29/9/24

Δημοκρατία και συνδικαλισμός

Άποψη της έκθεσης της Βούλας Καραμπατζάκη «Κτίσματα» στην γκαλερί Ζουμπουλάκη

Του Στέφανου Δημητρίου*

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δημοκρατία και συνδικαλιστική ελευθερία, Εκδόσεις Ασίνη, σελ. 396
 
Οι εξελίξεις στον χώρο της οικονομίας και της ίδιας της πολιτικής, στην Ευρώπη, οι οποίες έχουν καταστήσει την πολιτική επικουρικό μέσο για την οικονομία, αναδεικνύουν ένα νέο κοινωνικό ζήτημα. Μεγάλο μέρος αυτού αφορά τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, η οποία σχεδόν ισοδυναμεί με κατακρήμνιση του Εργατικού Δικαίου, με τις πολύ χαμηλές αμοιβές, την κατάργηση της υπερωριακής αποζημίωσης, την αποδιοργάνωση, κατά συνέπεια, του εργασιακού ωραρίου και, βεβαίως, την κατάργηση των σχετικών ελέγχων από τα αρμόδια όργανα επιθεώρησης της εργασίας, αλλά και της εργοδοσίας. Η τελευταία συνδέεται και με το προτεινόμενο υπόδειγμα της υπερκατανάλωσης, της υποτίμησης του μόχθου και των αποτελεσμάτων του. Το κρισιμότερο όμως είναι η βαθιά κρίση του κοινωνικού κράτους δικαίου. Αυτή, σε ό, τι αφορά τα κοινωνικά – και πιο συγκεκριμένα – τα εργασιακά δικαιώματα, είναι μέρος της διαρκούς αποδυνάμωσης του κοινωνικού κεκτημένου, καθώς και των συναφών θεσμικών και πολιτικών του εγγυήσεων. Αυτό φαίνεται και από το πώς αποδυναμώνεται και το ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής διαβίωσης, χωρίς το οποίο η βιοτική αυτοτέλεια των ανθρώπων θα βρίσκεται σε εκκρεμότητα, μαζί, βεβαίως, και με την προοπτική και δυνατότητα των ανθρώπων να μπορούν αρθούν – έστω και σε μικρό βαθμό – στο ύψος της ηθικοπολιτικής, αλλά και συνταγματικώς αναγνωρισμένης, αξίας του ανθρώπου. Η τελευταία είναι ουσιαστικό περιεχόμενο της προσωπικής, ατομικής αυτονομίας, χωρίς την οποία η έννοια της ατομικής ελευθερίας είναι απλώς και μόνο ιδιοκτησιακό δικαίωμα.
Σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, ο συγγραφέας της αποσαφηνίζει εξαρχής το εξεταζόμενο πρόβλημα μέσα από την ανάδειξη και διατύπωση μιας αντίφασης: εφόσον το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» είναι ένα δικαίωμα συνένωσης, δηλαδή ένα δικαίωμα που επιτρέπει στους πολίτες να συστήνουν ενώσεις  συνεταιριζόμενοι, το κράτος ιδιοποιείται αυτό το δικαίωμα και παρεμβαίνει νομοθετικά ορίζοντας το κανονιστικό πλαίσιο αυτών των ενώσεων, με αποτέλεσμα να ρυθμίζει το περιεχόμενο των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Αυτό το πρόβλημα είναι και το κέντρο της προβληματικής του συγγραφέα, ο οποίος, όμως, προκειμένου να έχει ο αναγνώστης τη δυνατότητα να κατανοήσει την εξέλιξη αυτού του προβλήματος, ξεκινά από την ίδρυση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) το 1919. Σκοπός της Ένωσης ήταν η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των κρατών, ώστε η θέσπιση των κανόνων που θα έθεταν τους όρους και θα οργάνωναν τις συνθήκες εργασίας να μην εμπίπτουν μόνο στο πεδίο της αρμοδιότητας του κάθε κράτους. Ο Σταύρος Μουδόπουλος, όμως, δεν αποσκοπεί απλώς και μόνο σε μία ιστορική έκθεση. Όντως επιχειρεί – και μάλιστα πολύ μεθοδικά και συστηματικά – την ανασύσταση του αντίστοιχου ιστορικού πλαισίου, αλλά αυτό το μεθοδολογικό του εγχείρημα υπηρετεί έναν πολύ πιο συγκεκριμένο και ουσιαστικό σκοπό. Όπως ο ίδιος το διατυπώνει «Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να επιβεβαιωθεί η ελπίδα για την υπεροχή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Εργασίας στην πράξη της έννομης τάξης της χώρας μας. Η επιβεβαίωση αυτή θα λειτουργήσει ευεργετικά, ώστε τα συναφή με την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας δικαιώματα να διευρύνουν το περιεχόμενο της εσωτερικής μας δημοκρατίας. Η κατάκτηση δε αυτή θα βοηθήσει να γίνει πράξη το όραμα της ΔΟΕ για παγκόσμια και διαρκή ειρήνη, η οποία θα δύναται να θεωρείται δεδομένη μόνο εφόσον βασίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη» (σ.30). Το όραμα το οποίο επικαλείται ο συγγραφέας οπωσδήποτε αποτελεί έναν ιστορικό ορίζοντα εντός του οποίου εγγράφεται και η αντίστοιχη δυνατότητα για μερική εκπλήρωσή του, η εμβάθυνση και στερέωση της οποίας θα είναι επίσης ένα διαρκές ιστορικό ζητούμενο.
Αυτό, όμως, που, κατά τη γνώμη μου, δίνει ιδιαίτερη αξία στο εγχείρημα του Σταύρου Μουδόπουλου, και το καθιστά πραγματικά αξιόλογο, είναι η εστίασή του στα «συναφή με την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας δικαιώματα», τα οποία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αποκτούν ιδιαίτερη, προστιθέμενη αξία εκ του γεγονότος ότι, όπως δείχνει ο Σταύρος Μουδόπουλος, «διευρύνουν το περιεχόμενο της εσωτερικής μας δημοκρατίας». Εάν, λοιπόν, συμμεριζόμαστε την παραδοχή ότι μείζον πρόβλημα της δημοκρατίας – και όχι μόνο της δικής μας, αλλά όλων των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών – είναι η υποαντιπροσώπευση μεγάλων μερίδων της κοινωνίας, τότε αυτή η υποαντιπροσώπευση περιορίζει και το αξιακό περιεχόμενο αυτής της δημοκρατίας. Συνεπώς, η διεύρυνσή της είναι το ζητούμενο. Είναι το πρώτιστο μέλημα. Και αυτή η διεύρυνση δεν μπορεί να συντελεστεί επαρκώς, εάν δεν περιλαμβάνει, όχι μόνο τα ατομικά, αλλά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Και τα τελευταία θα είναι ατελή, εάν δεν περιλάβουν στη σχετική, αναγκαία διεύρυνση και τα «συναφή με την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας δικαιώματα». Ως προς αυτό, έχει σημασία να δούμε τον άξονα της εργασίας του Σταύρου Μουδόπουλου. Ο συγγραφέας εστιάζει την ερευνητική του εξέταση στο άρθρο 23 του Συντάγματος του 1975, ιδίως στις διατάξεις των παρ. 1 και 2., στις οποίες κατοχυρώνεται σαφώς το δικαίωμα στην απεργία, μαζί με άλλα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Ο Σταύρος Μουδόπουλος προσφυώς συσχετίζει αυτό το άρθρο με τις περιπέτειες που έζησε η χώρα κατά την πρόσφατη πολιτική ιστορία, δηλαδή με τη μετεμφυλιακή περίοδο και την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος (ο συγγραφέας την εξετάζει από πολύ πιο πριν, αλλά η μετεμφυλιακή περίοδος έχει ιδιαίτερη, ξεχωριστή σημασία), η οποία συνδέεται με την προσπάθεια που κατέβαλλε επί μακρόν η ΔΟΕ, ώστε να έχουν εφαρμογή τα συναφή με την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας δικαιώματα. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα αφορά τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης, εκείνης της περιόδου, και τη μακρά τους διάρκεια. Προκειμένου, λοιπόν, ο Σταύρος Μουδόπουλος να ανατάμει όλες τις πλευρές αυτής περιόδου, άρα να επιτύχει και την ιστορική κατανόηση των όρων υπό τους οποίους ανακύπτουν και τα σχετικά προβλήματα, στρέφεται στη μελέτη του Διεθνούς Δικαίου της Εργασίας. Κατά την πρόοδο αυτής της μελέτης, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι, εάν το άρθρο 23 ετύγχανε πλήρους εφαρμογής και είχε αντίστοιχο αντίκρισμα στην έννομη τάξη της χώρας μας, οι συνέπειες αυτής της εφαρμογής θα υπερέβαιναν τις όποιες αξιοσημείωτες νομοθετικές μεταβολές, ως προς τις κανονιστικές εγγυήσεις των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, και θα εκτείνονταν σε μία ερμηνευτική θέση, η οποία θα απέληγε στο ότι θα έπρεπε και οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις να εναρμονιστούν με ό, τι προέβλεπε το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 23. Ο συγγραφέας, λοιπόν, μας παρουσιάζει και τις προϋποθέσεις της δικής του ερμηνευτικής θέσης, εκθέτοντας με ενάργεια την εξέλιξη του ερμηνευτικού εγχειρήματος, το οποίο, όπως βεβαίως και τη συναγόμενη ερμηνευτική θέση, θέτει υπό την κρίση του αναγνώστη. Το σημαντικό, όμως, εκτός από τη συνοχή αυτής της έκθεσης, είναι ότι το συμπέρασμά του συμπυκνώνεται στο ότι η αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας περιλαμβάνει ένα σύνολο δικαιωμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά στον εκδημοκρατισμό του κράτους. Το πραγματολογικό υλικό (εκθέσεις, αποφάσεις, άρθρα καταστατικών, το οποίο παραθέτει ο συγγραφέας στο Παράρτημα του βιβλίου), εμπλουτίζει ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο. Αξίζει όμως να σκεφτούμε το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, δηλαδή το ότι τα συναφή προς την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας δικαιώματα θα μπορούσαν – και μπορούν – να συμβάλουν στον εκδημοκρατισμό του κράτους. Αυτό προϋποθέτει και το να σκεφτούμε λίγο ανάποδα: δηλαδή, πράγματι οι συνδικαλιστικοί αγώνες συνέβαλαν στον εκδημοκρατισμό της ίδιας της κοινωνίας, ιδίως στη μεταπολεμική περίοδο.
Όμως, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, αυτό δεν είναι προφανές. Ό,τι ονομάστηκε «συνδικαλιστικό κίνημα», εκτός από αναγκαίο προκεχωρημένο φυλάκιο υπεράσπισης εργασιακών δικαιωμάτων, χωρίς τα οποία ο κόσμος της εργασίας θα ήταν ένα προνεωτερικό ancienne regime, κατέστη και θύλακος εκκόλαψης και αναπαραγωγής απαράδεκτων προνομίων, τα οποία μόνο συναφή δεν ήταν προς την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ει μη μόνο εάν η τελευταία εκλαμβανόταν ως κρυπτοφανές συνώνυμο της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας και πατρωνίας. Αυτό δεν ακυρώνει τη συμβολή του συνδικαλιστικού κινήματος. Δείχνει όμως τι κόστισε στη χώρα η εξαλλαγή του. Η σημαντική μελέτη του Σταύρου Μουδόπουλου μάς δείχνει ότι θα πρέπει να σκεφτούμε αυτό το πρόβλημα, αναλογιζόμενοι το τι σημαίνει για ένα κίνημα, όπως το συνδικαλιστικό, να παραβλέπει την εγγενή αντινομία σχεδόν κάθε χειραφεσιακού κινήματος: όσο πιο επίμονα θέλει να επιβάλλει το απελευθερωτικό και εξισωτικό του πρόγραμμα τόσο ποιο κοντά ζυγώνει προς τη δυναστική του μετατροπή. Μπορεί να είναι και αλλιώς; Αυτή η μελέτη αξίζει και για την πραγμάτευση αυτού του ερωτήματος, αρκεί κανείς να μην το απωθήσει, ώστε να αποφύγει το να χαλαρώσουν οι βεβαιότητές του.
Τέλος, από τη δράση της «Επιτροπής για τη Συνδικαλιστική Ελευθερία», το έργο της οποίας παρουσιάζει λεπτομερώς ο Σταύρος Μουδόπουλος, θα ξεχώριζα τα διαλαμβανόμενα στις σς. 136-161. Αναφέρω εν είδει σημαντικών παραδειγμάτων τρεις αποφάσεις:
Α. Η υπόθεση 18/1952η οποία «είχε ως περιεχόμενο την προσφυγή που είχε γίνει από οργανώσεις των ΗΠΑ και αφορούσε κατηγορίες για καταδίκες, φυλακίσεις και εκτελέσεις συνδικαλιστών και ειδικότερα για τον θάνατο, μετά από βασανισμό, του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ) Δ. Τατάκη» (σ.136). Πρόκειται για τον καπετάνιο του Εμπορικού Ναυτικού, από την Άνδρο, και μέλους του ΚΚΕ, ο οποίος ξεψύχησε, στη ΣΦΑ της Μακρονήσου (άλλως πώς, κατά τους μακρονησιώτες, ως «Η Μακρόνησος της Μακρονήσου ή «η κόλαση του κολαστηρίου»), ύστερα από 33 ημέρες συνεχόμενης ορθοστασίας, μετά εφευρετικών βασανισμών, προκειμένου η υπογραφή δήλωσης μετανοίας να συμβάλει στο να «σπάσουν» και οι υπόλοιποι, απομονωμένοι, αμετανόητοι συνεξόριστοι.
Β. «Η υπόθεση της 115/1955 «αφορούσε προσφυγή που είχε γίνει από τη διεθνή οργάνωση WFTU για την κατάσταση υγείας του γενικού γραμματέα της ΟΕΝΟ Α. Αμπατιέλου. Η ΕπΣυνδικΕ υπενθύμισε ότι και στην 6η έκθεσή της προς το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ασχοληθεί με φυλακίσεις συνδικαλιστικών στελεχών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Α. Αμπατιέλος, και είχε δεχθεί ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν καταδικαστεί από στρατοδικείο με διαδικασία που ήταν δημόσια και ελεύθερη, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε αποδειχθεί ότι είχαν συνωμοτήσει κατά της ακεραιότητας της χώρας και ότι η δραστηριότητα αυτή δεν είχε καμία σχέση με την πραγμάτωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί των προσφυγόντων είχαν βασικά πολιτικό χαρακτήρα. Η ΕπΣυνδικΕ σημείωσε με ικανοποίηση το γεγονός ότι η κυβέρνηση μετέτρεψε τις θανατοικές ποινές σε ποινές ισόβιας κάθειρξης και πρότεινε στο Διοικητικό Συμβούλιο να αποφασίσει ότι η υπόθεση αυτή δεν χρειαζόταν περαιτέρω διερύνηση» (σ.167). Επειδή πια ίσως – και αδίκως βέβαια –  να μην είναι τόσο γνωστό ποιος ήταν ο Αντώνης Αμπατιέλος, αξίζει να πούμε ότι ο γραμματέας της ΟΕΝΟ, μέλος του ΚΚΕ και στα κατοπινά και του Π.Γ., ήταν διεθνούς εμβέλειας συνδικαλιστής, με σημαντική, διεθνή δράση κατά τον Β’Π.Π., εφόσον, ως γραμματέας της ΟΕΝΟ, ήταν αυτός που καθοδήγησε το ναυτεργατικό κίνημα, ώστε «τα πλοία να συνεχίσουν να είναι εν πλω», τα κράτησε δηλαδή σε πορεία στη θάλασσα, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο κατά της ναζιστικής Γερμανίας.
 Γ. «Η υπόθεση 196/1959 της ΕπΣυνδικΕ αφορούσε προσφυγή που είχε γίνει από την οργάνωση των ενωμένων μηχανικών, που ήταν τμήμα του Brandford, προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, με την κατηγορία της παραβίασης των δικαιωμάτων των συνδικάτων στην Ελλάδα, καθώς και από τη συνέλευση των ελλήνων συνδικαλιστών, για την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και την απονομή δικαιοσύνης στον Μ. Γλέζο» (σ. 161).
Τα ανωτέρω παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά ως προς τον ουσιώδη, συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στα συνδικαλιστικά δικαιώματα, όπως τα προέβαλλε η ΔΟΕ, και την εσωτερική κατάσταση στη χώρα μας κατά την περίοδο των εκτάκτων μέτρων. Εάν, λοιπόν, συσχετίσουμε την ανάλυση του πραγματολογικού υλικού, το οποίο χειρίζεται, στη μελέτη του, ο Σταύρος Μουδόπουλος, με τη συνεκτική επιχειρηματολογία του, τότε τεκμαίρεται και η συμφυής σχέση ανάμεσα στη αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας, καθώς και των συναφών δικαιωμάτων, με την ίδια τη δημοκρατική αρχή. Αλλά και αυτό, προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, την αναγκαία, σύντονη δράση για τη διεύρυνση, τη στερέωση και την εμβάθυνση της πολιτικής, πλουραλιστικής δημοκρατίας, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τη συνάρτησή της με την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης.
 
*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου