25/5/25

Πεθαίνοντας στη Γάζα

Άποψη της έκθεσης «Ξέφωτο» του Γιάννη Χειμωνάκη στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα

Του Κώστα Βούλγαρη
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ, Απ’ την Αθήνα φάντασμα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 42
 
Αρκετοί είναι σήμερα οι ποιητές και πεζογράφοι οι οποίοι μιλάνε για τα μεγάλα θέματα που κυριαρχούν στην επικαιρότητα, όπως το δράμα των Τεμπών κι εκείνο της Γάζας. Συνήθως μιλούν με τον τρόπο της επικαιρότητας, τον συνήθη τρόπο του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος μας άφησε μια πλειάδα τέτοιων ποιημάτων, που δεν εγγράφονται στο κυρίως σώμα του έργου του αλλά συνετέλεσαν στην κοινωνική αποδοχή του και πια ανακαλούνται μόνο σε εκτός λογοτεχνικού πεδίου συμφραζόμενα. Αντίθετα, ο τρόπος του Ρίτσου στον Επιτάφιο, πηγαίνει αρκετά βήματα πιο πέρα, κάνοντας ένα έργο αναφοράς για μια κομβική ιστορική στιγμή. Υπάρχει, βέβαια, και ο τρόπος του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός το ενέταξε σε πολύ ισχυρά συμφραζόμενα, τόσο λογοτεχνικά όσο και ευρύτερα, με αποτέλεσμα η Γυναίκα της Ζάκυθος να υφίσταται ως κείμενο χωρίς να υπερκαθορίζεται από τις μαυροφορεμένες και ενδεείς Μεσολογγίτισσες αλλά από τον τροπισμό του λόγου. Στις μέρες μας, κάτι αντίστοιχο έκανε ο Γιώργος Μπλάνας με το Επεισόδιο, αφού, μιλώντας για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, τον ενέταξε στη σύνολη διαδρομή και στα αδιέξοδα της νεωτερικότητας, κάνοντας ένα ποίημα ιδεών.
Η συλλογή του Αλέξανδρου Μηλιά, το κείμενό της, τα ποιήματα που την απαρτίζουν, δείχνουν πως έχουν πλήρη επίγνωση των προηγούμενων. Δεν είναι επικαιρικά ποιήματα, δεν είναι δηλαδή μονοσήμαντα, δεν μένουν δέσμια στο έδαφος της Γάζας, απ’ την οποία αφορμάται και για τα γεγονότα που συμβαίνουν εκεί μιλά. Επιλέγει τον τρόπο του Σολωμού και του Μπλάνα, με μια κεφαλαιώδη όμως διαφορά: δεν κάνει μια σύνθεση αλλά περιορίζεται σε ολιγόστιχα ποιήματα (αν και άτιτλα, ως οιονεί μέρη μιας σύνθεσης), τα οποία πλησιάζουν ή απομακρύνονται από το «θέμα» του και εν όλω απογράφουν την αδυναμία και των δύο πλευρών της σύγκρουσης στη Γάζα να συγκροτήσουν ένα ολοποιητικό επιχείρημα, η κάθε πλευρά για το δικό της δίκιο, που όμως θα ενσωματώνει και την άλλη. Το συμπέρασμα αυτό είναι δικό μου, αισθητικής τάξης εξαγόμενο, εκ της μορφής της συλλογής, και δεν αφορά κάποια επαμφοτερίζουσα στάση των ποιημάτων, τα οποία τη φρίκη του πολέμου την χρεώνουν στην εβραϊκή πλευρά. Η ίδια όμως η μορφή/δομή του βιβλίου αποτυπώνει την αμηχανία μπρος σε ένα τέτοιο, τεράστιο αδιέξοδο.
Το κείμενο του βιβλίου βρίθει διακειμενικών αναφορών, ως όφειλε, ώστε να ανοίγεται σε ιστορικά, εννοιολογικά, θρησκειολογικά, ενίοτε και προσωπικά συμφραζόμενα. Ας σταθώ σε ένα από αυτά, που δίνει ένα ενδιαφέρον στίγμα στο βιβλίο:

Ζητήσαμε απ’ τα Βέρβενα ψωμί.
Κι αυτοί μας αποκρίθησαν:
έχομε βόλια και μπαρούτι.
Και πήγαμε και τους ’χαλάσαμε.

Πρόκειται για το επεισόδιο που αφηγείται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν το 1806, αφορισμένος από το Πατριαρχείο και διωκόμενος ανηλεώς από τις οθωμανικές αρχές, με τους λίγους συντρόφους του λιμοκτονούντες, ζητούν τα στοιχειώδη από τους μετέπειτα ομοεθνείς τους, καταφεύγοντας στους κανόνες του πολέμου και της επιβίωσης. Φυσικά, επρόκειτο για ένα εμφύλιο γεγονός, εντός του ιδίου «γένους», όμως και όλα τα πολεμικά γεγονότα στη Γάζα, με τις εκατέρωθεν επιθέσεις, μέχρι και η ισραηλινή επιδρομή, υπό ανάλογες συνθήκες διαδραματίζονται, με τη λιμοκτονία και τη δολοφονική, πάσης φύσεως ένδεια των Παλαιστινίων. Γιατί, όπως έχει γραφεί τόσες φορές, από σημαντικούς συγγραφείς και διανοούμενους, Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους, και οι δύο πλευρές διεκδικούν τον ίδιο τόπο ως δικιά τους πατρίδα, με κάθε σπιθαμή του να φέρει μακρόχρονο και θηριώδες συμβολικό φορτίο και για τους δύο, ώστε μόνο ως εμφύλιο πόλεμο μπορούμε να δούμε την αντιπαράθεσή τους. Άλλωστε, αυτή η νύξη του βιβλίου δεν είναι μοναδική, ούτε εξαντλείται στην έλλειψη του «ψωμιού», αφού έρχονται να την επιτείνουν εμφύλιες αναφορές άλλων ποιημάτων της συλλογής, π.χ. στη δολοφονία της Μπουμπουλίνας ή στον Δεκέμβρη του 1944.
Θα αναφέρω και μία από τις προσωπικές νότες, όπως απογράφεται στο ακροτελεύτιο ποίημα, το οποίο συνομιλεί με το εμβληματικό ποίημα του Βαγγέλη Κάσου, «Ο λόρδος Charles Murray πεθαίνει για την Ελλάδα (1824)». Και στα δύο ποιήματα, αντίστοιχα, η συμμετοχή των «Φιλελλήνων» στην ελληνική επανάσταση και η σημερινή κινητοποίηση «Δυτικών» διανοουμένων και καλλιτεχνών για το δράμα της Γάζας απεκδύονται τη ρομαντική αίγλη και φωτίζονται τα αδιέξοδα εκλεκτών μελών των δυτικών κοινωνιών, που βλέπουν την ταύτισή τους με το δράμα ενός λαού, ακόμα και τη συμμετοχή τους, ή και τον θάνατό τους εκεί, ως την εσχάτη, υποφερτή, υπαρξιακή επιλογή τους.
Μ’ ένα ιστιοφόρο δύσμοιρο
μπαρούτι ποίημα κατεβαίνω,
 
σώματα ηλικίας μηνών
στο στόμα παρανάλωμα,
η νύχτα τρώει τη μέρα.
 
Με άλμα από το πέλαγος, πατέρα,
τρέχω στην ξηλωμένη γη.
Άλλος,
και γι’ άλλη ανάσταση,
φτάνω στην Παλαιστίνη.

Έτσι άλλωστε δικαιολογείται, και κουμπώνει ο τίτλος του βιβλίου, Απ’ την Αθήνα φάντασμα.
Μια ενδιαφέρουσα ποιητική χειρονομία, που μας βεβαιώνει, ακόμη μία φορά, ότι ο Αλέξανδρος Μηλιάς δεν βρίσκεται στο πρώτο σκαλί της σχέσης με τον ποιητικό λόγο, όπως τόσοι και τόσοι, απελπιστικά πολλοί και γνωστοί σήμερα, αλλά έχει πλήρη συνείδηση των ποιητικών αιτούμενων, χωρίς να επαναπαύεται σε μια σημαίνουσα θεματική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου