Του Κώστα Βούλγαρη
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΕΓΚΑΣ, Η μοίρα των
ζώων, εκδόσεις Πλήθος, σελ. 72
Αν η τέχνη δεν έχει να μας
προσφέρει πάρεξ μια μορφή, ήτοι έναν τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο και τον εαυτό
μας, το στοίχημα της μορφής το κερδίζει επάξια αυτό το βιβλίο.
Ο Στέφανος Ρέγκας εμφανίστηκε στο
ποιητικό πεδίο, ψαύοντάς το, με τη συλλογή «Είδη γνώσης» (2022). Γράφοντας για
εκείνο το βιβλίο, εδώ στις «Αναγνώσεις», υπό τον τίτλο «Λυρική
ευχέρεια», έλεγα για τη συνέχειά του: «Θα δούμε πώς θα αναμετρηθεί με τα
αισθητικά αιτούμενα, και τις –ως πραγματωμένο έργο– ποιητικές απαντήσεις του
ιστορικού παρόντος. Πάντως, θα ήταν κρίμα να αρκεστεί, ή και να αγκιστρωθεί,
στις δεδομένες ευχέρειές του, όπως έκαναν αρκετοί, και εξ ίσου φερέλπιδες, τα
τελευταία δέκα χρόνια».
Και όντως, τώρα, με το δεύτερο
βιβλίο του, ο Στέφανος Ρέγκας δεν αρκείται στις ευχέρειές του αλλά βουτάει στα
βαθιά και μας δίνει το πρώτο τεύχος μιας απάντησής του στα ποιητικά αιτούμενα
του ιστορικού παρόντος. Πιάνει το νήμα
απευθείας από την «Γυναίκα της Ζάκυθος», ένα κείμενο, μια συγγραφική χειρονομία
του Σολωμού που ακόμα και σήμερα, με τις τόσες δεκάδες ειδολογικών κατηγοριών
που έχουμε εφεύρει, δεν ταυτοποιείται, «οριστικά», όπως θέλει η έπαρση των
τακτοποιήσεων, ως πεζό ποίημα ή ποιητικό πεζό κλπ.
Η γραφή του Σολωμού διεμβολίζει
τα είδη, εκτείνεται συνεχώς και εντείνεται διαρκώς, αντί να «οργανώνεται», ήτοι
να κατακάθεται, δηλαδή να εφησυχάζει, προσπαθώντας να εφησυχάσει και τον πανικό
του αναγνώστη, που αγγίζει, έστω ακροθιγώς, το μυστήριο της γραφής και της
τέχνης. Γιατί ο Σολωμός δεν είναι Γεώργιος Τερτσέτης ή ακόμα και Κάλβος, οι
συγγένειές του είναι με την «αλχημιστική» ειδολογία του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη
και του Εμμανουήλ Ροΐδη, ακατάτακτοι κι αυτοί μέχρι σήμερα.
Ο Στέφανος Ρέγκας λοιπόν κάνει
ένα κείμενο που από άποψη τυπολογίας είναι πεζό, όμως η αγωγή του λόγου του
είναι ακραιφνώς ποιητική, και μάλιστα σε σημείο που να δημιουργούνται ασάφειες
και βιασμοί της σύνταξης, δηλαδή αναγνωστικές αμηχανίες, επειδή ακριβώς δεν
είναι στοιχισμένο σε στίχους, όπου η νοηματική ακολουθία θα προέκυπτε
διαδοχικά, με τις ανάσες, τα άλματα και τους διασκελισμούς. Μια επιλογή που
κατ’ αρχήν την αξιολογώ ως άρνηση της «ποιητικής» κατάταξης του κειμένου του,
με βάση τη στιχοποιητική μορφή, διά της οποίας και μόνο, χιλιάδες άλλα κείμενα
διατείνονται την ποιητικότητά τους.
Αντίθετα, εδώ οι λέξεις και οι
φράσεις διαδέχονται η μία την άλλη με μια ανοίκεια ακολουθία, σε ένα συνεχές
ροής. Και η ροή όμως δεν είναι συνειρμική, όπως έχει γίνει άλλωστε παλαιότερα,
αλλά είναι νοηματική, όπου τα κενά είναι δηλωτικά, ήτοι πραγματικά και μείζονα,
και είναι παρατακτή, ώστε η συντακτική δομή, ήτοι η σχέση λόγου και
υποκειμένου, η σχέση χρόνου και λόγου, οι χρόνοι του λόγου, στενάζουν κάτω από
τις μετατοπίσεις, γιατί, όπως και στον Σολωμό, εδώ η γραφή γράφει το κείμενο,
υπονομεύοντας ριζικά τις παγιωμένες θέσεις συγγραφέα-λόγου-αναγνώστη.
Τα τελευταία χρόνια, στις
ελάχιστες άξιες μνείας ποιητικές εμφανίσεις νεωτέρων, είχαμε και άλλες
απόπειρες πεζών ή πεζόμορφων ποιημάτων, όπου ο εξπρεσιονισμός της θεματολογίας
καλείτο να σηκώσει το δυσβάσταχτο βάρος της μορφής και της ποιητικότητας, γι’
αυτό και σύντομα κατέληξαν σε αδιέξοδο.
Ο Στέφανος Ρέγκας έχει ισχυρή
φιλοσοφική παιδεία, η οποία, όπως και στον Σολωμό, δεν του προσφέρει απλώς μια
βάση ή μια αφετηρία απ’ όπου το υποκείμενο, βέβαιο για τον εαυτό του, ομιλεί
και αποφαίνεται, είτε θρηνώντας τα ερείπια είτε καλπάζοντας στις λυρικές
κλίμακες, αλλά μια διαδικασία διαρκούς αναρώτησης και αναζήτησης, άρνησης της
παγίωσης και της μνημείωσης, και ταυτόχρονα, αυτή η παιδεία του προσφέρει τη
δυνατότητα της απλότητας και φυσικότητας στη διαχείριση των πιο βαριών εννοιών
και θεμάτων, ιδιότητες που μόνο η ποίηση της Μαρίας Κούρση έχει αξιωθεί τα
αρκετά τελευταία χρόνια, εκείνη όμως μέσα από τον δρόμο του μινιμαλιστικού
λυρισμού, ενώ ο Ρέγκας απεκδύεται και τη διαπιστωμένη στο πρώτο του βιβλίο
λυρική ευχέρειά του.
Ο Σολωμός, ιδρύοντας τη
νεοελληνικότητα, είχε να διαχειριστεί ερεβώδη κενά, τα οποία μόνο πάνω στη
γλώσσα που έφτιαχνε μπορούσαν να εγγραφούν, και αυτό έκανε. Και ο Ρέγκας,
μιλώντας για τα θηριώδη δυστοπικά που αναδύονται στον καιρό μας, για την
οντολογία του παρόντος, στη γλώσσα προσέρχεται, αλλά όχι στο λεκτικό υλικό και
στην ιδιόλεκτο. Παραλαμβάνει τη σολωμικά ιδρυμένη γλώσσα, ικανή να μιλά με
έννοιες και να συνομιλεί με την πραγματικότητα, μια στρωτή λόγια δημοτική
χρησιμοποιεί, αν και δεν είναι πάντα η «κοινή», με σκόρπιες και σημαίνουσες
εξάρσεις, όμως ο Ρέγκας κυρίως παρεμβαίνει στη δομή του λόγου, στη νοηματική
του εκδίπλωση, τον αποδιαρθρώνει συνεχώς και τον ανασυνθέτει ως δικό του λόγο,
ως λόγο του κειμένου του, αποτυπώνοντας και διαχειριζόμενος έτσι, μέσα από τις
διαρκείς ανακυμάνσεις της δομής, απολύτως «οργανικά» όπως θα έλεγαν παλιά, τη
θεματική του κειμένου του, ή, με άλλους όρους, ο λόγος πάσχει το θέμα του.
Συναντώντας εδώ την ποιητική
αντίληψη του Ηλία Λάγιου: «Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά/ κατασκευάζεται
δημιούργημα ευγενικό./ Ο αγέρας, το νερό,/ η ζωντανή φωτιά όπου ψένονται τα
τούβλα,/ τα στοιχεία που σωφιλιάζονται/ για να συναπαρτίσουν τη λάσπη.» Δίπλα
σε εκείνου την ποιητική έρχεται να σταθεί ο ποιητικός τρόπος του Στέφανου
Ρέγκα, προτάσσοντας τη «ζωικότητα», απογυμνώνοντας περαιτέρω τις θρυλούμενες ως
υψιπετείς αξιώσεις της τέχνης.
Κατά τη γνώμη μου, εδώ όντως
έχουμε να κάνουμε με ποίηση, αν και ο Ρέγκας δεν είναι «λογοτέχνης», και
γράφοντας έτσι ποτέ δεν θα γίνει, όπως τόσοι και τόσοι γύρω μας. Άλλωστε, και ο
Διονύσιος Σολωμός ή ο Ροΐδης ή ο Λάγιος είναι «λογοτέχνες»; Μέσα στη
μακαριότητα της γραμματολογίας, φυσικά και είναι, όμως αυτός ο προσδιορισμός
είναι μια μεταγενέστερη προβολή πάνω σε κειμενικά σώματα που αδιαφορούσαν, και
συστηματικά προβόκαραν κάθε τέτοια, εκ του ασφαλούς τακτοποίηση της αγωνίας τους.
Να σημειώσω τα τέσσερα μελάνια του
ζωγράφου Γιάννη Κοτινόπουλου που συνάπτονται στις τελευταίες σελίδες, εν είδει
επιμέτρου, και επιχειρούν να συνοψίσουν την όλη αίσθηση του βιβλίου, παρ’ ότι
δεν το είχε και ανάγκη∙ ας το θεωρήσουμε σαν μια μικρή παραχώρηση προς τον
εξουθενωμένο, από την ανοικειότητα του κειμένου, αναγνώστη.
«Πάντοτε ήδη σε πρόσεξα σαν
στοιχείο σαν άγνωστο αριστούργημα και τώρα μένει απλά να συνυπάρξουμε. Και
είναι άγριο όταν διπλασιάζουμε τα πράγματα και άγριο όταν είν’ όλα ένα άγριο
άγριο όταν τόσα συντίθενται και άγριο όταν στριφογυρίζουν στο κενό και όταν ελεύθερα
γελάνε όλο νύχια και δεν ζητάνε τίποτα τις νύχτες απ’ τον κόσμο. Είναι τόσα
πολλά πάντοτε γύρω μας κι οι λέξεις ακολουθούνε βιαστικές σαν πυρκαγιές τα
πάντα καίγονται με τη σωστή θερμοκρασία. Ο χρόνος παγιδεύει δεν είναι κάτι κι η
παγίδευση, φυσάει μακριά κι όλο γυρεύουμε παρασυρόμαστε, τοπία φτιάχνονται
διαλύονται δεν είναι κάτι και η διάλυση και έλα όλα μαγικά περνάνε γρήγορα και
είναι πάντοτε ήδη σαν σύννεφα μορφές. Ρωτάς θα δεις πηδάω σε πυθμένες
αγριότητας σαν μεταμόρφωση∙ πάμ’ επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ’ την
εμπιστοσύνη».
Συνελόντι ειπείν, «εγεννήθη παρ’
ημίν ποιητής» όπως έλεγαν παλιά; Αρτιθαλής ποιητικός τρόπος ενέσκηψεν παρ’ ημίν,
όπως αραιά και πού συμβαίνει. Και η δουλειά της κριτικής είναι να το
επισημαίνει.
Πρώτη δημοσίευση: Diastixo.gr, 18-3-2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου