22/9/24

Δυστοπία

Άποψη εγκατάστασης έκθεσης της Χρύσας Ρωμανού Η αναζήτηση της ευτυχίας για όσους περισσότερους γίνεται. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν

Της Χρύσας Φάντη*
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ, Περίμετρος, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 68
 
Στην Περίμετρο, τέταρτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα, η  προσπάθεια του ανθρώπου να συμβαδίσει με τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της ζωής σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη, ο περιορισμός σε έναν ασφυκτικό και αυθαίρετα οριοθετημένο αστικό ιστό, η πολύωρη παραμονή σε ανήλιαγα οικήματα κι έναν χώρο υπόγειο όπως αυτός του μετρό ─τόπο περικυκλωμένο από τσιμέντα, μπετόν, σκυροδέματα, πλαστικά, στατικό ηλεκτρισμό, στατικούς επιβάτες, τσάντες, σακούλες, καθίσματα, οθόνες, σκάλες ηλεκτρικές, αλλά και «Ξεψυχισμένο βουητό/ Ξεψυχισμένη εκκίνηση» («Απ’ το παράθυρο»)─ εντείνουν την αίσθηση της αποξένωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού, οδηγώντας τον σε μια στάση άγονης εσωστρέφειας («Καταβύθιση») και ακραίας αποδιοργάνωσης («έγνοιες/ ζυμώσεις/ πάθη/ απωθημένα/ απομόνωση/ περίσκεψη/ ενδοσκόπηση»)· εφιάλτης που τον κατατρύχει και τον ακολουθεί ακόμη και όταν θα ανέβει στην επιφάνεια: «Το φως βουλιάζει στις στοές/ Το φως φθίνει φθινόπωρο// Λειψό μουντό φθινόπωρο/ Δίχως πεσμένο φύλλο/ Να λιπάνει την ψυχή/ Με κίτρινο/ Με κόκκινο/ Με ένα κάποιο χρώμα» («Δίχως πεσμένο φύλλο»). Εδώ, η αβάσταχτη δυστοπία της καθημερινότητας και ο ρευστός, άναρχος και αυθάδης πολιτικός και κοινωνικός περίγυρος, περνούν μέσα από ένα βλέμμα ανελέητο, αλλά και εκλεπτυσμένα θα έλεγε κανείς ειρωνικό και έναν στίχο ελλειπτικό και απέριττο: 
 
 «Νωθροί προβολείς
σε υποφωτισμένη γαλαρία.
Βαρύθυμη διαδρομή.
Σιωπή του φορτίου.
Στοές βασιλεμένες όψεις.
Μια λάμψη που διέρχεται,
μια σκοτεινιά που μένει.
Επίτευγμα μηχανικό
κάποιου αιώνα φώτων
η κρύα αναζωπύρωση
Μεσαίωνα σκοτεινού.
Πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άρρωστα
τα φώτα της στοάς μου.»

(«Αιώνας των φώτων») 
 
Στις περισσότερες μυθολογίες η κάθοδος του ήρωα στον κόσμο των νεκρών έχει αίσια κατάληξη, στην ποίηση όμως του Στρούμπα η συνθήκη μέσα στην οποία βουλιάζει ο κόσμος του δεν έχει σωσμό, είναι μόνιμη και αμετάκλητη. Τα λογοπαίγνια, οι πολλαπλές ερμηνείες και οι ακαριαίες επαναλήψεις λέξεων, εικόνων και νοημάτων αποκαλύπτουν με τρόπο καθηλωτικό τα εσωτερικά τραύματα και τον περιορισμό της ύπαρξης σε χώρους απογυμνωμένους από κάθε φυσική ομορφιά: «Ξεκουρδισμένοι ήχοι/ ζωής ξεκουρδισμένης», «Ξεκουρδισμένο βήμα/ καταχνιάς ξεκουρδισμένης» («Ό,τι με ξεβολεύει») και: «Έξω καρδιά το έξω συναντώ/ απ’ όλες τις εξόδους./ Πρύμο αεράκι με σηκώνει στον αφρό/ σχεδία ψηλά στο κύμα// Σχεδία; Σχεδία; Σχεδία;/ Πού βρέθηκαν αυτοί σε κάθε έξοδο;/ […] Α, όχι. Σχεδίαζαν/ χωρίς τον ξενοδόχο» («Σχεδία ψηλά στο κύμα»). Ωστόσο, ενώ αυτό το αστείρευτο λεκτικό παιχνίδισμα αρχικά φαίνεται να περιορίζεται στην ωμή αποτύπωση μιας «αντιποιητικής» συνθήκης, την ίδια στιγμή και με τρόπο απροσδόκητο μας μεταφέρει σε ένα σύμπαν εσώτερο, φαινομενικά κυνικό μα κατά βάθος τρυφερά στωικό και συμπονετικό, όπου η ελπίδα και η ομορφιά δεν χάνονται· έναν κόσμο που δείχνει προς μιαν άλλη δίοδο και διέξοδο· προοπτική που μπορεί μεν να παραμένει αινιγματική, όμως δηλώνεται ρητά στο ποίημα «Στην τζαμαρία»:
 
«Τζάμια στο τούνελ
λες, αχρείαστα
σκοτάδι πίσσα η σήραγγα
δεν έχει δα και τίποτα
να δεις απέξω.
 
Απέξω. Τι να το κάνεις το απέξω.
Μέσα είναι η κάθε ομορφιά.»
(απόσπασμα από το ποίημα «Στην τζαμαρία»)
 
Δηλώνεται δε επίσης στους στίχους «Τώρα πια ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος», τους οποίους, κάθε άλλο παρά τυχαία, παραθέτει εμφατικά τόσο στο εναρκτήριο όσο και στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής του. Και όλ’ αυτά δοσμένα με μια γλώσσα έκκεντρη, μια γλώσσα που δεν διστάζει να αναμείξει λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας, ακόμη και της αρχαΐζουσας ─λέξεις όπως: λάμνει, οβολός, υποφωτισμένη, υπεργείως, εξηκονταπλάσιο, εξέλθω, καταδύεται, πάνδημη, δεινότατοι, τας χείρας, ποιμήν, απολωλός· και φράσεις όπως: απλή μετάθεση του σκότους, η χρήσις προώρισται δι’ άτομα…,  πόθεν προέκυψεν ο Ερχόμενος─ που βρίσκονται σε αγαστή συνέργεια με λέξεις και φράσεις της καθομιλουμένης, ακόμη και της αργκό ή ξένες, όπως: τζίφος, κουλ, με ένα τσαφ, σκασίλα μου, και: ρουφγκάρντεν η ακρίβεια, το κέφι στο τσακίρ,  ρολάρει στο ημίφως ─ φτιάχνοντας έτσι όχι μόνο μια ενδιαφέρουσα συγγραφική ιδιοπροσωπία αλλά και μια πρωτότυπη ποιητική σύνθεση.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η πρωτοτυπία της μεταφοράς, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Μυρμηγκοφωλιά»: «[…] Μικρός,/ ανασκαφέας σάρωνα/ με τη χούφτα το ανάχωμα/ κι έμπηγα το κλαδί/ ν’ ανοίξω λεωφόρο./ Τζίφος./ Απλή μετάθεση του σκότους/ για κάποια εκατοστά» ή όπως στο ποίημα «Είναι σκηνή», με τους στίχους: «Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν στέκουν σε λιμάνι» να προετοιμάζουν τον αναγνώστη για μια, κάθε άλλο παρά αναμενόμενη θέση και θέαση:  «Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν είναι αποβάθρες./ Είναι σκηνή θεατρική/ μ’ υπόγειες παραστάσεις». Το αυτό παρατηρούμε και στο αμέσως επόμενο ποίημα «Δι’ άτομα με ειδικές ανάγκες», όπου η σωματική αδυναμία μερικών επιβατών γίνεται η αφορμή για να αποκαλυφτούν σε υπαρξιακό επίπεδο τα ανάπηρα αισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τεχνικής αποτελεί και το  αντίστοιχο σχήμα που δίνει άλλη προοπτική στο ποίημα «Mind the Gap»: «[…] Προσοχή στο κενό/ Μεταξύ μυαλού και καρδιάς», ή στις «Κυλιόμενες σκάλες», με τις «κυλιόμενες καταβάσεις» να συνιστούν το μέσον για να μιλήσει το ποιητικό υποκείμενο για τα δικά του «κυλιόμενα» αισθήματα· αισθήματα που ραγδαία σβήνουν ή μεταβάλλονται, καθώς αυτό βάλλεται καθημερινά από τις καταιγιστικές εναλλαγές και τις αστραπιαίες ταχύτητες των συρμών αλλά και ολόκληρου του σύγχρονου βίου. 
Στην Περίμετρο, όπως και σε όλο το ποιητικό έργο του Στρούμπα, τόσο οι παραστάσεις και τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας όσο και οι αφηρημένες έννοιες αποκτούν άλλη βαρύτητα και συχνά προσωποποιούνται, στοχοποιώντας αλλά και απενοχοποιώντας ενδεχομένως το υποκείμενο: «Εισάγετε στον κερματοδέκτη ακριβώς/ τη βεβαιότητά σας./ Παραλαμβάνετε/ την αυτοπεποίθηση πολλαπλών διαδρομών» («Επανακατάβαση»), και κάτι ανάλογο επιχειρείται στα ποιήματα «Εκατόν είκοσι ml» και «Εκατόν είκοσι κιλά», με το ποιητικό υποκείμενο αρχικά να επαναλαμβάνεται με τρόπο ανάλαφρο: «Αν τα σκέλια σφίγγω// δεν είναι που/ στη θέση πλάι μου ξεχειλίζουν/ εκατόν είκοσι κιλά// δεν είναι που/ θεριεύει η φοβία καταπλακώματος/ από έναν διαρκή εκτοπισμό/ από ένα σύνδρομο φρoϋδικό/ κάποιου ερωτικού βομβαρδισμού/ που ─έξυπνη ρουκέτα─/ το καταφύγιο θρυμματίζει// […]» ─ για να καταλήξει χλευάζοντας την «ταξική» αγωνία του αλλά και υποφέροντας κάτω από το βάρος της ενοχής του.
Συναφείς αναγωγές και συγκλίσεις εντοπίζονται και σε σχέση με την προηγούμενη ποιητική συλλογή του ποιητή, Γραφείον Ενικού Τουρισμού·  ενδεικτικά αναφέρουμε το ποίημα της Περιμέτρου «Μέσα απ’ το συρματόπλεγμα», με τους τόπους εξορίας και εγκλεισμού, Γυάρο, Μακρόνησο, Αϊ-Στράτη,  να επαναφέρουν στο προσκήνιο το ποίημα «Τα μπάνια του λαού» από το Γραφείον Ενικού Τουρισμού, καλλιεργώντας έτσι το έδαφος για νέες και γόνιμες τροφοδοτήσεις και επαναδιαπραγματεύσεις τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο· τακτική που διακρίνεται και σε πολλά ακόμη ποιήματα από εκείνη τη συλλογή («Γλωσσικό Ζήτημα», «Απροσάρμοστος», «Αδιέξοδος κινδύνου», «Ψυγείο Πάγου», «Εντός, εκτός κι επί τα αυτά», «Καμένα Βούρλα», «ΚΚΤ» κ.ά.) μέσ’ από στίχους που με διάφορους τρόπους επίσης συνομιλούν με ποιήματα της Περιμέτρου.

*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου