Της Διώνης Δημητριάδου*
ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ-ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ, Μάγκες αλήστου εποχής 24+1 ρεμπέτικα πορτρέτα, εκδόσεις Μετρονόμος,
2024, σελ. 518
Τελειώνει άραγε ποτέ η έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι, ολοκληρώνεται η «τοιχογραφία» των σπουδαίων δημιουργών που, με ρίζες στο βυζαντινό μέλος, στο δημοτικό τραγούδι, το μικρασιάτικο, εμπλούτισαν την ελληνική μουσική με νέα ακούσματα; Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης, παθιασμένος ερευνητής του λαϊκού, ρεμπέτικου τραγουδιού, επί σειρά ετών έψαξε (και ψάχνει), ρώτησε, συνομίλησε με όσους εναπομείναντες, αλλά και με συγγενείς, φίλους αυτών των μοναδικών δημιουργών, συλλέγοντας μαρτυρίες, καταγράφοντας μνήμες. Αρκετά τα βιβλία του (μελέτες καλύτερα) που εκδόθηκαν, καθιστώντας, και δικαίως, αυτόν ως έναν από τους σημαντικότερους ερευνητές-μελετητές του ρεμπέτικου. Το ότι το παρόν βιβλίο ήδη διανύει την τρίτη του έκδοση, εμπλουτισμένη με νέο υλικό, αποδεικνύει πως αφενός το ρεμπέτικο έχει θερμούς θιασώτες, αφετέρου (και αυτό είναι το πιο σημαντικό) η έρευνα καλά κρατεί.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του πονήματος αυτού είναι πως απουσιάζει παντελώς η «αγιοποίηση» («εικόνες θα δείτε, όχι αγιογραφίες», όπως τονίζει ο Καπετανάκης στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης) – τάση που πολλούς ενέπνευσε για πρόχειρες και επιφανειακές προσεγγίσεις των δημιουργών του ρεμπέτικου· άλλωστε, τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια πολλοί ήταν αυτοί που, εκμεταλλευόμενοι το είδος, είδαν σ’ αυτό μόνον το κέρδος. Εδώ θα δούμε γνήσιες μαρτυρίες, λιτές στην αυθεντικότητά τους, πλούσιες ωστόσο σε ειλικρίνεια. Θα δούμε τους επιφανείς (κάτω από μια διαφορετική ματιά), θα θυμηθούμε ή θα ανακαλύψουμε και τους αφανείς σπουδαίους, τους λησμονημένους στη σκιά των άλλων.
Ο Καπετανάκης θα δείξει τις προσωπικές του προτιμήσεις, όπως κάθε σωστός μελετητής, που δεν γράφει με άδειο κεφάλι (γιατί άδειο τι να το κάνουμε;) αλλά αποτυπώνει στο χαρτί τη θέση του, την άποψη του, τεκμηριωμένη φυσικά. Θα ξεχωρίσει τον Βαμβακάρη, τον τραγικό Ανέστο Δελιά, ή Αρτέμη για τους φίλους του, τον Γιώργο Κάβουρα, «τον κάλλιστο, τον πιο συγκλονιστικό τραγουδιστή που ακούει στον 20ό αιώνα ο ελληνικός κόσμος». Θα αφιερώσει αρκετές σελίδες στον Βαγγέλη Παπάζογλου, αξιοποιώντας ανάμεσα στα άλλα στοιχεία τη γλαφυρή αφήγηση της Αγγελίτσας Παπάζογλου, τεκμήριο μιας ολόκληρης εποχής από μόνη της. Ακόμα θα θυμηθεί τον δραστήριο ώς τα βαθιά γεράματα («μόνος και θαλερός στο πάλκο») Γιώργο Κατσαρό-Θεολογίτη, μέσα από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, τον μελωδικό Απόστολο Χατζηχρήστο, την από πολλούς ξεχασμένη Ευαγγελία Μαργαρώνη, με το ακορντεόν ή το πιάνο στις λαϊκές ορχήστρες, που έστρεφε το πρόσωπο στο κοινό μόνο όταν επρόκειτο για φωτογράφιση, τον Απόστολο Καλδάρα, με τις «μεταλλάξεις» του, όπως ονομάζει το πέρασμά του από όλες τις ρούγες, «με αλλεπάλληλες μεταστοιχειώσεις και προπαντός διαχρονικά κέρδη» (ο Καπετανάκης δεν χαρίζεται σε κανέναν εύκολα, όσο σπουδαίος), τον Γιώργο Μητσάκη μέσα από την αφήγηση της Αθηνάς του, τον «τεμπέλη» Στράτο Παγιουμτζή της ξακουστής «Τετράδας του Πειραιά» (Μάρκος, Δελιάς, Μπάτης, Παγιουμτζής), με τη στιβαρή, ρωμαλέα φωνή, τον Θεσσαλονικιό Στέφανο Κιουπρούλη, τον Νάκο, δηλαδη ή Χοντρο-Νάκο, όπως τον ξέραν οι περισσότεροι.
Ξεχωριστή αναφορά στη «Σκάλα του Μιλάνου», το υπεραιωνόβιο μαγαζί της οικογένειας των Μιλάνων στον Βόλο, αλλά και στον πρωτοπόρο της ραδιοφωνίας Γιώργο Κοντογεωργίου, την ιστορική φωνή του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Βόλου.
Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί που παρουσιάζονται στο βιβλίο με ένα κοινό χαρακτηριστικό που τους κάνει να ξεχωρίζουν: όλοι «μάγκες». Εμβληματικός ο στίχος του Χοντρο-Νάκου: Μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός, ή όπως αλλού το βρίσκουμε: Μάγκας θα πει φιλότιμο, μάγκας θα πει δερβίσης/ μάγκας θα πει καλή καρδιά κι όμορφες εξηγήσεις. Στους στίχους τους στις μουσικές τους, στον τρόπο που έπαιζαν τα «παιχνίδια» τους οι σπουδαίοι αυτοί «παιχνιδιάτορες», υπήρχε το μεράκι, υπήρχε η ψυχή τους, κάτι που δύσκολα σήμερα το βρίσκεις.
Ας μη μας ξαφνιάσει, στον τρόπο που γράφει ο Καπετανάκης, ένα πάθος που συχνά τον κάνει να παρεκκλίνει της κεντρικής αφήγησης, προκειμένου να στιγματίσει πότε αυτούς που δεν σεβάστηκαν την ποιότητα, την ιστορία του ρεμπέτικου και το ευτέλισαν στον βωμό του κέρδους, πότε όσους εκμεταλλεύτηκαν τον δικό του μόχθο στη συλλογή του πλούσιου υλικού (πλήθος ντοκουμέντων, πλήθος φωτογραφιών στην έκδοση) οικειοποιούμενοι μαρτυρίες ή φωτογραφίες χωρίς να αναφέρουν την πηγή. Η γλώσσα του απέναντι σ’ αυτούς ακραία σκληρή, αλλά έτσι πρέπει. Όποιος αφιερώνει τη ζωή του σε μια υπόθεση, εν προκειμένω στο ρεμπέτικο τραγούδι, πονάει και θυμώνει με το δίκιο του απέναντι στην ευτέλεια από άγνοια ή, το πιο πολύ, για το κέρδος.
Ένας τόμος που αριθμεί πάνω από πεντακόσιες σελίδες, με μοναδικά ντοκουμέντα, μαρτυρίες, φωτογραφίες σπάνιες, κάποιες συλλεκτικής αξίας. Με την «Ξακουστή Τετράδα του Πειραιά» στο εξώφυλλο, πολυτελής έκδοση για να μη χαθεί τίποτε από την αυθεντικότητα του συλλεκτικού υλικού. Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης συνεχίζει την έρευνα, και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο όλων. Όπως γράφει ο ίδιος στον Πρόλογο της τρίτης έκδοσης (2024): «Απολαύστε την τρίτη έκδοση μερακλίδικα εμπλουτισμένη, καθώς προχωρά η έρευνα, ανακαλύπτονται νέα στοιχεία. Μάγκες Αλήστου Εποχής και σήμερα ψυχαγωγούν, διασκεδάζουν, πάντα με την πανάρχαια και τόσο σύγχρονη σημασία των λέξεων. Μοναδική απαντοχή και έμπνευση καινούργιων έργων στον δρόμο της επιστροφής στον μαλλιαρό (ψηφιακό πλέον) πρόγονο-απόγονο».
*Η Διώνη Δημητριάδου είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου