29/5/08

Κ.Π.Καβάφης

Κ.Π.Καβάφης

Επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 26, 13/4/2003

Ποιήματα: Βαγγέλης ΚΑΣΣΟΣ, Στρατής ΠΑΣΧΑΛΗΣ, Μαρία ΚΟΥΡΣΗ, Στάθης ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ, Ηλίας ΛΑΓΙΟΣ, Λουϊς Αντόνιο ντε ΒΙΓΙΕΝΑ - μετάφραση Βασίλης ΛΑΛΙΩΤΗΣ, Γιώργος ΜΠΛΑΝΑΣ, W.H.AUDEN - μετάφραση Σάκης ΣΕΡΕΦΑΣ, Γιώργος ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ, Βασίλης ΡΟΥΒΑΛΗΣ, Βασίλης ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ, Γιώργος ΛΙΛΗΣ, Δημήτρης ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ, Χάρης ΨΑΡΡΑΣ




ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Γ. ΒΑΛΤΑΔΩΡΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ Γ. ΒΡΙΣΙΜΙΤΖΑΚΗ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΕΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ
Ο Γιώργος Βαλταδώρος, ζωγράφος, πεζογράφος και ποιητής, γεννήθηκε το 1897 στην Καρδίτσα. Τον Οκτώβριο του 1928 γνωρίστηκε με τον Τέλλο Άγρα. Στην παράκληση του τελευταίου να του δείξει έργα του, αρνήθηκε ευγενικά, απαντώντας: "Ακόμα δεν είναι καιρός". Πέθανε το 1930, από φυματίωση, στην Αθήνα.
Ο Γιώργος Βρισιμιτζάκης, κριτικός, ποιητής και φιλόσοφος, γεννήθηκε το 1890 στην Αλεξάνδρεια. Τον Φεβρουάριο του 1928 δημοσίευσε στο περιοδικό |Αλεξανδρινή Τέχνη| μελέτημα υπό τον τίτλο "Η ελληνικότης του έργου του Καβάφη". Μεταξύ άλλων, στο μελέτημα αυτό παρατηρούσε τα εξής: "Ο Καβάφης, Έλλην, μας έδωκε έργο ελληνικό που δεν είναι μίμηση. Μας έδωκε έργο κλασικό. Στο έργο αυτό μέσα διακρίνομε όλα τα γνωρίσματα του |πανχρονικού Έλληνα|. Μερικά απ' αυτά ηθέλησα απλώς να τα φέρω σε περισσότερο φως για όσους παραγνωρίζουν την αυθεντικότητα από ελληνικής απόψεως του έργου του Καβάφη, επειδή είχε το δυστύχημα –ή το ευτύχημα– να ζει στην Αλεξάνδρεια και όχι στην Καρδίτσα"). Πέθανε το 1947, από δυστύχημα, στο Annecy της Γαλλίας.


ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
αγαπητέ Βρισιμιτζάκη
καλά τα λέγεις για την Αλεξάνδρεια
εάν ο φίλος σου Καβάφης δεν ζούσε εκεί
τι άραγε θα έγραφε
δίχως το παλίμψηστο της πόλης φως
τι άραγε θα έβλεπε
πλαγίως ερωτάς
αλλά γιατί αναμιγνύεις την Καρδίτσα
αν ζούσε εδώ
τίποτε δεν θα έβλεπε;
τίποτε λες δεν υπάρχει για να δει;
ξεχνάς μου φαίνεται και συ
την μέσα Ιστορία
και προπαντός ξεχνάς το χώμα
τα χώματά μας αφηνίασαν
οργώνονται από μόνα τους
ούτε στον ύπνο δεν εννοούν να σταματήσουν
αυτά συζητούσα τις προάλλες με τον Άγρα
παράξενο μουρμούριζε
μήπως πρέπει να επισπεύσουμε λιγάκι;
όλα τούτα δυστυχώς θυμίζουν Καρυωτάκη

Βαγγέλης ΚΑΣΣΟΣ
(Καρδίτσα, 1956)


ΣΤΗΛΗ
(Στιχούργημα για να γραφεί στον
ανδριάντα ενός πεθαμένου αστού)

Γυρεύω τα σπασμένα λόγια τ' άνυδρα σώματα
κομψά οικήματα με τα σαθρά τους δώματα
γυρεύω τα παλιά μου οράματα
τις γαίες μου του πλούτου μου τα δράματα
τους δούλους που ξεπέσανε σε πρόστυχους και
ταπεινούς αστούς
τους σκύλους μου τους νόθους μου τους χωρικούς
τα λίγα ή τα πολλά μου γαλλικά που έμαθα
παιδί από νέρσες
(εν Σαλαμίνι ναυμαχία η Ακρόπολη και Πέρσες)
γερμανικές ή αγγλικές γκραβύρ απομιμήσεις
φαύνους τοπία της Αιγύπτου άλλες απεικονίσεις
στην Οδησσό την Αλεξάνδρεια Βιέννη στη Σμύρνη
την Τεργέστη Ανκόνα
εμπόρια τοκογλυφίες επιχειρήσεις και ταξίδια~
γυρεύω μιαν εικόνα...
Στη γέννησή μου σχεδόν μισάνθρωπος.
Στην κοίμησή μου σχεδόν απάνθρωπος.

Στρατής ΠΑΣΧΑΛΗΣ
(Αθήνα, 1958)


Κ.Κ.

Μια λάμπα ιστορούσε τα περασμένα
Πεταμένα.

Ποτέ δεν άκουσα βήματα. Και τα παπούτσια
που κοιτούσαν το παράθυρο ήταν καινούργια.

Ένα θρόισμα ρούχων και σκόνης
Δεν έφευγαν

Φιγούρες φωσφόριζαν τυχαία μέλη
Αιφνίδια κομμένα

Ολόκληρα θα εξαπατούσαν
Καθόταν κίτρινο παντού.

Το σπίτι πουλήθηκε ξαφνικά.
Γρήγορα γέμισε γλαστράκια
Σκούπες, πετσετάκια.

Η σκόνη πετάχτηκε μαζί
και τα παπούτσια.

Αντρικά ήταν. Επίδοξα παιδάκια
τσαλαβουτούν τα πόδια τους.

Και τα πονάνε.

Μαρία ΚΟΥΡΣΗ
(Αθήνα, 1958)


Εν επαρχιακή χωροδεσποτεία μεσαιωνικού Βασιλείου

Του Κωνσταντίνου Άρχοντος είναι μεγάλη η στενοχώρια.

Αλλοιώς τά $χε γνωρίσει στο μυαλό του, αλλοιώς τα βούλονταν.
Πώς θα συνάζονταν στην χωροδεσποτεία οι υψηλοί Αυθέντες,
κι οι σκεπασμένες στο μετάξι Κύρισσες κι' όλο το Αρχοντολόι,
πως θα γενόνταν εορτές λαμπρές και τελετές και τα παρόμοια
που κολακεύουν και φαιδρύνουνε τον γραίκικο λαό της βαρωνείας,
να ξεχαστή με πανηγύρεις και βεγγαλικά η πίκρα κι' η ανέχειά του.

Και πάνω πού $σταιναν περίλαμπρο διάκοσμο, και πάνω
που ξεσκονίζανε τ' αρχαία αγάλματα, των εθνικών τ' ανάγλυφα,
που γυάλιζαν τ' ασημικά και τα εικονοστάσια της Ορθοδοξίας,
πήγε και του καρφώθηκεν του Βασιλέως άψα τρανή για πόλεμο
- Θα την συνδαύλισε, ασφαλώς, κι' ο κονστουλάτωρ του, ο Αντώνιος της Ιγγλιτέρας.
και σύναξαν φουσάτα σιδηρόφρακτα και κίνησαν για πού;
στις ξεραϊλες και στις ερημιές της απωτάτης Μεσοποταμίας,
κηρύχνοντας σταυροφορία, να ξεμπερδεύουνε με τον τρελλό Χαλίφη Χουσεϊνη,
για να λυτρώσουν, λέει, απ' τα δεινά και τα μαρτύρια, ποιους; τους άπιστους!

Τι τα $θελεν κι αυτός και δέχθηκε του φέουδου την επιτροπεία;
Ήταν σαν πέθαινεν απ' τις ακολασίες και τις ασωτείες του ο Βαρώνος,
πού $χε ρημάξει κι ερημώσει, τρώνοντας τον πλούτον της, την επικράτεια
αυτός φουσκώνοντας πολιτικές κι οι σύμβουλοί του το πουγκί τους,
και μέχρι που να ενηλικιωθή ο Γεωργίτζης, ο πρωτότοκος
(αναθρεμμένος, σπουδαγμένος στην Αυλή, θεληματάρης του Ηγεμόνος),
φορτώθηκε στους ώμους του διακυβέρνηση κι ευθύνες,
τους τσακωμούς των ευγενών, τις διαβολές, τα σπιουνέματα,
τον Κυρ Ευάγγελον με του ερπετού τα μάτια, της Κυράς Βασιλικής
πέρλες κακόγουστες και μάνητες, και την λυκίσια όψη του Κωνστάντιου.

Βέβαια, σωστά τα λογαριάσαν ο Γεώργιος ο Δεύτερος κι ο Αντώνιος
οπού με τ' αρπαγμένο του Σαρακηνού χρυσίον θα γονατίσουν τους Αυθέντες,
κι οι κομητείες και τα δουκάτα τους κατ' όνομα θα τους ανήκουν μόνον
και θά $ναι ξένοι, παρεπίδημοι και δούλοι στην δικιά τους γη.
Μα τι τον νοιάζει αυτόν; Ήταν, ποτέ του, παραπάνω από ήσκιος ήσκιου;

Και τώρα, παν περίπατο οι ετοιμασίες κι οι λόγοι οι καρναβαλικοί,
οπού ξιππάζουν, εύμορφα, ομιλητές κι ακροωμένους~
και τώρα, παν περίπατο κι οι λιγοστές ελπίδες του
να επιλύση, ειρηνικά, το θέμα του καστέλλου της Τζυπρίας.

Όχι πως δεν το ξέρει που, κρυφίως, συνωμοτούν ο Δούκας της Φραγκιάς
κι ο Δούκας της Αλαμανίας. Που πιάσαν κι έστειλαν γραφή προδοτική
στην παγωμένη Μοσκοβία, στον Τσάρο Βόριδα. Κι άλλη γραφή, προδοτικότερη,
στον αινιγματικό Μεγάλο Χάνο του Πεκίνου και στους μανδαρίνους του
(φόρου υποτελείς, Τσάρος και Χάνος του Ηγεμόνος, μα, ωστόσο...).
Και πού το ξέρεις, τι; Όταν καλπάζουν τ' άλογα, μεριάζει το χορτάρι.

Και έτσι, αντί να τήνε προσδοκά, τώρα την Σύναξη την τρέμει,
που θά $ρθουν, υπό τον Αντώνιον, οι πιστοί του Βασιλέως να βγάλουνε Βουλή,
πως χρέος όλοι, Αυθέντες κι Άρχοντες, τον Ηγεμόνα να συνδράμουνε.
Και σαν ν' ακούη (κουτός δεν είναι) και τους Δούκες να ψελλίζουνε
για του πολέμου τα δεινά, για πόνο ανθρώπινο, κι άλλα χριστιανικώς ψυχωφελή.

Τάχα που τους εμπόδισαν αυτά σαν συστρατεύθηκαν με τον παλιό Ηγεμόνα,
(πατέρα του σημερινού) και ξεθεμέλιωναν την Μεσοποταμία,
και σκότωναν, και δήωναν, και βιάζανε, και διαγουμίζανε την χώρα,
μόνο που τότε, ο γέροντας, μοίρασε σ' όλους μερδικό απ' τα λάφυρα.
Κι όμως, μ' αυτά κι εκείνα θέριεψαν τον Θρόνο κι ο Γεώργιος το ξεκαθάρισε
μαζί θα πολεμήσουνε, το βιός δικό του -εξόν την λεία του Αντωνίου.

Μα πού, στο διάβολο, θυμήθηκαν την Μεσοποταμία;

Και θα βρεθή στην μέση αυτός, ο ταπεινός κι αδύναμος,
κι από την μια θα τον τραβούν και θα τον σέρνουν απ' την άλλη.
Και πες, συντάσσεται με τον Αντώνιο. Θα του κόψουνε
οι Δούκες, παρευθύς, τα λίαν γενναία δοσίματα,
και τότες θα του λείψουν ώς και τα χρειώδη για την Βαρωνεία
και θα επακολουθήσουν στάσεις χωρικών και γκρίνιες των εμπόρων.

Και. πάλι, πες, βρίσκει κουράγιο, στέκεται στο πλάι Φραγκιάς κι Αλαμανίας.
Τότες οργίζεται ο Βασιλιάς κι ο Αντώνιος, πρόθυμος, αμέσως ξαμολάει επάνω του
τον άγριο Κόμη της Τουρκιάς, παλιό του εχθρό, που μανιωμένος τον λιανίζει
Κι έπειτα; Βάζουνε στο πόδι του, ως λύση σωτηρίας και πειθούς τον Γεωργίτζην,
ανήλικος ξανήλικος, τεμπελχανάς και άνους, μα πιστός του Γεωργίου.
Και χάνονται για πάντα πλέον, οι γλύκες οι αξεστόμιστες, της εξουσίας και της δυνάμεως.

Τώρα τις νύχτες, ολομόναχος και κατηφής, περιπατεί στα ολάδεια δώματα,
αυτά που φανταζόταν στολιγμένα θριαμβικώς με θυρεούς κι οικόσημα της Σύναξης,
βαδίζει στα ψηφιδωτά πατώματα, μηχανικά τους πίνακες κυττά
αφηρημένος ένα αντίγραφο του Σκόπα, σύμπλεγμα Νύμφης και Σατύρων,
κι εδώ το πάει, κι εκεί το πάει, δεν βγάνει απόφαση.

Τι τό ‘θελεν ο Παντοδύναμος κι επήγε κι έπλασε την Μεσοποταμία;

Ηλίας ΛΑΓΙΟΣ
(Άρτα, 1958)






Πάτριος ξένος

Γεννήθηκε σε ξένη χώρα
μα πέθανε στη δική του.
Έτσι διατείνεται
πέρασμα ανθρώπου
που άφησε ίχνη
αν μη τι άλλο απροσπέλαστα,
όμως το πάτημά του στα εγκόσμια
συνοψίζεται σε δυο μόνο σημεία,
αρχή και τέλος.
Η ζωή γίνεται θάνατος
εν άκρα συντομία.
Τα υπόλοιπα αναλαμβάνει η Ιστορία
γράφοντας σβήνοντας, ανάλογα.
Όμως, στο στίψιμο του χρόνου
τα ερωτήματα του τόπου
στάζουν βαθειά και ανεξίτηλα.
Γιατί η χώρα που τον γέννησε είναι ξένη;
Και το χώμα που άψυχο τον κάλυψε
πώς και του είναι οικείο;
Δεν ξέρουμε, άραγε, έζησε μια ζωή στην ξενιτειά;
Σε μέρη ξένα σαν εκείνα που τον γέννησαν
ή σ' άλλα, πιο μακρινά, ακόμη πιο απόξενα;
Αλήθεια, ανακάλυψε επιτέλους γη δική του;
Ή έκανε δικό το όποιο χώμα
τον αγκάλιασε στον θάνατο;
Μήπως εντέλει γύρισε
στα ξένα όπου γεννήθηκε,
μέρη δικά του πλέον,
να πεθάνει;
Στάθης ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ
(Λος Άντζελες, 1958)


W. H. AUDEN (1907-1973)
Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΠΙΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ

στον Edgar Wind

Τραγούδα τον έρωτα δίχως δισταγμό
Μα μ' ένα έξοχο τέχνασμα, παλιό και ταιριαστό:
Όταν οι κυρίες σε ρωτούν |Πόσο πολύ μ' αγαπάς;| εσύ
Δεν απαντάς ποτέ, όπως οι χριστιανοί, |cosi-cosi|
Γιατί οι ποιητές δεν είναι κληρικοί ταγμένοι μες στους τέσσερις
τοίχους:
Σκέψου, αν έτσι απαντούσε ο Δάντης, ποιος θ' ασχολιόταν με
τους δικούς του στίχους;
Να είσαι πανούργος, ευέλικτος, οξύνους, άσσος στα στολίδια
με τις λέξεις
Και φυσικά να μην ακούς ποτέ τους κριτικούς, μ' αυτούς μην
μπλέξεις
Γιατί τ' αγροίκα χωριάτικα λαρύγγια τους τα μόνα που
ορέγονται απ' τα βιβλία
Είναι κάτι νερόβραστα φαγιά από τα χέρια ξερακιανών
μαγείρων, με γεύση αθλία
Λες και η Μούσα διάλεξε, για να γραφτούν, από τους γιους
της, το πιο ανόρεχτο μυαλό~
Ο καλός ο ποιητής έχει μιαν ακόλαστη αδυναμία να παίζει με τις
λέξεις, ως γνωστό.

Ας πούμε πως η Βεατρίκη σου άργησε πάλι
Και θέλεις τώρα να μας πεις πως περιμένοντάς την ζεις ένα χάλι
Σκέψου ελεύθερα, βρες την αίσθηση την αληθινή
Ναι, την αγαπάς τόσο πολύ που η κάθε ώρα μετράει για διπλή
Μα εσύ πρέπει να γράψεις -|Καθώς την περίμενα για να φανεί
Το κάθε δευτερόλεπτο ήταν πιο ζοφερό απ' όλους μαζί|
(Κάπως έτσι, κι άμα μπορείς, με περισσότερη λεπτοδουλειά)
|Τους ερεβώδεις αιώνες που χρειάστηκαν για να γεμίσει με ορυκτά
Εκείνο τ' ορυχείο όταν ο Έρωτας του Ενδυμίωνα σα μονόλιθος
ξεριζώθηκε από τη γη~|
Με τέτοια ψέματα, μικρά μα ευφυή, το κάθε ποίημα αποκτά ζωή.
Μετά, η καλή σου ίσως σε παρατήσει άμα βρεθεί κάνας άλλος
μορφονιός
Ή μπορεί να σε πνίξει στα χρέη, ή μπορεί να πάει και να πεθάνει
εντελώς,
Μα εσύ να θυμάσαι: καμιά μεταφορά δεν μπορεί να εκφράσει
Τούτο το δράμα των αιώνων όταν την έχεις χάσει~
Τα δάκρυά σου αξίζουνε μόνο αν μας ευθυμούν~
|Ω Μακάρια Θλίψη!| όλο κι όλο αυτό μπορούν οι θλιμμένοι στίχοι να
πουν.
Εσένα η έγνοια σου είναι οι δεσποσύνες οι ζωντανές
(Κάποιες εμπνέουν των αντρών τον λογισμό με λογής παραξενιές):
Μπορεί τα χρονάκια της δικιάς σου να την κάνουνε να δείχνει για
μαμά σου
Ή να έχει το ένα πόδι πιο κοντό απ' το άλλο, για φαντάσου
Ή να τις αρέσουν τα μοντέρνα σπορ κι οι χοροί της εποχής
Το τυχερό σου είναι αυτό, μα για εμάς μια αφορμή αναψυχής~
Θα τη λατρέψουμε μόνο αν κατάλληλα μας την παρουσιάσεις
Παρασταίνοντάς την σαν το θαύμα της πλάσης.
Τραγούδα το θριαμβικό της διάβα στης γης τούτης τα μέρη
Με τον ήλιο στα πόδια της, το φεγγάρι μες στο δεξί της χέρι
Κι εφτά πλανήτες στα μαλλιά της να λάμπουν μεμιάς
Η Αυτοκράτειρα των Αιθέρων, η Βασίλισσα της Νυχτιάς~
Πες μας για τη συνοδειά της, εννιά κύκνοι βασιλικοί
Κι αγριόχηνες που της πλέκουν για φωτοστέφανο μια μαγική γραφή
Και ιππόκαμποι στο διάβα της όταν σκίζει τα νερά
Και τέρατα θαλάσσια, ήμερα για χάρη της, πρώτη φορά.
Τραγούδα τη στιγμή όταν πατά σε μιαν ακτή που αγαλλιά
Κι ευλογεί την άμπελο, και τον πόλεμο σταματά.

Τέτοιον ύμνο συνθέτεις στην καλή σου, αίφνης όμως
Με οχλαγωγή και τουφεκιές γεμίζει έξω ο δρόμος.
Σε μια νύχτα μέσα, στο Νέο Καθεστώς
Τι εφιάλτης, ο Ποιητής δεν είναι πια αρεστός.
Μείνε στο γραφείο σου εσύ, μην αφήνεις τον πανικό να σε τουμπάρει
Αυτό που τώρα γράφεις μπορεί και να σου σώσει το τομάρι:
Απλώς άλλαξε το φύλο σε μερικές αντωνυμίες, πρόσθεσε κάτι εδώ κι εκεί
Και ιδού! να μια πανηγυρική ωδή που υμνεί
(Δεν θα καταλάβει τίποτα ο λογοκριτής, ο Θεός να τον έχει καλά)
Τον νέο Αρχιστράτηγο, αυτόν τον κοιλαρά.
Βέβαια, μερικά επίθετα, όπως με στηθάκια σαν το κρίνο λευκά
Πρέπει να προσαρμοστούν, να γίνουν |αυτός με τη λιονταρίσια καρδιά|
Ο τίτλος |Η Θεά των ταπεινών πτηνών των αγρών|
Να γίνει |Ο Μέγας Αποστραγγιστής των ελών|
Κι έτσι, μέσα σε μια ώρα, με τέτοιο ποίημα, σε βλέπω υποψήφιο
νικητή
Για το ετήσιο βραβείο Του ή για μια Σύνταξη κρατική.
Άσε δε που θα πεθάνεις στο κρεβατάκι σου (όχι όμως κι Αυτός:
Σκέτη πληγή για τον λαό, από κρεμάλα ή τουφέκι θα πάει σηκωτός).
Αν και, ο τίμιος Ιάγος, πιστός στη φύση του, |Ντροπή!|
Θα γράψει στα περιθώρια του βιβλίου σου, |Γλύφτη! Υποκριτή!|
Ωστόσο, οι άδολες καρδιές, τα καθαρά μυαλά, θ' αφουγκραστούν
της δόξας το ανακοινωθέν
Και μέσα σε εισαγωγικά θα κλείσουν τούτην την ιστορία σου,
σαν κάτι δήθεν
Σκεπτόμενοι |―Αχ, παλιοκατεργάρη! Θα μείνει πάντα για μας κρυφό
Το όνομα ή η κοψιά της. Δεν πειράζει, ίσως και να $ναι προτιμότερο αυτό|.

Διότι τον Μέσο Άνθρωπο, εκ γενετής, ή λόγω παιδείας,
Αυτό το Είδωλο Θεού, που' χει ξεχάσει τη θέση του εντός της
κοινωνίας,
Πλάσμα αυτοτελές, που μονάχο του τον εαυτό του τον παιδεύει,
Το μόνο πλάσμα που ξέρει πώς να ξεγελά, να κοροϊδεύει,
Χωρίς τίποτε πια το φυσικό όταν χαμογελά τάχα με αγάπη
Σαν τις κούφιες θεωρίες του για το φυσικό του ανθρώπου, σκέτη
απάτη,
Τι άλλο, παρά τέτοια παραμύθια, τέτοια καλή σοδειά λογοπαιγνίων
Μπορεί να κεντρίσει την ψευδόμενη φύση του ώστε να πιστεύει πως,
τουναντίον,
Η αγάπη, ή η αλήθεια, σε κάθε εμβριθή τους εκδοχή
Σαν την ορθοφροσύνη κι αυτές, μένουν πάντα κρυμμένες στη σιωπή;

Σεπτέμβριος 1953

Μετάφραση
Σάκης ΣΕΡΕΦΑΣ
(Θεσσαλονίκη, 1960)



Ερμάρια σκεβρά και σκονισμένα


...
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβύνει.
("Φωνές" Κ.Π. Καβάφης)|

Ερμάρια σκεβρά και σκονισμένα κι από της σκόνης τους την ερημιά αιφνίδια σηκωμένα βιβλία γέροντες που γέρνουνε οι ράχες τους κι εντός τους, ανάμεσα στα τόσα λόγια τους με κάποιο ρίγος κάποτε γραμμένα και τώρα άδοξα εδώ κλειστά κι αναπαυμένα, μέσα σ' αυτό το κοιμητήριο χάρτου, απείραχτες αράδες ιδεών και στοίβες ιδεατών παρατημένες, στ' απομεινάρια αγαπημένων, στα ίχνη μέσα τ' αμυδρά, όσα βαστούν ακόμα, αισθήσεων δυσβάσταχτων που ενέπνευσαν κι εδώ εκπνεύσαν, στα ποιημένα πάθη που ανάβλυσαν, εκείνα που δε χωρούσαν πουθενά και τώρα βαλμένα στη σειρά γηροκομούνται ήσυχα το ένα με τ' άλλο ακουμπισμένα και στων σελίδων μέσα τις συστοιχίες λέξεων που στέκονται και χαλνούν αδιάβαστες τα ύστερά τους χρόνια, μέσα στα τόσα μέσα και πιο πολύ στης λησμονιάς τους την εξορία μέσα, μόνοι σηκώνονται και περπατούν της σιωπής οι παλαιοί κι όπως αυτοί πατούν όλο το βάρος τους στα βήματά τους κι αντιβοούν από τη θλίψη τους τα ράφια, αντί να φέρνει το φρέαρ τους το αρτεσιανό, γυρεύει και παίρνει πίσω, ω πόσες αμετάκλητα σελίδες σβήνουν, άδεια χαρτιά στο χρώμα της ερήμου μαζί κι οι ηδονές που φύλαγαν, η ομορφιά που πάλι ελεύθερη αφήνουν, τα σώματα που έσφυζαν στις λέξεις αγκαλιασμένα και μίλαγαν με τόσους κι ακόμα κάποιοι να τα αγγίζουν μπόραγαν και να ξαπλώνουν ίσως μ' ένα, απ' τη γλυκάδα τους αν έχουν πια, ένα μικρό υπόλοιπο κι αυτό, πηγαίνει στα χαμένα.
Γιώργος ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ
(Αλεξανδρούπολη, 1965)


Θανάτου ανάκρουσμα

Στ' ανάκρουσμα του θανάτου λογίσου τα νιάτα σου. Και ας τρέμεις και ας πονάς τη στέρηση των αισθήσεων. Όμως, θυμήσου πόση λαγνεία εκόμισες, πόσες αυταπάτες έθρεψαν το ωραίο, την επικράτεια του φόβου σου, κάθε ελπίδα.
Αυτά πρώτα~ κ' έπειτα παραδώσου στο φως, φθαρτός κι αληθινός. Ποτέ άλλοτε δεν ήσουν τόσο σίγουρος σαν κατακτούσες τη στιγμή της ευτυχίας σου.
Βασίλης ΡΟΥΒΑΛΗΣ
(Αθήνα, 1969)



IN HEAVEN EVERYTHING IS FINE
ή
Ύστατη καβαφική επίκληση του Παλαμά προς τον Καβάφη



(Χερουβείμ, μην ανάβετε φως...)

|Σώμα, σώμα ωραίο...:| τα ίδια πάλι.
|Ιδανική εμορφιά, αισθητική...|
Ω, μα! Πάψε πια τη ζάλη.
Εβαρέθηκα, μου αρκεί...

Κάνε λίγη σιωπή...

Ταλαιπώρια, ως γνωστόν, η νιότη...
Μα είχες συ μοναδικό σκοπό σου:
μελαχρινό και νέο δωροδότη
να φέρνεις πάντα στ' όνειρό σου.

Τι ζωή μέλαινας νόσου...!

Ζωντανός παλιά μόλις ξυπνούσες,
καταριόσουν ήλιο και ημέρα...
Μα σ' είδα προ ολίγου: πάλι τραβούσες
λάμποντας τζούρες του μαύρου αιθέρα.

Αδιόρθωτε, κάνε πιο πέρα...

Και θα στο πω: εκουράστηκα που
και στον χουν σ' αγαπούν οι κηφήνες.
Και εις όλον του βίου τον ρου
πάντα υπέρ σου περνούσαν οι μήνες...

Α, σου αξίζει το Guinness...

Και υπέρ σου, Καβάφη, τα χρόνια.
Πώς τα ‘φερεν έτσι η μοίρα...
Γίναμ' όλοι σου πιόνια.
Τι λαχνόν μαύρο επήρα:

Μη μου τείνεις την χείρα...

Γιατί ακόμη κι εδώ, ακόμη και τώρα,
(profil μα κι en face)
μαζί σου ομιλώ (α, τι άγρια χώρα...):
ο Παλαμάς!

Μα παρηγόρια μικρή έχω πως:

Τώρα σώμα κανένα –
ούτ' εσύ ούτ' εγώ.
Μόνο μι' ασάλευτη πένα
μες στο μαύρο κενό.

(Χερουβείμ, μην ανάψετε φως...)

Βασίλης ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
(Έδεσσα, 1970)





Κ.Π. Καβάφης

Παράθυρα που από τις χαραμάδες
έδειχναν μακριά~
σπίτια δίπλα το ένα στο άλλο
κι η θάλασσα~
κατάφωρα κίτρινη σαν να υπόφερε
από πυρετό.

Κάποιος που έκλεισε ένα βιβλίο
προσεκτικά
σχεδόν με τέχνη
ωσάν ωτακουστής
κονιορτοποιημένων ήχων
τυχαίο καθόλου. Ήταν αυτός
που πίσω από σκοτεινά δωμάτια
ονειρευόταν ταξίδια
σαν τον μακρινό του πρόγονο
τον Οδυσσέα.

Με μια παράξενη αγάπη
για το σκοτάδι
τον φαντάζομαι
ν' ακουμπά τον κρύο θώρακα
της πένας
γράφοντας αργά μα σταθερά
σβήνοντας χιλιόμετρα μοναξιάς
μέσα στη θλίψη του.

Λέγεται πως λίγες ώρες
πριν πεθάνει
ζήτησε να του φέρουν
μολύβι και χαρτί. Εκεί
σχημάτισε έναν κύκλο και στο κέντρο
μια τελεία
προφασιζόμενος πως ήξερε
και φροντισμένα έκλεισε
τον κύκλο της ζωής του.
Γιώργος ΛΙΛΛΗΣ
(Γερμανία, 1974)


Στιχοποιού απόκλιση

Επάνω στο γραφείο του έμεναν τα γυαλιά, ένα κερί
κι ένας τόμος ανοιγμένος της Ιστορίας των Περσών
(μα γράφτηκε ποτέ τέτοιο βιβλίο;)
και μία εφημερίδα του έτους 2003 μ.Χ.
Στοχάζονταν να βρει τον ορισμό της περιρρέουσας
κι ύστερα να $δινε το όραμα μ' όλο το μέτρο που βαστά ο στίχος,
να φτιάξει ποιήματα σπουδαία ελληνικά όπως το θέλησε.
Όμως τον πρόφτασε στα μέλη του ο δόλος του κρασιού,
όπως αρμόζει σε άνθρωπο φθαρμένο απ' τα πνευματικά,
κι αφέθηκε στη γλύκα ενός ενύπνιου~
καράβια να φουσκώνουνε μέσα στις πόλεις του Κατάρ
κορίτσια που παντρεύονταν πάνω απ' την έρημο
και στο μυαλό του υμέναιος τ' ανθρώπινο μελίσσι.
Δημήτρης ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ
(Αθήνα, 1978)


Γυρίζοντας αλλού το βλέμμα

Δε λέω πως το οξύ βλέμμα είναι λίγο
η δύναμη να βλέπεις πριν
τραπεί ο καθρέπτης σου σε δάκρυ κι αναπόληση
η γνώση να επινοείς
κάτω απ' τα υφάσματα και τις πτυχές των ρούχων
σώματα υπάρχοντα μες στον παλμό τους.
Αναλογίες στέρεες, πρωτίστως φανερές
"δίνουνε νόημα στην όραση" μου έλεγες.
Αξίζει και αυτό, όμως τα μάτια πρέπει
να τα χειρίζεσαι σωστά, να συλλαμβάνεις
μια αγκαλιά πραγμάτων, όχι μόνο
ώμους λευκούς που αναλώνονται στο φως τους.
Πάθος συνδυάζοντας και βιοπορισμό
μιαν άκρη βρήκες και εσύ, χρυσό απάγκιο.
Κοίταζες σώματα γυμνά για να τα ζωγραφίζεις
προσεκτικά, τραβώντας με γραμμές τον ίδιο δρόμο
την κίνησή τους έξω απ' το χαρτί
ίχνη χαδιών που προίκισαν το δέρμα
σγουρά μαλλιά σα φύλλα, σε σκιές
κι ήπιο χρώμα τα γύριζες.
Μοντέλα, αγόρα άπραγα, άνθρωποι της ανάγκης
καιροί σφιχτοί χωρίς δουλειά... ποζάρουν για να ζήσουν
αφήνουν έναν οβολό σε τέχνη λεπτών τρόπων.
Η πείνα, η δυσχέρεια πώς ν' απεικονιστεί
όταν γλυκιές πηγές φωτός μόνο στο σώμα σκάβεις
βλέμμα οξύ στη θήκη των κορμιών να συσκοτίζεται...
αχ, όπου να $ναι θα τελειώσουν τα πορτρέτα
όσο φτάνεις στο πρόσωπο τα μάτια συναντάς
εκεί που κλείστηκε η ερημιά του κόσμου.
Σφιχτοί καιροί, χωρίς λεφτά, σώματα αγγεία και
στη φτώχεια τους υπάκουα.
Κοίτα τι λεν τα μάτια τους
θέλεις, δεν θες το βλέμα σου θα $βρει
εκείνη την οξεία του πλευρά που ξεγυμνώνει
το έργο από της χάρης του τα κρύσταλλα
κακό καθρεπτισμό και λυπημένο
για να σου νεύει πως, σιγά
σιγά, γίναν τα σώματα κουρέλια.
Χάρης ΨΑΡΡΑΣ
(Αθήνα, 1982)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου