιά από το σπίτι. Αρκούσε να πάρω τον ανήφορο ανάμεσα στην ιταλική πρεσβεία (πρώην σαράγι της Βενετίας) και στο γαλλικό σαράγι (εδώ είχαν στήσει καρτέρι οι ιησουίτες στον Κύριλλο Λούκαρη, που τους ξέφυγε αναζητώντας καταφύγιο στο σαράγι των Κάτω Χωρών, λίγο παραπάνω). Εκείνα τα χρόνια θα πρέπει να μου είχε χαρίσει ο νονός μου τις |Stances| του Μωρεάς και τα |Poemes| του Βαλερύ. Ο νονός μου Αλέκος Καλλιβρούσης είχε το μεγαλύτερο συγκρότημα μόδας για κυρίες στο Πέραν. Όταν κάποτε συναντηθήκαμε οι δυο μας στο Παρίσι, μου αποκάλυψε τον κήπο του Παλαί Ρουαγιάλ και με πήρε μαζί του στου Ντιορ να θαυμάσω τις κοπέλες των επιδείξεων.
Το γεγονός ότι ήμουν Κωνσταντινουπολίτης, κάτοικος του Πέραν, όπου στους δρόμους του άκουγες περισσότερο ελληνικά, γαλλικά, αρμένικα, σεφαραδίτικα παρά τουρκικά (καλά-καλά αυτά δεν τα έπιανε το αυτί μου), και μπαινόβγαινες άνετα μέσα στις ποικίλες κοινωνίες των μειονοτήτων, που όλες τους είχαν ως κοινό παρονομαστή μια στέρεη παράδοση συμβίωσης, αυτό δεν αποτελούσε απειλή για την ταυτότητά μου. Απλώς, όσο πήγαινα σχολείο, δεν μου είχε παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα τέτοιας φύσης. Στη διάρκεια του πολέμου δύο εξαδέλφια μου είχαν πάει εθελοντές. Ο Ερνέστο είχε μπει ως κατακτητής στην Αθήνα και εκεί σκοτώθηκε μυστηριωδώς. Ο Επαμεινώντας, που εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό, μπήκε θριαμβευτικά στο Ρίμινι. Τα οικογενειακά αυτά συμβάντα σχολιάζονταν, ήταν οπωσδήποτε συνταρακτικά, αλλά μόνον κατά το μέτρο που επρόκειτο για συγγενείς, χωρίς άλλες περιπλοκές εθνικού χαρακτήρα.
Ούτε και η διττή προσήλωσή μου, στην ιταλική λογοτεχνία παράλληλα με την ελληνική, προκάλεσε μέσα μου κάποιο είδος διχασμού. Ακολουθούσα δίχως προβληματισμούς τα δύο μονοπάτια, που ικανοποιούσαν στον ίδιο βαθμό τη λαχτάρα μου για λογοτεχνία. Η διπλή αυτή πορεία μάλιστα, όταν ήρθε η ώρα, με έκανε να επιθυμώ να ανακοινώσω σταυρωτά τα ελληνικά πράγματα στους Ιταλούς και τα ιταλικά στους Έλληνες. Σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν μοιραίο τα αντίστοιχα γραπτά μου να φέρουν τα σημάδια της απλής πληροφόρησης.
Η παράλληλη πορεία προχωρούσε χωρίς τραντάγματα. Όταν πια βρέθηκα σπουδαστής στη Ρώμη, σε αυτή τη χειμωνιάτικη, μουδιασμένη μεταπολεμική Ρώμη του 1946, η κλίση μου για τα γράμματα βρήκε γόνιμο έδαφος στο μισοσκότεινο και δίχως θέρμανση σπίτι των γονιών του Filippo Maria Pontani. Τη διεύθυνσή του μου την είχε στείλει με ένα δελτάριο ο Bruno Lavagnini, στον οποίο είχα απευθύνει μια επιστολή όπου δήλωνα τον έρωτά μου για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Φεβρουάριος του 1948. Η συνάντησή μας ήταν αποφασιστική για το μέλλον μου. Κουβεντιάζαμε για τα λίγα λογοτεχνικά πράγματα της Ελλάδας που γνώριζα, για τα πρόσωπα με τα οποία είχα αρχίσει να σχετίζομαι στην Αθήνα, από όπου περνούσα αεροπορικώς (τέσσερις ώρες Ρώμη-Αθήνα, άλλες τέσσερις Αθήνα-Πόλη, με ντακότα~ και πίσω τα ίδια), ενώ εκείνος αναθυμόταν ένα προς ένα όσα είχε μάθει πριν από τον πόλεμο. Στο μεταξύ ο δαιμόνιος Κατσίμπαλης είχε αποκαταστήσει το δίκτυό του στην Ευρώπη και μας τροφοδοτούσε με βιβλία και περιοδικά, με την |Αγγλοελληνική Επιθεώρηση| κυρίως, που μαζί με τη |Νέα Εστία| ήταν τα μόνα όργανα ενημέρωσης που μπορούσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας.
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Mario Vitti - |Γραφείο με θέα:| Άρθρα και ομιλίες, με ένα αυτοβιογραφικό σχόλιο στην εργογραφία του συγγραφέα, που τη συνέταξε η Αμαλία Κολώνια (ΜΙΕΤ)
Μάριο Βίττι μια συζήτηση με τον Γιάννη Δάλλα και τον Κώστα Βούλγαρη
\Δάλλας:\ Σε αντίθεση με τον Δημαρά, εσύ Μάριε, με την Ιστορία σου, έρχεσαι μέσα από την συντεχνία, από τη σπουδή δηλαδή των πραγμάτων, ενώ ο Δημαράς μάς έρχεται από άλλα πεδία. Αναφέρω π.χ. τρεις αφανείς αλλά καίριους συντελεστές, που τον επηρέασαν στην υποδοχή του έργου του: ο Άμαντος, που τον έστρεψε προς την ιστορία, ο Γεδεών προς τους "ιδεολογικούς" άξονες της φιλολογίας και, περιέργως για τον αναγνώστη, ο Αποστολάκης,
\Βίττι:\ Εγώ ζούσα σε ένα χώρο εντελώς διαφορετικό, στην Ιταλία, σε σχέση με εσάς που σπουδάζατε εδώ στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Εγώ είχα προδιαγραφές πιο αυστηρής κριτικής, από μια πλευρά, αλλά, φυσικά, δεν είχα τις αντίστοιχες γνώσεις με τον Δημαρά.
\Δάλλας:\ Εσύ ξεκινάς από τα κείμενα.
\Βίττι:\ Και πριν ακόμα από τα κείμενα. Όταν βγήκε ο πρώτος τόμος του Δημαρά εγώ τρελάθηκα, είδα έναν κόσμο συγκροτημένο με έναν τρόπο που δεν τον ήξερα. Ήξερα μόνο του Καμπάνη και του Βουτιερίδη την |Ιστορία|. Οπότε εκεί, στον Δημαρά, βλέπω άλλες διαστάσεις της πραγματικότητας, όσον αφορά τη λογιοσύνη, τη λογοτεχνία κ.λπ. Το βιβλίο του Δημαρά ήταν φοβερά πλούσιο, σε γνώσεις, σε βιβλιογραφία. Οι άλλοι, όσοι είχαν μέχρι τότε γράψει ιστορία της λογοτεχνίας ήταν μάλλον ποιητές, δημοσιογράφοι, δεν είχαν μια στέρεη βιβλιογραφική υποδομή. Ο Δημαράς ήρθε και έβαλε τάξη στα πράγματα. Έφερε μαζί του ένα φορτίο φιλολογικό, με πλήθος πληροφοριών, επομένως με εισήγαγε σε πράγματα.
\Δάλλας:\ Η διάκριση που κάνω δεν είναι αξιολογική. Ο Δημαράς μας έρχεται από την παιδεία, τη φιλολογία, ενώ εσύ ήρθες μέσα από τα λογοτεχνικά πράγματα.
\Βίττι:\ Ο Δημαράς δεν στόχευε στην κρίση. Ο Ελύτης μου έλεγε, "μα αυτός δεν νιώθει τίποτα από ποίηση".
\Δάλλας:\ Και ο Σεφέρης το ίδιο μου είπε εμένα.
\Βίττι:\ Δεν είχε ευαισθησία για τη λογοτεχνία, είχε ευαισθησία για την παιδεία. Το κείμενο δεν του έλεγε και πολλά πράγματα. Απόδειξη, ότι όταν έγραψε για τον Σεφέρη, έγραψε πράγματα πολύ χαμηλών τόνων.
\Δάλλας:\ Ο Δημαράς, ήδη στην πρώτη έκδοσή του, λέει ότι αυτό που μελετά είναι η ιστορία των Γραμμάτων και η ιστορία της Παιδείας, και μόνο στην τελευταία έκδοση προσθέτει ως τρίτο πεδίο την ιστορία των συνειδήσεων.
\Βίττι:\ Αυτά όλα είναι, πώς να το πω, παλαιομοδίτικα. Πάμε πίσω στη δεκαετία του 1920.
\Δάλλας:\ Και του '30. Από εκεί προέρχεται άλλωστε.
\Βίττι:\ Όλα αυτά, η ιστορία των ιδεών, είναι πολύ παλιά πράγματα.
\Δάλλας:\ Κι όμως, οι μαθητές του πάνω εκεί στηρίχθηκαν, και τα προάγουν, από τον Άλκη Αγγέλου μέχρι τον Φίλιππο Ηλιού, και τον Λέανδρο Βρανούση ακόμη.
\Βίττι:\ Τη σχέση του Αγγέλου με τον Δημαρά δεν την έχουμε μελετήσει, ούτε έχουμε πληροφορηθεί τι συνέβη στη συνεργασία τους, ούτε ο ίδιος ο Αγγέλου μου μίλησε ποτέ γι' αυτήν, παρ' ότι είχαμε πολύ καλή σχέση, από τη δεκαετία του '50. Δεν μπόρεσα να του πάρω από το στόμα τι του έγραψε ο Αγγέλου. Ο Αγγέλου του έχει ετοιμάσει κεφάλαια ολόκληρα, πολλά κεφάλαια, αλλά ποια;
\Δάλλας:\ Αργότερα ο Δημαράς συναντιέται με νεώτερους προσανατολισμούς, όταν πάει στη Γαλλία.
\Βίττι:\ Δυστυχώς αυτό γίνεται πολύ αργά.
\Δάλλας:\ Εδώ είναι ενδιαφέρον, π.χ., πώς τον προσλαμβάνουν ο Ασδραχάς, ο Παναγιωτόπουλος, οι νέοι ιστορικοί και θεωρητικοί της δεκαετίας του '60 και του '70, η γενιά των Annales, και δένονται μαζί του.
\Βίττι:\ Ο Δημαράς ήταν φοβερά ευφυής άνθρωπος, εκτός του ότι ήτανε πολύ καλά τεκμηριωμένος. Όταν πήγαινα σπίτι του και του έλεγα ένα θέμα, μου κατέβαζε βιβλία και μου έλεγε "αυτό σίγουρα δεν το ξέρετε", και μου το 'δινε. Αυτό το πράγμα οι δάσκαλοί σου το έκαναν ποτέ; Ο Ζώρας, για παράδειγμα;
\Δάλλας:\ Αυτός ήταν άλλης, ιστοριοδιφικής, θα λέγαμε σχολής, γραμματολόγος.
\Βίττι:\ Ο Λίνος Πολίτης αν το ήξερε σου το έδινε, αλλά δεν το ήξερε πολλές φορές, ήταν πιο περιορισμένος. Ενώ ο Ζώρας κι αν ήξερε κάτι δεν στο έλεγε, μπορεί να σε βοηθούσε να σου δώσει υποτροφίες, όπως έδωσε ένα σωρό, αλλά ουσιαστικά δεν σε βοηθούσε.
\Βούλγαρης:\ Στην εισαγωγή στο πρώτο κεφάλαιο, που επιγράφεται "Η Βυζαντινή κληρονομιά", σημειώνετε ότι η διάδοση της δημώδους γλώσσας στον μεσαίωνα δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και την αφετηρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
\Βίττι:\ Ναι, αλλά μην ξεχνάτε ότι αυτό το έχω γράψει στο κατώφλι των ογδόντα ετών. Στα σαράντα μου ακολούθησα τον Δημαρά και ξεκινούσα από τον Διγενή.
\Βούλγαρης:\ Αυτό δεν είναι αντιφατικό...
\Βίττι:\ Δεν είναι αντιφατικό, πρόκειται για μια άποψη πιο ώριμη. Όσον αφορά τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, για μένα συνέβη κάτι συνταρακτικό, και ήταν το συνέδριο που οργάνωσε ο Νίκος Παναγιωτάκης στη Βενετία, για τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εκεί αντιμετωπίστηκαν από πολλές πλευρές, μέσα από πολλές προοπτικές, με νέους προβληματισμούς, οι απαρχές. Ήταν πρόκληση να υιοθετήσει κανείς κάποιες προτάσεις, να τις προωθήσει και να βγάλει νέα, ωριμότερα συμπεράσματα.
\Δάλλας:\ Είναι ένα πρόβλημα πάντως, το πού βάζει ο καθένας την απαρχή, φθάνοντας αυτό στους νεώτερους, από τον Γ.Π. Σαββίδη, που την ανάγει στον 16o αιώνα με τον Μπεργαδή, ως τον Μπήτον, που λέει απ' το '21 και δώθε.
\Βίττι:\ Ο Μπήτον δηλώνει ότι δεν κάνει Ιστορία, αλλά μια εισαγωγή. Οι φοιτητές του, το κοινό του, την σύγχρονη Ελλάδα την βλέπει να διαμορφώνεται με την ανεξαρτησία. Δεν είναι παράξενο, είναι μια τομή που μπορεί να υποστηριχθεί.
\Δάλλας:\ Ας επανέλθουμε στον Βίττι, για τον οποίο θα έλεγα ότι ξεκινά, φυσικά, από τον Δημαρά. Το πρώτο είναι πού και πώς διαφοροποιείται, το δεύτερο είναι τις μας δίνει; Μας δίνει τη ματιά ενός ξένου; Θα έλεγα ότι έχει μια ευρωπαϊκή ματιά, χωρίς να μπαίνει στις εδώ αγκυλώσεις. Και το τρίτο είναι ότι λειτουργεί και σήμερα, προχωρεί η δική σου Ιστορία μαζί με τη λογοτεχνία. Αίφνης, το βιβλίο για την ιδεολογική λειτουργία της ηθογραφίας είναι μια πρόταση. Αντίστοιχα το βιβλίο για τη γενιά του '30. Από την άλλη, οι διαφοροποιήσεις με τον Δημαρά είναι σαφείς. Αυτός ξεκινά με το δημοτικό τραγούδι, εσύ με την βυζαντινή παράδοση.
\Βίττι:\ Αυτό που σας κάνει εντύπωση, ότι έχω τάχα μια ματιά διαφορετική, οφείλεται σε δύο πράγματα. Κατ' αρχήν έχω το ελληνικό στοιχείο μέσα μου και από μικρός εξοικειώθηκα με την ελληνική λογοτεχνία. Άλλοι, πολύ αξιόλογοι νεοελληνιστές στην Ευρώπη, απέκτησαν αυτή την οικειότητα πολύ αργότερα. Δεν είχαν αυτή την άμεση πρόσβαση που είχα εγώ, από τον καιρό που πήγαινα σχολείο. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Στην Ιταλία πηγαίνω στα 18 μου.
Το δεύτερο είναι ότι εγώ έχω μια άλλη προοπτική πάνω στα πράγματα, λόγω απόστασης. Αυτή η απόσταση είναι διπλή. Αστειευόμενος, λέω ότι γεννήθηκα στη Νέα Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη, και πήγα στην άλλη Ρώμη, δεν πέρασα από την Ελλάδα. Βρέθηκα στην Ιταλία τη στιγμή που η χώρα ανορθωνόταν και όλα ξεκινούσαν από την αρχή. Και η λογοτεχνία ξεκινούσε με νέα ορμή. Έβγαλα λογοτεχνικό περιοδικό που είναι αντίστοιχο με τα εδώ μεταπολεμικά περιοδικά. Η εμπειρία μου εκεί ήτανε κριτικής στρατευμένης, στα ιταλικά πράγματα όπου συμμετείχα, με πρόθεση ανατροπής του παλιού κατεστημένου.
Στην Κωνσταντινούπολη διασκέδαζα μεταφράζοντας από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά... Τα αναγνώσματά μου εκεί ήτανε όμως γαλλικά. Έτσι, όταν πήγα στην Ιταλία βρέθηκα ενισχυμένος με πράγματα που οι νέοι της εποχής μου δεν τα ήξεραν στην Ιταλία. Έπεσα στην κατάλληλη στιγμή, τότε ανακάλυπταν και τον Γκράμσι...
\Δάλλας:\ Μάριε, δεν σου πέρασε απ' τη σκέψη να γράψεις Ιστορία, όχι αισθητική αλλά με βάση την απολαυστική για τον αναγνώστη δυναμική των κειμένων (όπως θα πρότεινε ο Μπαρτ);
\Βίττι:\ Η γαλλική προσέγγιση στη λογοτεχνία εκ παραδόσεως δεν είναι ιστορική, ενώ αυτό στην ιταλική ιστορική παράδοση είναι κάτι το έμφυτο, από τον καιρό του Βίκο αλλά και χάρη στον Κρότσε, ο οποίος, ιδεαλιστής, μας πότισε με τον Χέγκελ, μας πότισε με θεωρία της ιστορίας. Έτσι εγώ, κατά σύμπτωση, είχα αυτά από πίσω, που δεν μπορούσαν να τα έχουν οι Έλληνες.
\Βούλγαρης:\ Το σχήμα σας το διαμορφώνετε εν προόδω, και μάλιστα θα έλεγα πως όταν άρχισαν να εκδίδονται τα βιβλία σας, εκείνα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πολλοί νέοι της εποχής διαμορφωθήκαμε κι εμείς μέσα από αυτά. Να πω ότι μας πήγαιναν καλύτερα, απ' ό,τι η Ιστορία του Δημαρά; Εγώ τουλάχιστον είχα την αίσθηση πως έφερναν έναν αέρα ευρωκομμουνιστικό. Ακόμα και κάποιες αστοχίες σας, όπως αυτή σχετικά με τον |Αυθέντη του Μορέως| του Ραγκαβή, που σχολιάστηκε δεόντως, φαίνεται να οφείλονται σε υπερβάλλοντα αριστερό ζήλο...
\Βίττι:\ Στην Ιταλία ήμουν σε έναν κύκλο που δεν ήταν ακριβώς αριστερός, όπου συμμετείχε όμως και ο Παζολίνι. Δεν είναι μικρή υπόθεση αυτή. Στην Ελλάδα, όταν ήρθα, αρχές της δεκαετίας του '50, δεν μπόρεσα να ζυγώσω αριστερούς, οι άνθρωποι κοίταζαν πώς να ζήσουν, μόλις είχαν γυρίσει από τις εξορίες. Ο μόνος που πλησίασε τους ξένους ήταν ο Ρίτσος, αλλά και αυτός μέσω Αραγκόν ή μέσω των χωρών του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Ο Βάρναλης ούτε καν δοκίμαζε ο άνθρωπος. Ο Ρίτσος δεν με τραβούσε εκείνον τον καιρό και όταν τον γνώρισα αργότερα απογοητεύτηκα ακόμη περισσότερο. Δεν μπορούσε να προχωρήσει μια κουβέντα μαζί του.
\Βούλγαρης:\ Τους μεταπολεμικούς πότε τους συναντάτε;
\Βίττι:\ Όταν έβγαλα την ανθολογία το 1955, τα δύο προηγούμενα χρόνια είχα γνωρίσει τον Σαχτούρη, όλη την παρέα του Μπραζίλιαν, μαζί κι ο Παπαδίτσας κι ο Σινόπουλος, τους γνώρισα προσωπικά. Τότε δεν μπορούσες να αγοράσεις τα ποιητικά βιβλία, ο καθένας τα τύπωνε μόνος του, και στα έδιναν. Έτσι μπόρεσα να τα διαβάσω. Μετά ήτανε θέμα ευαισθησίας του αναγνώστη. Έτσι στην ανθολογία μου μπήκαν αρκετοί μεταπολεμικοί, που ούτε στην Ελλάδα δεν είχαν αναγνώριση. Είχαν μπει μόλις κάνει την ομαδική εμφάνισή τους στην ανθολογία των Γεωργούδη-Γεννατά.
\Δάλλας:\ Σε αυτό το κλίμα δεν θα 'μπαινε ποτέ ο Δημαράς.
\Βίττι:\ Ούτε τη γενιά του '30 δεν έβαλε στην |Ιστορία| του.
\Δάλλας:\ Και αυτή σαν επίμετρο την έβαλε, γι' αυτό λέω ότι εσύ ήρθες μέσα από τα πράγματα. Αλλά ας έρθουμε στη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, πώς λειτουργεί στη δουλειά σου.
\Βίττι:\ Ήταν μάλλον κάτι το αυθόρμητο τότε. Δεν ήταν προγραμματισμένο, καθώς προχωρούσε η δουλειά έπαιρνε το σχήμα αυτό, όπως εξάλλου και ένα σχήμα ας πούμε αφηγηματικής διάθεσης. Έχω, νομίζω, την αίσθηση της συνοχής των πραγμάτων.
\Δάλλας:\ Από την αρχή, δεν έχεις στο νου σου μια εθνοκεντρική ιστορία της λογοτεχνίας, ούτε το λογοτεχνικό φαινόμενο για σένα είναι άμεση αντανάκλαση των ιστορικών γεγονότων, όπως στον Κορδάτο.
\Βίττι:\ Ούτε εθνοκεντρικό ούτε μαρξιστικό είναι το σχήμα που προτείνω.
\Δάλλας:\ Εκτός του ότι δεν έπεσες στην παγίδα του εθνοκεντρισμού, μείωσες και τη σημασία που δίνει ο Δημαράς στον Διαφωτισμό.
\Βίττι:\ Το σχήμα του Διαφωτισμού ήταν δική του ανακάλυψη, επομένως ήταν φυσιολογικό, ανθρώπινο, να το τονίσει περισσότερο, να το υπερτιμήσει.
\Δάλλας:\ Παρ' ότι ο Δημαράς λέει ότι απ' αυτά τα ρεύματα τον ενδιαφέρει η |τροπή|, αυτή δεν φαίνεται.
\Βίττι:\ Βέβαια, μερικοί φίλοι μας, όπως ο Νάσος Βαγενάς και ο Γ.Π. Σαββίδης θέλησαν να ανεβάσουν τον Δαπόντε. Εγώ έχω κάποια δυσκολία να τους ακολουθήσω. Ο Διαφωτισμός, πάνω στη δημιουργική λογοτεχνία τι επίδραση είχε; Είπανε ότι ήτανε αντιποιητικός ο αιώνας του Διαφωτισμού. Τον ορισμό αυτό δεν τον βρήκε ο Δημαράς, το είδε στα γαλλικά βιβλία γραμμένο.
\Βούλγαρης:\ Ας έρθουμε στον 20ό αιώνα. Το όριο της νεωτερικής στροφής θα το βάζαμε πάλι στα χρόνια του '30, ή κάπου στο δεκαετία του '20, π.χ. στο 1922;
\Βίττι:\ Όλες οι επαναστάσεις δεν έγιναν στα χρόνια του '30, αλλά έρχονται από πιο πίσω. Με τον ρόλο του ελεύθερου στίχου έχει γίνει κάποια υπερβολή, από τους μελετητές υπάρχει μονομέρεια. Και ο ίδιος ο Σεφέρης αρχίζει να γράφει ποίηση στα χρόνια του '20, μάλιστα τα ποιήματά του καρυωτακίζουν, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όταν πέθανε ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης απελευθερώθηκε από αυτό το σύνδρομο. Ο Σεφέρης είχε το προνόμιο να ζήσει περισσότερο και να περάσει σε πολλές, διαδοχικές φάσεις, ενώ οι άλλοι της γενιάς του '20 δεν είχαν την ίδια δυνατότητα. Ο Καρυωτάκης πέθανε, ο Φιλύρας, που ανήκει στη γενιά του '10, πήγε στο ψυχιατρείο κ.λπ. Απέμειναν οι ασθενέστερες περιπτώσεις, όπως ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος.
\Δάλλας:\ Να δούμε λίγο την ηθογραφία.
\Βίττι:\ Η γενιά του '30 ήθελε να κατακτήσει το μοντέρνο μυθιστόρημα και γι' αυτό θεωρούσε την ηθογραφία ως μια δέσμευση με το παρελθόν. Γι' αυτό εξάλλου δια του Δημαρά καταδικάστηκε η ηθογραφία, ρητά μάλιστα από τον Θεοτοκά. Εκ των υστέρων μιλήσανε για κάποιο άρωμα, όπως ο Τερζάκης, αλλά κατά τη στιγμή τη μαχητική, της εξόρμησης της γενιάς, οι πιο φιλόδοξοι έβλεπαν την ηθογραφία σαν κάτι αρνητικό.
\Δάλλας:\ Οι τίτλοι των κεφαλαίων της Ιστορίας σου έχουν μια μυθιστορηματική υφή, π.χ. "Η κόλαση των απόκληρων, στο μυθιστόρημα του Θεοτόκη".
\Βίττι:\ Αυτά οφείλονται στην ιταλική πλευρά της παιδείας μου. Αν και νομίζω πως θα μπορούσα να είμαι ένας καλός αρχισυντάκτης εφημερίδας...
\Δάλλας:\ Το στοιχείο που θα πρέπει να αναλυθεί, είναι πως οι νέοι επηρεάζονται από την Ιστορία σου, ιδιαίτερα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης πάει δίπλα δίπλα με την προβληματική που έθεσε και η Αριστερά, για το στοιχείο της ιδεολογίας κ.λπ. Επίσης, περνάς και στους νεώτερους λογοτέχνες, όπου υπάρχει μια διαφορετική ζήτηση της Ιστορίας της λογοτεχνίας πια.
\Βούλγαρης:\ Να δούμε λίγο και την ιστορία της κριτικής.
\Βίττι:\ Έχει αποσιωποιηθεί. Ο Παράσχος π.χ. και αρκετοί άλλοι, ήταν πολύ καλλιεργημένοι άνθρωποι, αλλά δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη θεωρία, όπως είναι μερικοί ακαδημαϊκοί. Ένα κακό που ήρθε ωστόσο με την πτώση της χούντας, είναι ότι γύρισαν πίσω όλα αυτά τα παιδιά που είχαν πάει έξω για σπουδές, είτε με υποτροφίες είτε χωρίς. Γύρισαν πίσω, πολλαπλασιάστηκαν οι έδρες Νέων ελληνικών, πολλαπλασιάστηκαν οι δυνατότητες να πιάσεις ένα πόστο στο Πανεπιστήμιο, και οι νέοι αυτοί αισθάνθηκαν ότι μπορούν να κάνουν και τη δουλειά που έκαναν πρωτύτερα οι κριτικοί. Δημιουργήθηκε έτσι ένα υποκατάστατο της κριτικής. Για μένα, αυτό έφερε πολύ μεγάλη ανωμαλία στην κίνηση της λογοτεχνίας. Αν παλαιότερα ο Παράσχος και ο Άγρας π.χ. έκαναν δημιουργική κριτική, η οποία συμμετείχε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και διαμόρφωνε τον κανόνα, με τη Μεταπολίτευση συνέβη καθηγητές Πανεπιστημίου να είναι και κριτικοί της λογοτεχνίας.
\Βούλγαρης:\ Η γενιά του '30 πώς σας αντιμετώπισε; Ένας Ιταλός, που έρχεται και αρχίζει να ψάχνει τα πράγματα...
\Βίττι:\ Όποιος ξένος ερχόταν εδώ, έμπαινε κατευθείαν στον κύκλο του Δημαρά, αυτό το όνομα ήξερε. Όπως είπα, ο Ρίτσος μόλις είχε απολυθεί από τη Μακρόνησο. Οι άλλοι ήταν άνθρωποι πολυταξιδεμένοι, "ατσαλάκωτοι" όπως είχε πει ο Τερζάκης, με κοινωνική άνεση, με οικονομική δυνατότητα να χαρίσουν βιβλία. Ο Κατσίμπαλης από την πρώτη στιγμή που ανακάλυψε ότι υπάρχω άρχισε να μου στέλνει βιβλία και περιοδικά. Αλλά δεν υπονόμευαν τους άλλους, δεν έλεγαν υποτιμητικά πράγματα για τους νεώτερους, δεν είχαν εξάλλου ανάγκη να το πουν αυτό. Απλώς φροντίζανε για τα δικά τους.
\Δάλλας:\ Η στάση τους απέναντι σε μας τους μεταπολεμικούς δεν ήταν φιλική. Άλλωστε, τα μεγάλα τους έργα τα δίνουν μετά τον πόλεμο, όπου ήμαστε δίπλα δίπλα. Δεν έσκαγαν χαμόγελο σε μας καθόλου...
Χρονοδείκτης
21 Φεβρουαρίου 1980, στα ανωφερή της Σίνα. Η τελευταία μέρα και εβδομάδα των ομιλιών της "Εταιρείας Νεοελληνικού Πολιτισμού" για τον Σεφέρη. Παράγωνη αίθουσα, μεστή εκλεκτικού ακροατηρίου. Στις πρώτες θέσεις η Μαρώ και εξ ευωνύμων ο καλός μας φίλος και σεφεριστής Γιώργος Σαββίδης. Ομιλητής ο Μario Vitti. Σε μια του περισκόπηση της δράσης, στάθηκε και στα υπηρεσιακά του ποιητή τονίζοντας, ίσως υπέρ το δέον, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, την επαγγελματική του θέση στη μεταξική λογοκρισία. Οπότε ακούγεται ένας κρότος δυνατός στο πάτωμα, από μπαστούνι. Και, "τι είναι αυτά που λες...", ξεφώνισε η Μαρώ. Η αίθουσα γύρω πάγωσε. Απτόητος ο Μάριος απάλυνε για μια στιγμή την κριτική, αλλά με μια μακρά περιστροφή του λόγου επανήλθε, "εξηγώντας" πως εννοούσε την υπηρεσία του Σεφέρη δίπλα στον Νικολούδη... Και πάλι το μπαστούνι με την ασημένια του λαβή, κι ο λόγος άστραψε και βρόντησε: "Τι κουταμάρες είναι αυτά...". "Η κυρία Σεφέρη", επενέβη ο Γιώργος, "θέλει να πει...". "Θέλω να πω, δεν εννοώ την ποίηση...", εξήγησε κι ο Μάριος, και συνέχισε μιλώντας για την Νέκυια στον Σεφέρη, που ήταν κι ένα μέρος απ' το θέμα του. Σαν γνήσιος φραγκολεβαντίνος -Κωνσταντινουπολίτης και Ευρωπαίος- ο καλός μου φίλος. Έτσι, με αυτού του είδους τις ατάκες έκλεισε ο |Κύκλος Σεφέρη|, όπως τιτλοφορήθηκε η σειρά εκείνων των ομιλιών. "Ήταν ωραία όλα αυτά, μια περιδιάβαση", όπως θα σχολίαζε κι ο ίδιος ο ποιητής.
Γιάννης Δάλλας
Ένας ιστοριογράφος των αλληλένδετων φαινομένων
Του Αλέξη ΖΗΡΑ
Για μας τους κάπως νεώτερους, που αρχίσαμε να ασχολούμαστε με τα λογοτεχνικά γύρω στο 1965 και έπειτα, μέσα στην ταραγμένη πολιτική περιμετρική της δεκαετίας που ώς το 1975 πέρασε από πολλών ειδών πολιτειακές εκτροπές και εθνικές τραγωδίες, η παρουσία του Μάριο Βίττι ήταν περίπου ταυτισμένη με τη σειρά των άρθρων του που δημοσίευε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο '70 και έπειτα, στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας |Το Βήμα|. Υπήρχαν και κάποια πρωιμότερα κείμενά του -μου έρχεται στο νου ένα για τον Κάλβο, στην |Επιθεώρηση Τέχνης|- αλλά εδώ, τώρα, τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά. Τα εν λόγω άρθρα σχημάτιζαν μια ολόκληρη βάση πληροφοριών για την όχι ακόμη μακρινή λογοτεχνική μας ιστορία του μεσοπολέμου, ανασκευάζοντάς την όμως -και το ενδιαφέρον του πράγματος βρισκόταν σ' αυτό το σημείο- με τη μορφή μιας "προσωπικής" αφήγησης. Και μάλιστα μιας αφήγησης που, χωρίς να αποσπάται από το πλαίσιο της γενικότερης ιστορίας, χρησιμοποιούσε για τον αναστατικό της ρόλο ακόμα και τα λιγότερο σημαντικά στοιχεία, τα "ευτελή" που οι άλλες επισκοπήσεις δεν καταδέχονταν να συμπεριλάβουν, όπως λόγου χάριν τα περιοδικά ή την ιδιάζουσα σημασία και τις επιδράσεις που άσκησαν στους νέους λογοτέχνες και λογίους εκείνης της εποχής οι κοσμοθεωρίες και οι ιδεολογικές αναζητήσεις. Όπως, επίσης, τις έννοιες των καλλιτεχνικών και των πολιτικών πρωτοποριών, σε μια περίοδο που η λέξη "πρωτοπορία", απ' όσο φαινόταν, είχε αρκετά διαφορετικό εκτόπισμα απ' όσο στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών ή και τα αμέσως μεταπολιτευτικά. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτό που κυρίως μας τράβηξε το ενδιαφέρον -και μιλάω πάντα για τους συνομιλήκους μου- είχε να κάνει πρώτα πρώτα με το ότι τα άρθρα του Βίττι |ήταν γραμμένα μ' έναν αντι-ακαδημαϊκό τρόπο|. Από εκεί οσμιζόσουν τον γραμματολόγο που ασφυκτιούσε μέσα στο κοστούμι του "κεκυρωμένου" ιστοριοδίφη. Η γραφή του διέθετε έναν τρόπο "προσωπικής" αφήγησης, η οποία και πλησίαζε περισσότερο στον ελεύθερο δοκιμιακό λόγο παρά στην φιλολογική προσέγγιση. Και αναφέρομαι εδώ στην ακαδημαϊκή φιλολογική προσέγγιση επειδή, κατά τεκμήριο, για να "νομολογήσει" και να καταλήξει να πει τον τελικό της λόγο -όσο μπορεί να υπάρξει τελικός λόγος σε θέματα που είναι αδύνατο να αποφύγουν την υποκειμενική ερμηνεία- αρνείται την αξιολόγηση. Ακόμα και αν υπάρχει μια ικανή απόσταση χρόνου από τα "ζέοντα" της λογοτεχνίας μιας περιόδου.
Πράγματι, ο Βίττι -το πιθανότερο, χωρίς να το έχει προσχεδιάσει- βρισκόταν πολύ κοντά στη νοοτροπία μας, στις "ζητήσεις" μας, όπως θα έλεγε εδώ ο δάσκαλός του, ο Κ.Θ. Δημαράς, αφού στα κείμενά του ξεκινούσε όχι από το αποδεδειγμένο αλλά από το προς απόδειξη. Έτσι, δεν θυμάμαι κάποιο άρθρο του να αρχίζει με το αξιωματικό δεδομένο ότι τα πρωτεία ανήκουν σε κάποιον λογοτέχνη ή σε κάποιον λογοτεχνικό κύκλο, ακόμα και αν αναφερόταν στις πιο σημαίνουσες των περιπτώσεων του ελληνικού μεσοπολέμου. Τον ενδιέφερε, και νομίζω ότι εξακολουθεί και σήμερα να τον ενδιαφέρει, αν κρίνω από την πρόσφατη επανέκδοση της |Ιστορίας| του, η αξιολόγηση ενός έργου, πρώτα-πρώτα σε συνδυασμό με το τι εισέφερε το έργο αυτό, συνολικά, στη λογοτεχνία του καιρού του, και έπειτα, σε προέκταση, στη λογοτεχνία μιας μεγαλύτερης περιόδου. Κι αυτή μια υπόθεση εργασίας του Δημαρά, που όμως ο Βίττι της έδωσε μια άλλη κινητικότητα, αφού, π.χ., αρκετές από τις θέσεις του, τόσο στη μελέτη της ελληνικής ηθογραφίας, όσο και στη μελέτη του ελληνικού μοντερνισμού, τις μετακίνησε, συγχρονιζόμενος με τις υποδοχές που είχαν οι έννοιες αυτές στη λογοτεχνία και στην κριτική των τελευταίων δεκαετιών. Τα αρχικά ερωτήματα, όμως, παρέμειναν εν δράσει. Φερ' ειπείν, σε τι άλλαξαν τη μεταγενέστερη ποίηση τα έργα του Καβάφη, του Καρυωτάκη ή του Σεφέρη; Από πότε την άλλαξαν; Της έδωσαν νέες κατευθύνσεις; Άλλαξαν τις αισθητικές προτιμήσεις και τις τεχνικές της λογοτεχνικής γραφής; Διαμόρφωσαν, τέλος, και σε ποιο μέτρο -κάτι που νομίζω ότι είναι το κυριότερο- τις συνειδήσεις των ποιητών του μεταπολέμου;
Αυτό το τελευταίο ερώτημα, μπορώ να πω ότι είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία για μας, τη γενιά μου εννοώ, ή, έστω, τους πιο φιλέρευνους από αυτήν, γιατί κι εμείς, τότε, βρισκόμασταν στο σημείο εκκίνησης. Δεν αποκαλύπτω κάτι το καινούργιο, αν πω ότι μεσούσης της δεκαετίας του '70, ίσως και λόγω του έντονα ρευστού και μεταβατικού χαρακτήρα που έδειχναν να έχουν τα βασικά σημεία της εποχής, υπήρχε μια σχετική νέκρα, ένα μούδιασμα ή μια διστακτικότητα, προπάντων ως προς τα κριτικά πράγματα. Οι όποιες συνθετικές μελέτες έβγαιναν, ήταν απελπιστικά ρηχές, χωρίς καμία αντιστοιχία προς τα αιτήματα μιας νέας ερμηνευτικής μεθόδου που ήδη δοκιμαζόταν σε άλλους δημιουργικούς τομείς, όπως ο κινηματογράφος και το θέατρο. Δεν φτάνω στο σημείο να πω ότι ήταν ανύπαρκτα τα προηγούμενα συνθετικά, κριτικά εγχειρήματα, όμως έπασχαν γιατί συνήθως δεν ενδιέφερε το τι επεδίωκε και το τι πέτυχε με το έργο του ο κάθε συγγραφέας, και επιπλέον δεν απασχολούσαν τα κριτήρια βάσει των οποίων ο κάθε συγγραφέας δούλεψε το υλικό του. Συστατικά δηλαδή στοιχεία της μεθόδου του Βίττι, τόσο στις επανεγγραφές των |Ιστοριών| του όσο και στις θεμελιώδεις για τα γράμματά μας μονογραφίες του, για την |Ιδεολογική Λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας| (1974) και τη |Γενιά του Τριάντα| (1977). Θα μπορούσα όμως να πάω και μακρύτερα, λέγοντας ότι στην προσπάθεια της μεταπολιτευτικής ανάκαμψης δεν υπήρχε καν, σε μας που δεν περάσαμε από τα φιλολογικά σπουδαστήρια, ένας γραμματολογικός οδηγός που να μην προκαλεί τις νεανικές επιφυλάξεις μας, όπως τις προκαλούσε η |Ιστορία| του Κ.Θ. Δημαρά. Ένας οδηγός φτιαγμένος με σοφία και κατασταλαμένη επιστημονική πείρα, αλλά που ήταν ήδη δύσκαμπτος σ' εκείνα τα χρόνια, μια και (έστω και αν ορισμένοι εξακολουθούν να θεωρούν κάτι τέτοιο σχεδόν ανίερο) η βασική γραμμή των προβληματισμών του πήγαινε πολύ πίσω, ως δεσπόζουσα κριτική θέση. Πίσω στα προπολεμικά χρόνια, στη δεκαπενταετία 1925-1940 και στις αντίστοιχες συζητήσεις για την παράδοση, την πρωτοπορία ή σε επιμέρους θέματα όπως η ηθογραφία, που εξακολουθούσε, ως ιδεολόγημα περισσότερο της γενιάς του κορυφαίου ιστοριογράφου μας, να θεωρείται εμπόδιο στην ανάπτυξη του ελληνικού μυθιστορήματος.
Νομίζω ότι το διαφορετικό που κόμισαν τα ιστοριογραφικά και οι άλλες κριτικές μελέτες του Μάριο Βίττι, βγαίνοντας μέσα στα άκρως συγκεχυμένα χρόνια της μεταπολίτευσης, ήταν η επίμονη φροντίδα του να δοθεί στον αναγνώστη η όσο γίνεται πιο τεκμηριωμένη ιστορική προοπτική ενός έργου, ενός κινήματος ή μιας αισθητικής αντίληψης. Σε μια περίοδο, στη δεκαετία 1970 κυρίως, όπου τα κριτήρια ανάγνωσης και αξιολόγησης της τρέχουσας λογοτεχνίας πολλές φορές έμοιαζαν να τρέφονται από παλαιές ιδεολογικές προκαταλήψεις, τόσο τα άρθρα στο |Βήμα| όσο και οι μελέτες του Βίττι για τη γενιά του '30 και την ηθογραφία, πρότειναν με πειστικότητα ότι η επαρκής κριτική είναι μια σύνθεση. Δεν μας έλεγε, ξεχάστε το περιβάλλον και τις ενδεχόμενες επιδράσεις του και απομονώστε το έργο στα δεδομένα των εσωτερικών κανόνων της λογοτεχνίας, αλλά ότι κανένα έργο δεν αξιολογείται αν δεν ενεργοποιηθεί η συνδυαστική φαντασία του κριτικού.
Ότι, τέλος πάντων, είναι αδύνατο να εκτιμήσεις σωστά το πόσο σημαντικό είναι ένα έργο, αν δεν αναζητήσεις πρώτα-πρώτα τους όρους της εμφάνισής του, τις συγχρονίες του, και, κατά δεύτερο, τις συνέπειες που είχε η ζωή του, δηλαδή οι διαδοχικές του αναγνώσεις μέσα στη ζωή της λογοτεχνίας μιας εποχής: οι διαχρονίες του.
|Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας|
"Αποτιμήσεις εντελώς καινούριες για τον ΙΖ αιώνα"
Η |Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας| του Μάριο Βίττι γράφτηκε στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας (1968-1969), με τη συνείδηση ότι ο μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας βρισκόταν στην |προνομιακή θέση| να χειριστεί μόνος το υλικό του, αντίθετα από τους ιστορικούς μεγαλύτερων λογοτεχνιών που είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συλλογικά το θέμα, αλλά και με τη "διανοητική ευφορία που συνοδεύει συνήθως παρόμοια τολμήματα", η οποία τον παρασύρει, κάποτε, στο να αγνοήσει "κάποιες υγιείς ακαδημαϊκές προφυλάξεις", καθώς σημειώνει ο ίδιος προλογίζοντας την ιταλική έκδοση (1971)^1^. Η συγκυρία και η στράτευση του συγγραφέα στη "σπουδή της αληθινής Ελλάδας", ενός τόπου "του οποίου μας διαφεύγει ο ορισμός και του οποίου όλες οι δημαγωγίες και οι δικτατορίες, κατά το παρελθόν αλλά και κατά το παρόν, έφεραν στο προσκήνιο μόνο τις πιο άγονες και αρνητικές πλευρές", ορίζουν ως ακρογωνιαίο λίθο της σύνθεσης την έννοια της ελευθερίας φορτίζοντας ανάλογα και τον λόγο του: "Το βιβλίο μου είναι θεμελιωμένο στην πίστη στην ελευθερία της λογοτεχνικής δημιουργίας που όμως κάθε άλλο παρά αίρει την επώμιση ευθυνών: γι' αυτό προσπάθησα να αναπαραστήσω τον αγώνα που από τον Μεσαίωνα και ως σήμερα διαδραματίζεται ανάμεσα στην άσβεστη δίψα για ελευθερία και στις πιέσεις που από μέσα και από έξω παρεμποδίζουν την πραγμάτωσή της"^2^.
Υπό το πρίσμα αυτό ερμηνεύεται η εκάστοτε λογοτεχνική ανανέωση, μάλιστα ως προϊόν ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Ξεκινώντας, όπως και οι προηγούμενες INΛ, από τον ύστερο Μεσαίωνα επισημαίνει τη δημιουργική εκμετάλλευση των λαϊκών εκφραστικών τρόπων από πρόσωπα που κινούνται στα περιθώρια της επίσημης παιδείας, γεγονός που συνιστά παρέκκλιση από τον λογοτεχνικό κανόνα και ανατροπή των καθιερωμένων λογοτεχνικών συμβάσεων: "τα πρόσωπα που συνθέτουν στίχους στην καθημερινή γλώσσα ξεφεύγουν από την πειθαρχία του καθιερωμένου για τη λόγια λογοτεχνία κώδικα (...) Με τον τρόπο αυτό, στα περιθώρια της κατεστημένης φιλολογικής παιδείας που παραμένει δέσμια του κλασικού μεγαλείου, μορφοποιείται μια λαϊκή εκφραστική εμπειρία συνυφασμένη με τον δεκαπεντασύλλαβο"^3^.
Aυτά τα δημώδη έργα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, που σηματοδοτούν την ανανέωση της βυζαντινής λογοτεχνίας από τον 12ο αιώνα, αποτελούν και τη συνέχειά της στους πρώτους αιώνες μετά την οθωμανική κατάκτηση, γεγονός που τονίζεται στη γ' αναθεωρημένη έκδοση της ΙΝΛ (2003): "Η ορμή της συνέχειας αψηφά αλλαγές και ρήξεις, βοηθώντας παρόμοια στοιχεία να επιζήσουν στις επερχόμενες φάσεις. Η νεοελληνική λογοτεχνική κληρονομιά, όπως είναι φυσικό, αντλεί από προγενέστερες εμπειρίες. Πρώτα απ' όλα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η βυζαντινή κληρονομιά είναι θεμελιώδες προνόμιο του νεοελληνικού πολιτισμού, δυναμικό και σήμερα ακόμη, εφόσον συνοδεύει τον ελληνικό πληθυσμό ανά τους αιώνες, και όχι μόνο με τη μορφή του θρησκευτικού τυπικού, που είναι και η πιο φανερή της όψη"^4^.
Για να μελετήσει την ιστορική εξέλιξη των λογοτεχνικών φαινομένων της νεοελληνικής, ο Μάριο Βίττι εξετάζει τις ιδεολογικές παραμέτρους και τάσεις κάθε εποχής, δευτερευόντως δε εστιάζει σε βιογραφίες ή εργογραφίες. Προχωρεί ακόμη σε συγκριτικές αποτιμήσεις ανάμεσα σε διαφορετικές λογοτεχνικές παραδόσεις, ιδίως την ιταλική και την ελληνική, με τη βαθιά γνώση και των δύο, πράγμα που του επιτρέπει να εντάσσει τη νεοελληνική παράδοση στο ευρωπαϊκό της πλαίσιο. Αμφισβητεί, ωστόσο, "την κυριαρχία της συγκριτικής γραμματολογίας" με τον τρόπο των Brunel-Pichois για να προκρίνει μια ιστορία της λογοτεχνίας κοντά στην ιστορικοκοινωνιολογική θεώρηση των Wellek-Warren^5^. Παρακολουθώντας τις πολιτισμικές επαφές με τη Δύση μετά τη Δ' Σταυροφορία, που γίνονται ολοένα και στενότερες στη βενετοκρατούμενη Κρήτη σε αστικά περιβάλλοντα με ιταλική παιδεία, διαπιστώνει ότι "το πνεύμα της Αναγέννησης δεν αγγίζει ακόμη τη δημοτική λογοτεχνία" (α' έκδ.), ότι η "ελληνική λογοτεχνία γραμμένη στη δημοτική δυσκολεύεται να αποκολληθεί από το βυζαντινό παρελθόν" (γ' έκδ.). Τη σχεδόν παντελή απουσία στοιχείων που να μαρτυρούν μια νέα κοσμοντίληψη επισημαίνει και στις εκδόσεις των τυπογραφείων της Βενετίας. Τυπώνονται έργα "ριζωμένα στη μεσαιωνική αντίληψη", επιλεγμένα με εμπορικά κριτήρια, τα οποία δεν προσαρμόζονται στους νέους κανόνες που χαρακτηρίζουν την αισθητική της Αναγέννησης. Αυτή η "στενάχωρη διαπίστωση" απλώνεται ως τους έλληνες λογίους της διασποράς που ακολουθούν τις επιλογές των ηγεμονικών αυλών όπου εργάζονται, αμέτοχοι στην αξιοποίηση του κόσμου των αρχαίων προς όφελος των νεότερων Ελλήνων. Tην εξαιρετική περίπτωση του Νικόλαου Σοφιανού, που θητεύει στην ιταλική Αναγέννηση και συνειδητοποιεί πρώτος την ανάγκη μιας νεοελληνικής παιδείας, αναδεικνύει με έμφαση εκδίδοντας και ένα ποιητικό έργο του^6^:
Ασφαλώς δεν είναι εδώ η κατάλληλη θέση για να απαριθμήσουμε τις πρωτότυπες παρατηρήσεις του Μάριο Βίττι για την περίοδο από τον 15ο ως τον 16ο αιώνα που χαρακτηρίζεται από τις βυζαντινές συνέχειες. Tο μεγαλύτερο βάρος έδωσε, άλλωστε, στον 17ο αιώνα προτείνοντας μια νέα ερμηνευτική οπτική που αποτέλεσε το έναυσμα για περαιτέρω έρευνες του πεδίου. Σημειώνει στην α' έκδοση: "Άλλες αποτιμήσεις, εντελώς καινούριες, όπως αυτές που επιχειρούνται για τον ΙΖ' αιώνα, ελπίζω ότι μπορούν να αντέξουν αρκετά ακόμη: χάρη στην τοποθέτηση του θέματος που προτείνω, και που πραγματοποιείται ύστερα από μισό αιώνα ερευνών στη Δύση για τις οποίες, κατά παράδοξο τρόπο, αδιαφόρησε εντελώς η νεοελληνική επιστήμη, πολλά γεγονότα που προηγούμενα έμεναν ασύνδετα και στερημένα από μια οργανική δικαίωση, τώρα αποσαφηνίζονται και κατατάσσονται κατά τρόπο λιγότερο μηχανικό στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών ρευμάτων"^7^.
Στη γ' έκδοση τα πράγματα αποσαφηνίζονται ακόμη περισσότερο, έχοντας ενσωματώσει και τα πορίσματα των νεότερων ερευνών. Το τρίτο εκτεταμένο μέρος της ΙΝΛ πραγματεύεται τον 17ο αιώνα "του Κηρύγματος και της Ποίησης", των δύο ειδών μέσα από τα οποία ο Μάριο Βίττι θεωρεί ότι εκφράστηκε η πραγματική ανανέωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και χάρη στα οποία ο ελληνικός πολιτισμικός χώρος ολοκληρώνει μια φάση της λογοτεχνίας που τον εντάσσει στο ευρωπαϊκό κίνημα του μπαρόκ, καθώς συνοψίζει επιγραμματικά: "Αυτό συμβαίνει πραγματικά, αφού στο τέλος του 16ου αιώνα, πρώτα στην Κύπρο, έπειτα στην Κρήτη διαμορφώνεται μια ελληνική λογοτεχνία που έχει κάθε δικαίωμα να θεωρείται νέα ελληνική καθώς έχει απαλλαγεί από τη νοοτροπία του μεσαίωνα. Και κάτι άλλο: η νεοελληνική λογοτεχνία μπαίνει στη νέα φάση της ιστορίας της δίχως να αναμετρηθεί με την εμπειρία της Αναγέννησης, ένα κίνημα που είχε ωριμάσει σε αριστοκρατικούς κύκλους της Ιταλίας, αφήνοντας τώρα να παρασυρθεί από εκείνο το μεγάλο κύμα ανανέωσης στην ιδεολογία και την τέχνη που ξεκίνησε από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη συντελώντας στην πολιτισμική της ενοποίηση"^8^.
1. Για τη μετάφραση στα ελληνικά, βλ. Mario Vitti, |Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,| Αθήνα, Οδυσσέας, 1978, σ. 9.
2. Ό.π., σ. 10-11.
3. Ό.π., σ. 13-14.
4. Mario Vitti, |Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,| Αθήνα, Οδυσσέας, 2003, σ. 12.
5. Mario Vitti, "Τα δεδομένα της ιστορίας και τα δεδομένα της λογοτεχνίας. Πόσο είναι ασύμβατα;", |Ζητήματα ιστορίας των νεοελληνικών γραμμάτων, Διεθνής Επιστημονική Συνάντηση αφιερωμένη στον Κ.Θ. Δημαρά,| Θεσσαλονίκη, 10-12 Μαϊου 1990, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 22.
6. M. Vitti, |Nicola Sofianos e la commedia dei "Tre tiranni" di A. Ricchi,| Νάπολη, 1966.
7. |Ό.π.| (1978), σ. 10-11.
8. |Ό.π.|, σ. 124.
Για μια ιδεολογική κριτική της λογοτεχνίας
Του Γιάννη ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΜΑΡΙΟ ΒΙΤΤΙ, |Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας|, Κέδρος, Αθήνα, 1991 (α' έκδοση, Κείμενα, Αθήνα, 1974), σ. 237
Κάθε βιβλίο έχει την ηλικία του. Και ίσως, για μερικά βιβλία, η ηλικία αυτή είναι ένας απαραίτητος χρονοδείκτης για να κατανοήσουμε κριτικά την πράξη της γραφής αλλά και την πράξη της ανάγνωσης, τα εκδοτικά συμφραζόμενα και τις πιθανές στοχεύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου βιβλίου είναι και η |Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας|, του Μάριο Βίττι. Ο ίδιος ο συγγραφέας διευκρινίζει τα κίνητρα της γραφής: "Η ελευθερία αρχίζει από την πληροφόρηση. Και είναι ακριβώς η σχέση ρεαλισμού με την πληροφόρηση που συντέλεσε ώστε, όσοι φοβούνται την αδέσμευτη πληροφορία, να θεωρούν και το ρεαλισμό σαν μια δραστηριότητα επιλήψιμη. Αυτό το είδαμε στην προπολεμική Ιταλία, όταν ο φασισμός, για να κρατήσει την εξουσία, βρέθηκε στην ανάγκη να καταργήσει την ελεύθερη πληροφόρηση και να πείσει, με το καλό ή με το κακό, τους λογοτέχνες να μην καταγίνονται με το ρεαλισμό". Τα λόγια αυτά, γραμμένα από τον Μάριο Βίττι, στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, τον Μάρτιο του 1974, αποτελούν μάλλον μια κρίσιμη αφετηρία για την κατανόηση του συνολικού εκδοτικού εγχειρήματος. Το ιστορικό πλαίσιο είναι αναγνωρίσιμο: η δικτατορία των συνταγματαρχών μετράει πλέον τις τελευταίες της μέρες, και η ανακτημένη ελευθερία βγαίνει οριστικά από τον επτάχρονο "γύψο". Έχουμε μπροστά μας, λοιπόν, ένα βιβλίο βγαλμένο μέσα από τη συγκυρία, με τη φωνή και τον τόνο που επιβάλλει το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτισμικό κλίμα της εποχής. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, δεν βρίσκεται στην εύλογη τροφοδότηση των επιστημονικών και ερευνητικών ενδιαφερόντων του συγγραφέα από την εποχή, αλλά στην κεντρική επιλογή του θέματος: την ιδεολογική λειτουργία της νεοελληνικής ηθογραφίας, στο πλαίσιο του μυθοπλαστικού ρεαλισμού.
Η διπλή όψη του ρεαλιστικού κατόπτρου, - της πιστής, δηλαδή, και κριτικής μυθοπλαστικής αναπαράστασης αλλά συχνά και της συνειδητής παραποίησης της κοινωνικής πραγματικότητας - αποτελεί για τον συγγραφέα., τον κεντρικό άξονα πάνω στον οποίο αναπτύσσει τους προβληματισμούς του. Και στις δύο περιπτώσεις, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει ένα σημαντικό λογοτεχνικό τεκμήριο της κοινωνικής αναπαράστασης, που μας πληροφορεί είτε για το δυναμικό προσανατολισμό των συγγραφέων είτε για τις στρεβλώσεις, τις αλλοιώσεις και τις σκόπιμες παραποιήσεις της πραγματικότητας. Η ηθογραφία ως επιμέρους ειδολογικό πεδίο εφαρμογής του ρεαλισμού επιλέγεται από τον συγγραφέα ως μια σταθερή γραμμή αφηγηματικού προγράμματος, μέσω του οποίου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πολιτική παρέμβαση και λειτουργία της λογοτεχνίας. Η κριτική του συγγραφέα αφορά ειδικότερα τις συνθήκες που εξέτρεψαν τον ρεαλισμό, μέσω της ηθογραφίας, από τον "φυσικό του δρόμο": την αντιμετώπιση, δηλαδή, των κοινωνικών προβλημάτων και τη διαμόρφωση των κατάλληλων αναγνωστικών αντανακλαστικών για τη θεραπεία τους. Το θέμα, σήμερα, μοιάζει ενδεχομένως προφανές, αλλά, αν σκεφτεί κανείς τα συμφραζόμενα της έκδοσης και την πολύπαθη τύχη της ελληνικής "ηθογραφίας" μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής, το βιβλίο αποκτά ένα ειδικό βάρος, καθώς υποχρεώνει τον επαρκή αναγνώστη να αναθεωρήσει πολλά από τα κληρονομημένα στερεότυπα για την αντιμετώπιση της κοινωνικής πραγματικότητας από τη λογοτεχνία. Άλλωστε, η ανάλυση του Βίττι δεν είναι μια "αισθητική" ανάλυση αλλά αποσκοπεί στο να αναδείξει τους συγγραφείς "μέσα στις αντιφάσεις της προσωπικότητάς τους και τον ιδεολογικό αγώνα του καιρού τους". Από αυτή την άποψη, το βιβλίο αν και δείχνει την ηλικία του, εξακολουθεί να κατέχει μια σημαντική θέση μέσα στην ιστορία και στην κριτική της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα σήμερα που η έννοια της ιδεολογίας συχνά εκτοπίζεται στα ασαφή και αόριστα "εξω-κειμενικά" στοιχεία της λογοτεχνίας.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τη σημασία του βιβλίου, επικαλούμενος τις τρεις βασικές παραμέτρους της εργασίας του Βίττι, οι οποίες σηματοδοτούν, κατά τη γνώμη μου, τη μετατόπιση της νεοελληνικής φιλολογίας σε πιο "υποψιασμένες" (ιδεολογικά, γραμματολογικά, και ιστορικά) περιοχές γνώσης και ανάλυσης. Ας αρχίσουμε από τη βασική "θεωρητική" προϋπόθεση που δικαιολογεί και τον τίτλο. Αν και η σύνδεση ιδεολογίας και λογοτεχνίας δεν ήταν, καινούργια στο χώρο της νεοελληνικής γραμματείας, (ιδιαίτερα, μάλιστα, από την "αριστερή σκοπιά"), στο βιβλίο διαπιστώνουμε την υπέρβαση της παλαιότερης αναγωγιστικής λογικής που επέμενε να διαπιστώνει μονότονα και μονότροπα τις απλοϊκές "σχέσεις αντανάκλασης". Στην περίπτωση του Βίττι, τα σχήματα αυτά έχουν αντικατασταθεί με την αποκατάσταση των δύσκολων, περίπλοκων και συχνά αντιφατικών δρόμων που βάδισε η νεοελληνική πεζογραφία προκειμένου να αναπαραστήσει αλλά να διαμορφώσει τον εθνικό βίο, στον κρίσιμο 19ο αιώνα. Ας θυμηθούμε συνοπτικά τις ιστορικές ιδιαιτερότητες που διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό τοπίο. Η εθνική αποκατάσταση καθώς και το αίτημα της νέας κοινωνίας να συζητήσει δημόσια τα προβλήματα της οδηγεί μια μερίδα λογίων στην καλλιέργεια του μυθιστορήματος. Σε μια περίοδο, ωστόσο, που η αυτονόμηση του λογοτεχνικού πεδίου είναι ακόμη ζητούμενο και όχι δεδομένο, σε μια περίοδο που η έλλειψη κανονιστικών συμβάσεων παραμένει κεντρικό γνώρισμα της μυθοπλαστικής αφήγησης, οι συγγραφείς και τα κείμενα ανήκουν σε μια ιστορική συνάφεια που προκρίνει ως άμεση προτεραιότητα την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και φαντασίας με κάθε διαθέσιμο αφηγηματικό υλικό. Έτσι, ο συγγραφέας, δεν είναι ένα υποκείμενο που απλώς γράφει και εκδίδει~ είναι ένα πρόσωπο που παρεμβαίνει στο δημόσιο πεδίο για να ασκήσει κριτική, συχνά και για να προτείνει λύσεις. Η αφήγηση, επομένως, υποστηρίζει ένα ιδεολογικό σχήμα που υπακούει στους νόμους της ηθικής, της προόδου και της βελτίωσης του κοινωνικού υποκειμένου, ανακυκλώνοντας εμμέσως τη δημόσια ρητορική και τον τερπνό και ωφέλιμο λόγο της εθνικής παιδαγωγίας, που παράγει και καταναλώνει η νεοσύστατη ελληνική κοινωνία. Ο λόγος αυτός, διδακτικός στη βάση του και αναμορφωτικός στις στοχεύσεις του, λειτουργεί κανονιστικά αλλά και κριτικά σε σχέση με τις ιδεολογίες και τις νοοτροπίες της εποχής: τα νέα αστικά ήθη και το πορτρέτο του πολίτη μέσα στο νέο έθνος-κράτος, τη συγκρότηση των πολιτειακών θεσμών και τη δημόσια ηθικότητα, τις διαδικασίες εθνικής ολοκλήρωσης και τη Μεγάλη Ιδέα, την ανάδυση του ιδεολογήματος του "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού", την επινόηση της παράδοσης και τη χρήση του παρελθόντος. Έτσι, μαζί με το νεοελληνικό μυθιστόρημα, διαμορφώνεται και η εικόνα του συγγραφέα ως δημοσίου προσώπου και ως "εθνικού αναμορφωτή", ή ακόμη και ως πολιτικού ρήτορα, με τη διπλή όψη που μπορεί να έχει η ιδιότητα αυτή: το ρητορισμό αλλά και την κριτική.
Η εξέταση αυτών των διαστάσεων της γραφής οδηγεί σωστά τον Βίττι στην αναζήτηση του πεδίου της ιδεολογίας ως του κατεξοχήν χώρου ανάδυσης του ίδιου του λογοτεχνικού φαινομένου. Αν και δεν υπάρχει κάποια ρητή θεωρητική αναφορά στην ανάλυση της ιδεολογίας, είναι σαφές πως ο συγγραφέας αναφέρεται στις διαδικασίες συγκρότησης της κυρίαρχης ιδεολογίας, στα χρόνια που εξετάζει. Ας προσέξουμε, όμως: δεν πρόκειται, επομένως, για την επισήμανση "σχέσεων" μεταξύ λογοτεχνίας και ιδεολογίας αλλά για την ανάδειξη της ιδεολογίας ως καταστατικής συνθήκης ύπαρξης της λογοτεχνίας. Η υπόρρητη αυτή μεθοδολογική αρχή του Βίττι άνοιγε, νομίζω, έναν πολύ ενδιαφέροντα ορίζοντα στη μελέτη της νεοελληνικής πεζογραφίας, παρ' όλο που η πρότασή του δεν βρήκε άμεσους αποδέκτες στον καιρό της. Αλλά επειδή κανένα λουλούδι δεν ανθίζει μόνο του στον κήπο των γραμμάτων, ας θυμηθούμε, πως από άλλους δρόμους και με άλλα διανοητικά εργαλεία ο Άλκης Αγγέλου, ο Πάνος Μουλλάς και ο Γ. Βελουδής - τους δύο τελευταίους τους εντάσσει ο ίδιος ο συγγραφέας στους συνοδοιπόρους και συνομιλητές του - προετοίμαζαν, τα ίδια χρόνια, με συστηματικό τρόπο το έδαφος για μια πιο "ιστορικοποιημένη" αντιμετώπιση της λογοτεχνίας. Η ιστορική αυτή προσέγγιση ανέδειξε σταθερά τον διαμορφωτικό ρόλο της λογοτεχνίας μέσα στην νεοελληνική ιδεολογία και κουλτούρα και, όπου δεν έφερε νέες αισθητικές αποτιμήσεις, έφερε, τουλάχιστον, αναστοχαστικές ερμηνείες για την πορεία και την εξέλιξη της ιστορίας της λογοτεχνίας.
Η δεύτερη αλλαγή στην οπτική γωνία αφορά το ειδικό θέμα της νεοελληνικής "ηθογραφίας". Η επιλογή ενός πεδίου που έπασχε από τη λαογραφική εξιδανίκευση και από την εθνωφελή (και, κάποιες φορές, εθνικιστική) παραμόρφωση αποτέλεσε για τον συγγραφέα μια πρόκληση. Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε τους λόγους που η "ηθογραφία" έγινε για τη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική κριτική συνώνυμο της ίδιας της "εθνικής ψυχής"~ το σίγουρο είναι, πως η εργασία του Βίττι ήρθε να κλονίσει εκείνες τις μυθολογίες που έβλεπαν στο συγκεκριμένο είδος μια πολιτισμική κιβωτό ηθών, εθίμων, λεκτικών ιδιωμάτων και συμβόλων, τα οποία επισφράγιζαν με ιδεολογική πληθωρικότητα τους τίτλους ευγενείας του έθνους. Αρκούμαι να υπενθυμίσω τους τίτλους των δύο χαρακτηριστικών κεφαλαίων από το βιβλίο του: "Αντιμετώπιση και παράκαμψη της πραγματικότητας. Καλλιγάς και Ραγκαβής", και "Ο ρεαλισμός στην ηθογραφία. Από το ειδυλλιακό βαυκάλημα στην κοινωνική καταγγελία". Στο σημαντικό αυτό κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρακολουθεί την εφαρμογή του ρεαλισμού στην Ελλάδα, τον τρόπο που η "επισταμένη μελέτη του πραγματικού" εξελίσσεται σε όργανο κοινωνικής κριτικής: "πώς [ο ρεαλισμός] συμβαίνει και φτάνει, με αφετηρία την ειδυλλιακή περιγραφή του αγροτικού βίου και τα θαλασσινά ειδύλλια, να καταγγείλει την αγροτική πραγματικότητα και να γεννά ανθρώπινα πλάσματα σαν το Ζητιάνο και τη Φόνισσα". (σ.40). Μέσα σε αυτό το εξελικτικό σχήμα, ο συγγραφέας θα διαπιστώσει δύο κεντρικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ρεαλισμού: την "οψιμότητά" του και τη "σπασμωδική άμυνα" των συγγραφέων, στοιχεία που θα τους σπρώξουν "βιαστικά το ρεαλισμό στην επόμενη φάση του, στο νατουραλισμό". Πέρα από τις ενστάσεις που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς για το σχήμα και τα συμπεράσματα, (ενδεχομένως, δηλαδή, η "ρεαλιστική αντιμετώπιση της κοινωνίας" να αφορά ένα πολύ ευρύτερο, χρονικά και ειδολογικά, corpus κειμένων, και, επίσης, η έννοια της ταξικής θέσης/θέασης των συγγραφέων να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αναπαράσταση της κοινωνίας), το ενδιαφέρον στην ανάλυση του Βίττι είναι πως η ηθογραφία αντιμετωπίζεται συγχρόνως ως πιθανός δρόμος αλλά και ως συστηματική εκτροπή από τα αιτήματα της "πιστότητας" και της κριτικής, που εξέπεμπε ο δυτικός ρεαλισμός. Και βέβαια, από τη |Νανά| του Ζολά ως τις λυγερόκορμες κόρες της ελληνικής υπαίθρου υπάρχει μεγάλη απόσταση, αλλά ίσως οι τελευταίες να μη μπορούν να κατανοηθούν χωρίς την πρώτη.
Η τρίτη και τελευταία παράμετρος του βιβλίου αφορά τη διαπλοκή της ρεαλιστικής λογοτεχνίας με τη διαχείριση της πληροφορίας και της ενημέρωσης του πολίτη-αναγνώστη. Ο Βίττι σωστά επισημαίνει πως ο ρεαλισμός δεν είναι απλώς μια αισθητική τροπικότητα αλλά είναι συνάμα και ένα αφηγηματικό και επικοινωνιακό μέσο της πληροφόρησης της κοινωνίας για τις πραγματικότητες (ας κρατήσουμε την έννοια στον πληθυντικό) που την περιβάλλουν. Ριζωμένος στην καρδιά της νεωτερικότητας, ο ρεαλισμός διεκδίκησε μαχητικά το ρόλο της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, αποτελώντας ένα βασικό εργαλείο αφύπνισης και συνειδητοποίησης των πολιτών της Ευρώπης. Με την έμφασή του στον πολιτικό ρόλο του ρεαλισμού, ο Βίττι δείχνει καθαρά πως η λογοτεχνία δεν είναι συνυφασμένη μόνο με την αισθητική απόλαυση αλλά και με τις ιδεολογικές διεργασίες αυτοσυνειδησίας μιας κοινωνίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για χειραφετητικά πολιτικά προτάγματα στο πεδίο της κουλτούρας. Η μελέτη, επομένως, του ρεαλισμού αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού μπορεί να μας πληροφορήσει για τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε ο διάλογος της λογοτεχνίας με την κοινωνία της εποχής της~ ένας διάλογος κρίσιμος, τόσο για την ιστορία των πολιτικών ιδεών όσο και για την ιστορία των αγώνων, με τους οποίους οραματίστηκαν και διεκδίκησαν οι άνθρωποι την αλλαγή της κοινωνίας. Δε χρειάζεται, νομίζω, να τονίσω την επικαιρότητά ενός τέτοιου βιβλίου στις μέρες μας. Το μοντέλο του "συγγραφέα-πολίτη" και του "αναγνώστη-πολίτη" - συμφωνημένα υπονοούμενα, και τα δύο, σε όλη τη μελέτη του Βίττι - εξακολουθεί να παραμένει ένα μείζον πολιτικό στοίχημα όχι μόνο για τη λογοτεχνία αλλά και για τις λογοτεχνικές σπουδές.
|Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας|
Η |Γενιά του τριάντα|: μια τομή στη νεοελληνική γραμματολογία
Της Χριστίνας ΝΤΟΥΝΙΑ
Η |Γενιά του τριάντα| (1977) του Μάριο Βίττι νομίζω ότι νόμιμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και πολυσυζητημένα βιβλία της δεκαετίας του '70. Ένα σημαντικό προσόν του βιβλίου αυτού, πέρα από το πλούσιο υλικό που διαχειρίστηκε ο συγγραφέας, είναι η αναγνωστική απόλαυση που προσέφερε, όχι μόνο στους ειδικούς, αλλά και στους φανατικούς για γράμματα νέους της εποχής εκείνης, τους νέους που ακόμα παθιάζονταν για τις ιδέες και την τέχνη. Το έδαφος για την υποδοχή του είχε ήδη προετοιμαστεί με την |Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας| (1974), μιας μελέτης η οποία έθετε εκ νέου, κάτω από μια διαφορετική οπτική, τα κείμενα μιας παράδοσης που έμοιαζε να έχει οριστικά αποτιμηθεί. Η |Γενιά του τριάντα|, βιβλίο πιο φιλόδοξο και πιο σύνθετο, πέτυχε να ανανεώσει το χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας, με την χρήση νέων ερμηνευτικών μεθόδων και προτάσεων.
Στην αρχή του βιβλίου, μετά τη σελίδα του τίτλου, ένα διπλό μότο, από τον Έλιοτ και τον Μπενβενίστ αντιστοίχως, χρησιμοποιείται για να ορίσει κατοπτρικά την ίδια ουσιαστικά ιδέα. Την ιδέα ότι η λογοτεχνία και η γλώσσα αποτελούν μια δομή, μια ιδεατή τάξη που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, και ότι η έλευση του καινούργιου αλλάζει ολόκληρη τη δομή, όλα τα συστατικά της: οι αναλογίες, οι σχέσεις, οι αξίες του κάθε έργου, έστω και ελαφρά, τροποποιούνται, και μέσω των αμοιβαίων συσχετισμών προκαλούν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Αυτή η κεντρική ιδέα οργανώνει τη μορφή και το περιεχόμενό της |Γενιάς του τριάντα|, διατάσσει το υλικό που αντλεί ο Βίττι από τις πηγές, προσδιορίζει τους στόχους και καθοδηγεί την έρευνα. Χωρίς να υποκύπτει στους φιλολογικούς πειρασμούς που συχνά οδηγούν στην υποστασιοποίηση της έννοιας γενιά, ο Βίττι προσδιορίζει με αυτό τον όρο |"μια ομάδα λογοτεχνών που παρουσιάζονται νέοι, με πρωτοποριακές φιλοδοξίες, με διάθεση να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν ή τουλάχιστον να διαφοροποιηθούν απ' αυτό και την κατεστημένη τάξη"|. Τα προβλήματα -ηλικιακών συσχετίσεων, πρώτης εμφάνισης, κοινωνικών και ιδεολογικών αποκλίσεων- και οι ενστάσεις που προκύπτουν από τη χρήση του όρου "γενιά", δεν είναι άγνωστα στον μελετητή και τα θέτει νομίζω εξ αρχής. Όμως, εκείνο που τον ενδιαφέρει, κυρίως, είναι να συνθέσει τα συστατικά που προκύπτουν από τα έργα και τα πρόσωπα αυτής της ομάδας και να αναδείξει τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στη λογοτεχνία μετά την εμφάνισή τους: "|είναι αναμφισβήτητο|", επισημαίνει, "|ότι εκεί γύρω στα 1930 γίνεται αισθητή μια αλλαγή, μια ρήξη με το παρελθόν, ενώ παράλληλα εμφανίζονται προβληματισμοί που τεκμηριώνουν τη γέννηση μιας νέας συνείδησης, στηριγμένης σε μορφωτικά εφόδια και σε ψυχική διάθεση διαφορετική από τα πριν γνωστά|".
Η επιτυχία αυτού του βιβλίου, που αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα αναφοράς της νεότερης φιλολογίας και κριτικής, δεν είναι τυχαία. Η ψύχραιμη στάθμιση και η απόσταση του "ετερόχθονα", όπως ο ίδιος ο Βίττι αποκαλεί τον εαυτό του, η βαθιά αγάπη του για την Ελλάδα και τη λογοτεχνία της, η γνώση λογοτεχνικών και κριτικών κειμένων, η εποπτεία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, των ρευμάτων και των ιδεών, η εξοικείωση με τις θεωρίες της γλωσσολογίας, του δομισμού, της αφηγηματολογίας και της θεματικής ανάλυσης, που δέσποζαν στη δεκαετία του '70, χρησιμοποιούνται με συνδυαστική πρωτοτυπία αλλά και με φρόνηση, δημιουργώντας μια συνθετική-κριτική παρουσίαση της γενιάς του '30, που κατ' αναλογίαν διαμορφώνει μια νέα κατάσταση στα φιλολογικά μας πράγματα.
Θεωρώ τον Μάριο Βίττι δάσκαλό μου, για λόγους λιγότερο ή περισσότερο προφανείς. Οι μελέτες μου για τον μεσοπόλεμο προϋποθέτουν την ανάγνωση της δικής του εργασίας, αυτή συμπληρώνουν ή εμβαθύνουν σε ορισμένα ειδικά θέματα και με αυτήν διαλέγονται -σε αρκετά σημεία της. Και εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι, έστω και αν ο Βίττι δεν κρύβει τις προτιμήσεις του -άλλωστε υπήρξε φίλος κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του τριάντα και μας έδωσε σημαντικές μελέτες για τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη-, ενδιαφέρεται ουσιαστικά να αποτυπώσει το λογοτεχνικό τοπίο με αμεροληψία, γνωρίζοντας βέβαια ότι αυτό δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο. Για παράδειγμα, όταν γράφει για τη διάθεση των λογοτεχνών να "|διαφοροποιηθούν από το παρελθόν και την κατεστημένη τάξη|", δεν αναφέρεται στο πεδίο της ιδεολογίας ή της πολιτικής αλλά στο πεδίο της αισθητικής, και αυτό το παρουσιάζει νομίζω αρκετά καλά. Έτσι, δεν αποκρύπτει την αντιπαλότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα στην ομάδα των |Νέων Γραμμάτων| και στον Γιάννη Ρίτσο, ούτε την προκατάληψη του Αντρέα Καραντώνη απέναντι στον έργο του για λόγους κυρίως πολιτικούς. Επίσης, ακόμα και αν η ματιά του δεν μένει ανεπηρέαστη από την οπτική των πρωταγωνιστών της γενιάς του '30, εντούτοις, δείχνοντας σε ποιο βαθμό αυτή η ομάδα επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από την ποίηση του Καρυωτάκη, αναγνωρίζει εκ των πραγμάτων τη σημασία αυτής της ποίησης, έστω και αν δεν την διαφοροποιεί καθαρά από τον λεγόμενο "καρυωτακισμό", χρεώνοντάς της έμμεσα αρκετές από τις επικρίσεις -ρητές ή άρρητες- της παρέας των |Νέων Γραμμάτων|.
Παρά τις επιμέρους διαφωνίες σε συγκεκριμένα ζητήματα ή κάποιες συζητήσιμες κρίσεις, που οφείλονται κάποτε στο ερευνητικό υλικό που είχε στη διάθεσή του ο Μάριο Βίττι πριν τριάντα χρόνια, όταν δηλαδή ολοκλήρωνε τη συγγραφή της πρώτης έκδοσης, το επίτευγμα του βιβλίου είναι ότι το γενικό θεωρητικό σχήμα, οι βασικές ιδέες και η συνολική εικόνα της δεκαετίας 1930-1940 που εξετάζει, διατηρούν την ισχύ τους. Η |Γενιά του τριάντα| εξακολουθεί να είναι το ισχυρό και ελκυστικό παράδειγμα μιας αναλυτικής φιλολογικής εργασίας που συνδυάζει τη στοχαστικότητα του δοκιμίου, την ευρύτητα της συγκριτολογικής προσέγγισης και την ικανότητα της αφηγηματικής σύνθεσης. Αυτή η ικανότητα που γοητεύει τον υποψιασμένο αναγνώστη, πέρα από το φυσικό χάρισμα που προϋποθέτει, οφείλεται κυρίως σε μια κατακτημένη, βιωματική θα έλεγα γνώση του υλικού, δημιούργημα της οποίας είναι μια γραφή εξασκημένη στο πάντρεμα της ιστορίας με τη φιλολογία και τη θεωρία. Στο σύνολό του, το έργο του σημαντικού αυτού νεοελληνιστή αντανακλά ό,τι ο ίδιος ο Μάριο Βίττι εκπέμπει: έναν πετυχημένο συνδυασμό σοφίας και απλότητας, μεθοδικότητας και χάρης.
|Η Χριστίνα Ντουνιά διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων|
Μπιζίμ Βίττης ή Μικρό Πολυχρόνιο στα ογδοντάχρονα του σημαντικότερου εν ζωή φιλόλογου νεοελληνιστή
Του Γιώργου ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
Δεινό φαίνεται, και είναι, να δώσει κανείς συνοπτικά, για ένα δημοσιογραφικό αφιέρωμα, το φιλολογικό προφίλ και στίγμα μιας τόσο πλούσιας και πολύτροπης προσωπικότητας όπως ο Mario Vitti (Μάριος Βίττης, όπως συνήθιζε να τον ονοματίζει ο δάσκαλος και συνεργάτης του Λίνος Πολίτης, ή απλώς Μάριος, όπως τον λέγαμε και τον λέμε οι έμμεσοι μαθητές του, αφού εξαρχής μας επέβαλε ανοιχτόχερα ο ίδιος αυτή την αδιανόητη, σε μερικούς άλλους συνομιλήκους ή και νεότερούς του, οικειότητα). Ένα τέτοιο εγχείρημα ανέλαβα να παρουσιάσω αναλυτικότερα μία και μόνη φορά, εδώ και σχεδόν 12 χρόνια, στα τέλη του 1994 και στη Θεσσαλονίκη. "Για τον Mario Vitti: Καλωσορίζοντας έναν νεανικό νεοελληνιστή", ΕΕΦΣΠΘ: |Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας,| 5, 1995, σσ. 13-22, και δεν σκοπεύω να το ξαναεπιχειρήσω πληρέστερα εδώ, έστω και αν από τότε προστέθηκαν στο έργο του Βίττη αρκετά άλλα πράγματα: ανακοινώσεις και εισηγήσεις σε συνέδρια, μεταφράσεις, άρθρα και μελετήματα, θεματοκεντρικά θησαυρίσματα παλιότερων μελετημάτων (όπως π.χ. το |Ο Κάλβος και η εποχή του| ή το |Για τον Οδυσσέα Ελύτη|), συμπληρωμένες ή και ανανεωμένες μορφές βασικών μονογραφιών και συνθετικών έργων του (ανάμεσά τους, π.χ., και του ρηξικέλευθου |Η Γενιά του Τριάντα: Ιδεολογία και μορφή| ή της φιλότιμα ενημερωμένης ώς τα τέλη της δεύτερης από Χριστού χιλιετίας ιταλόγλωσσης |Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας|) κ.ά.
Ακόμη δυσκολότερη φαίνεται, και είναι, να δώσει κανείς με συντομία μια σφαιρική εικόνα της ερευνητικής, διδακτικής και ενημερωτικής-μεταπρατικής δραστηριότητας του Mario Vitti μέσα στα τελευταία 60, σχεδόν, χρόνια της αδιάλειπτης παρουσίας του στα γράμματα: ως στοχαστικού και πρωτότυπου επιστήμονα που έχει στόχο κυρίως την ερευνητική αποκάλυψη και δημοσιοποίηση, τη νεοτερική ματιά και ερμηνεία, την οιστρηλάτηση συντεχνιτών και αναγνωστών του με καινούργιους παλμούς αίσθησης και σκέψης, απέναντι σε κείμενα, πρόσωπα, κοινωνίες και εποχές~ ως γόνιμου πανεπιστημιακού δασκάλου και επισκέπτη καθηγητή που έχει στόχο κυρίως τον πλουτισμό και την πολυφωνία των προσεγγίσεων, τη στήριξη νεότερων ερευνητών, τη στοχαστική προσαρμογή και οργάνωση διδακτικών και ακαδημαϊκών προσανατολισμών~ ως παραγωγικού και ευαίσθητου μεταφραστή πολλών κειμένων λογοτεχνίας και κριτικής, και όχι μόνον κορυφαίων ποιητικών και πεζών έργων του εικοστού αιώνα. Ψήγματα της εικόνας αυτής δοκίμασαν διάφοροι να δώσουν στο παρελθόν - κάποτε και ανώνυμα ή εντελώς μίζερα, όπως στο άρθρο "Βίττι (Vitti) Μάριο" της |Εκπαιδευτικής Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,| τ. 2, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, σσ. 309-310, που προσφέρει, ευτυχώς, μιαν εκφραστικότατη φωτογραφία του, μα, φυσικά, δεν σκοπεύω να τη φιλοτεχνήσω καλύτερα ή διαφορετικότερα εδώ, έστω και αν από τότε προστέθηκαν ποικίλα νέα στοιχεία για το συγγραφικό έργο του, για την προσφορά και αναγνώριση (δωρεά μεγάλου μέρους του πλουσιότατου αρχείου του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον~ αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορα, ύστερα από τη Θεσσαλονίκη, και στο Παρίσι και τη Λευκωσία, κ.ά.).
Τέλος, αδύνατο φαίνεται, και είναι, να δώσει κανείς μιαν ικανοποιητική σκιαγράφηση του πληθωρικού, κινητικότατου και δραστικού ανθρώπου και πολιτισμικού παράγοντα Mario Vitti μέσα στα ελληνικά και διεθνή συμφραζόμενα, ή, έστω, μιαν περιεκτική καταγραφή ανθρώπινων χαρακτηριστικών και συμπεριφορών του (χρησιμότατων για την καλύτερη ανθρωπογνωσία και κοινωνιογνωσία της γραμματείας και του πολιτισμού μας, όπως το απέδειξε περίτρανα, έστω και μόνο για μια συγκεκριμένη περίοδο, η πρόσφατη πολύτομη ιστορικογραμματολογική προσπάθεια του Αλέξανδρου Αργυρίου, δείχνοντας την τεράστια αξία της μη προσκόλλησης στο "ατομικό εργαστήρι" των λογίων, αλλά της συμπληρωματικής διερεύνησης της "κουζίνας", των εξωτερικών "εστιατορίων" και των ποικίλων τόπων "συλλογικής όσμωσής" τους). Δεν ξέρω πόσοι και ποιοι έχουν δοκιμάσει ώς τώρα να καταδυθούν σ' αυτά τα βαθύτερα, και ίσως και γοητευτικότερα, πεδία της φυσιογνωμίας του Βίττη (που αποτελούν τα "κάτω", μα ίσως και πιο ενδιαφέροντα, "νερά" της νεοελληνικής λογοτεχνικής, κριτικής και φιλολογικής ιστορίας μας), μα δεν θα αποτολμήσω εδώ να βουτήξω σε τούτα, παρόλο που δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να σημειώσω τουλάχιστον μερικούς καίριους κατά την άποψή μου τομείς, που ίσως οδηγήσουν μελλοντικές ιχνηλατήσεις νεοτέρων και πιο ορεξάτων από εμένα: τον συνδυασμό της ευρυχωρίας μας και παραδοσιακότητας του Έλληνα της μεταοθωμανικής περιφέρειας και του δυτικότροπου Λεβαντίνου, με την εργατική όσο και συχνά εξώστροφη και προκλητική "ιταλικότητα" (italianita) του προοδευτικού νέου, μεσήλικα και ηλικιωμένου πολίτη μιας δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας~ τον συνδυασμό του προσεκτικού και σχολαστικού χαρτοπόντικα, του καλού μαθητή των μεγάλων φιλολόγων, ιστορικών και διανοητών της Γενιάς του 1930, και του γεφυροποιού ανάμεσα στη Γενιά των δασκάλων του και στη δική του Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά, με τον ανάλαφρο συνομιλητή, συμποσιαστή και εταίρο δεκάδων ή και εκατοντάδων σοβαρών και κατεστημένων είτε μποέμηδων και πρωτοπόρων της λογοτεχνίας και της ιντελιγκέντσιας πασών των ελληνικών γενεών από τον μεσοπόλεμο ώς τον αχταρμά της αρχόμενης τρισχιλιετίας~ τον συνδυασμό της φαναριώτικης κερατσίστικης διάθεσης, σπιρτάδας και ευστοχίας στο εμπιστευτικό και αποκαλυπτικό κουτσομπολιό, με την απροκάλυπτη και γενναία τοποθέτηση σε επιστημονικά, γλωσσικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και καταστάσεις~ τον συνδυασμό του σεμνού, γραβατωμένου ή και σιδερωμένου ανθρώπου του γραφείου, της έδρας και των σκονισμένων βιβλιοθηκών και αρχείων, με τον ανέμελο, ατημέλητο ή και κομψευόμενο λάτρη ηλιολατρών, νησοβίων και νήσων, κοινωνικών συναναστροφών και ξεφαντωμάτων, φωτογράφησης και φωτογραφήσεων, εορτών, τελετών και πανηγύρεων~ τον συνδυασμό της βιβλιογραφικής, περιγραφικής και ερμηνευτικής αναλυτικότητας και της τεκμηριωτικής ανάπτυξης, με την τηλεγραφική λιτότητα των απλών και ουσιαστικών κριτικών και αποτιμητικών πινελιών, με μια φράση, δηλαδή: ενός "οικουμενικού ανθρώπου" της εποχής μας με τα όλα του, με μιαν πολυπρισματικότητα και με μια συναρπαστική ώς τώρα διαδρομή, που είναι περίεργο πως δεν έχει κινήσει το ενδιαφέρον κανενός από τους τόσους βιογράφους που "ξοδεύουνε πολύ καιρό" στα "ευπώλητα" συναξάρια πολύ μικρότερων ή διαβατικών μεγεθών (πολιτικών, δημοσιογραφικών, καλλιτεχνικών, αθλητικών, και δεν συμμαζεύεται) αντί να ασχοληθούν εγκαίρως και με εξέχουσες, πεθαμένες ή ζωντανές προσωπικότητες του λόγιου πολιτισμού, όπως π.χ. (για να περιοριστώ σε εκπροσώπους δύο διαδοχικών γενιών του περασμένου αιώνα που σφράγισαν τη φιλολογική μας ιστορία), με τους Ι.Θ. Κακριδή, Κ.Θ. Δημαρά και Δ.Ν. Πολίτη, Γ.Π. Σαββίδη, Δ.Ν. Μαρωνίτη και Μάριο Βίττη.
Αν, παρ' όλα αυτά, μερικοί αναγνώστες της |Αυγής| εξακολουθούν τα νιώθουν λειψά ενημερωμένοι για τον "δικό μας Βίττη", εξαιτίας των προηγούμενων "υπεκφυγών" μου, δεν έχουν παρά να προστρέξουν και στις εξής παραγράφους ενός Ψηφίσματος του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ στα τέλη του 1994 (μετατρέπω, απλώς, τις αρχικά συντεταγμένες σε "πεζούς στίχους" και αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο διατυπώσεις μου, σε κείμενο καταλογάδην και τριτοπρόσωπο):
"[...] Mario Vitti, διγενής Κωνσταντινουπολίτης, και Ιταλός νεοελληνιστής, κριτικός, εκδότης, μεταφραστής, βιβλιογράφος, γραμματολόγος και πανεπιστημιακός δάσκαλος με διεθνή φήμη, [...] αφιέρωσε τη ζωή του στη δημιουργική γνωριμία με τον νέο ελληνισμό και την πνευματική του ζωή, μελετώντας για μισόν, περίπου, αιώνα όλο το φάσμα της γραμματείας μας, από τις απαρχές και τα αναγεννησιακά κείμενα έως τη Γενιά του 1930 και τη μεταπολεμική λογοτεχνία, εξετάζοντας την παλαιότερη, νεότερη και σύγχρονή μας ποίηση, το θέατρο και την πεζογραφία ως ενεργούς παράγοντες που συμμετέχουν στη δημιουργία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δείχνοντας ευαισθησία, μεθοδικότητα και τόλμη, με ιστορική και κοινωνική αντίληψη των λογοτεχνικών φαινομένων και δυναμική σύλληψη των αισθητικών αλλαγών που φέρνει κάθε εποχή, συνδυάζοντας την υψηλή ευρωπαϊκή παιδεία με τη βαθιά γνώση του ελληνικού λόγου, τη δυτική προοπτική με τη μεσογειακή και ανατολική θερμότητα και χάρη, τη δίψα του μελετητή των αρχείων με την αληθινή ερασιτεχνία και πρωτοπορία, χωρίς να διχάζεται ανάμεσα στον φιλόμουσο αναγνώστη και στον φιλέρευνο καθηγητή, χωρίς να θυσιάζει τη φιλολογική ενημέρωση και ακρίβεια, ή τη στέρεη και συνθετική ματιά, μα ούτε και τη συνειδητή δημοκρατικότητα, την οικειότητα και συντροφικότητα με τους λογοτέχνες, ή το χιούμορ, προσανατολίζοντας διαρκώς τους ερευνητές και το διεθνές κοινό σε μύρια όσα πρόσωπα και πράγματα της λογοτεχνίας μας, διδάσκοντας για σαράντα σχεδόν χρόνια στην ανώτατη ιταλική εκπαίδευση, στη Νάπολη, το Παλέρμο και το Βιτέρμπο, αλλά και στο πανεπιστήμιό μας, στο Παρίσι και στη Γενεύη, ετοιμάζοντας με αγάπη και αφοσίωση ικανούς και φιλέλληνες νεοελληνιστές, μιλώντας ακούραστα σε συμπόσια και συναντήσεις, οργανώνοντας συνέδρια και λειτουργώντας ως ένας από τους πιο δραστήριους πρεσβευτές μας στον σύγχρονο κόσμο. [...]"
|Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου