28/7/24

Δημοκρατία χωρίς πολιτική;

Του Στέφανου Δημητρίου*
 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ, Τι Δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα. Πρόλογος: Ξενοφών Κοντιάδης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 320
 
Τι συνεπάγεται για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την προοπτική της ο μαρασμός της δημόσιας σφαίρας και ο ταυτόχρονος περιορισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς;  Αυτό το ερώτημα διατρέχει τον προβληματισμό του Γιώργου Σιακαντάρη στο πολύ σημαντικό –και ιδιαιτέρως επίκαιρο– βιβλίο του, όπου αναλύει, με σαφήνεια και διεισδυτικότητα, τους λόγους οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν τη βαθειά κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής, η οποία έχει όλα τα γνωρίσματα μιας δομικής κρίσης, με διαλυτικές συνέπειες ως προς τη διάρθρωση και τη θεσμική συνοχή της δυτικής δημοκρατίας. Η τελευταία, όπως φαίνεται, έχει παύσει να αποτελεί αξιόπιστη πολιτική λύση για μεγάλες μερίδες των σύγχρονων, ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η κρίση, την οποία διέρχεται η αντιπροσωπευτική, φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι πρωτίστως κρίση ποιοτική, δηλαδή κρίση αξιακή. Το αξιακό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι αυτό το οποίο δεν θεωρείται αξιόπιστο, άρα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μαζί με το φιλελεύθερο κράτος δικαίου, δεν θεωρείται φερέγγυα λύση για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών.
Η διάλυση του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου, κατά την περίοδο του αχαλίνωτου και ανοιχτά εχθρικού προς τη δημοκρατία χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, δεν επιτρέπει, κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα, τη συναινετική ρύθμιση των μεγάλων αντιθέσεων. Αυτό εντείνει και τη βαθειά κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία εξασθενεί και την αντιπροσωπευτική ισχύ των πολιτικών κομμάτων, εφόσον αυτά είναι θεσμοί και φορείς εκπροσώπησης. Σε αυτό το σημείο, ο Γιώργος Σιακαντάρης πραγματεύεται το φαινόμενο του εκφυλισμού των πολιτικών κομμάτων, ως φορέων κοινωνικής εκπροσώπησης και αντίστοιχων διεκδικήσεων, ο οποίος εκφράζεται μέσα από τα λεγόμενα «μετακόμματα». Τα τελευταία, όπως πάρα πολύ εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας, είναι αρραγώς συνδεδεμένα με την διαβόητη, πλέον, εκλογή των προέδρων αυτών των κομμάτων από μία πολτώδη βάση ψηφοφόρων. Η αδιαμεσολάβητη – κατά τον όρο του συρμού – σχέση ανάμεσα στον απευθείας εκλεγέντα πρόεδρο ενός κόμματος και τους εκλογείς (μέλη και φίλους) καθιστά αδύνατη κάθε δυνατότητα ελέγχου και λογοδοσίας, εφόσον έχουν καταργηθεί τα ενδιάμεσα αντιπροσωπευτικά όργανα. Έτσι, προκύπτει και η περίπτωση του κομματικού βοναπαρτισμού. Ο τελευταίος αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση απόλυτης συγκέντρωσης εξουσίας, δηλαδή αυθαίρετης, μονοπρόσωπης ισχύος.
Εάν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία διέρχεται σοβαρή κρίση, στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, στα πολιτικά κόμματα συνιστά αμυδρώς αναμιμνησκόμενο παρελθόν, καθώς και σκοτεινό σχόλιο για το μέλλον που, με την άνοδο της Άκρας Δεξιάς, βρίσκεται ante portas. Όμως, η ανωτέρω κρίση των πολιτικών κομμάτων, ως κύριου χαρακτηριστικού γνωρίσματος της κρίσης που διέρχεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν θα ήταν τόσο βαθιά, εάν η δεν είχε συσκοτισθεί η διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς, η οποία συνιστούσε – και εξακολουθεί να αποτελεί – στοιχείο ορθολογικής εξήγησης για τη λειτουργία του δημοκρατικού, αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος. Όταν οι δύο πόλοι αρχίζουν να μοιάζουν σε πολλά, τότε η δυνατότητα των πολιτών να αυτοπροσδιορίζονται διά της επιλογής ανάμεσα στους δύο πόλους,  ή σε ένα από τα σημεία του πολιτικού φάσματος, το οποία είναι εγγύτερα προς τον κάθε πόλο, ή και στον πυρήνα ενός εκάστου εξ αυτών, καθίσταται πολύ δύσκολη. Αλλά, όταν αυτή η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού, σε αναφορά προς τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, γίνεται πολύ δύσκολη, η πολιτική επιρροή της Άκρας Δεξιά είναι πολύ μεγαλύτερη, οπότε ο Γιώργος Σιακαντάρης παρατηρεί «το ότι όντως εξαλείφονται οι διαφορές Αριστεράς και Δεξιάς δίνει επιχειρήματα σε όλους όσοι αμφισβητούν τη δημοκρατία και τη νεωτερικότητα να εμφανίζονται ως αυτόκλητοι υπερασπιστές των μεσαίων και φτωχότερων στρωμάτων.
Η επιστροφή της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά όχι μόνο δεν είναι αδιάφορη αλλά είναι και ασπίδα κατά των εχθρών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι ισορροπίες ανάμεσα στην ισότητα και στην ελευθερία, στην πρόοδο και στη συντήρηση, στην αλληλεγγύη και στην ευημερία, στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην ανάπτυξη αποτελούν συστατικά στοιχεία των δημοκρατιών. Και σπεύδω εδώ να υπενθυμίσω ότι στις ‘Αριστερές’ συμπεριλαμβάνεται και η σοσιαλδημοκρατία, ή μάλλον κυρίως η σοσιαλδημοκρατία ή αλλιώς αυτό που στην Ευρώπη –πλην Λακεδαιμονίων– ονομάζεται σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Αυτή βεβαίως δεν έχει καμία σχέση με ό, τι κάποιοι ονομάζουν αριστερή σοσιαλδημοκρατία έναντι μιας δήθεν δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία είναι μια ενιαία παράταξη με αριστερές, κεντρώες, ακόμη και δεξιές τάσεις, οι οποίες όμως συναντιούνται όλες στα κέντρα των κοινωνιών» (σ. 132). Εάν, όμως, η σοσιαλδημοκρατική πολιτική είναι – που όντως είναι – η αποτελεσματική αριστερή πολιτική του εφικτού, αυτό το οποίο, για μια ορισμένη περίοδο, είναι εφικτό και διεκδικητέο αποκτά τη βαθύτερη πολιτική σημασία του από την αναφορά του σε γενικότερες αρχές και αξίες, όπως είναι η ισότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη. Αυτές οι τρεις αναδεικνύουν και την αξία της ελευθερίας, όχι μόνο σε επίπεδο ίσων ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και σε ό, τι αφορά την ίση ελευθερία όλων ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής στα δημόσια πολιτικά πράγματα. Η έλλειψη αυτής της ελευθερίας είναι και η κύρια αιτία της βαθύτερης πολιτικής υποαντιπροσώπευσης, η οποία, όπως πολύ ευθύβολα παρατηρεί ο συγγραφέας, οφείλεται και στο ότι πολλές τάσεις και κόμματα της Αριστεράς, στην Ευρώπη και την Αμερική – με ό, τι είναι η αμερικανική Αριστερά, κυρίως γύρω από Πανεπιστήμια – εστιάζονται στα κοινωνικά στρώματα που είτε ευνοούνται από την παγκοσμιοποίηση είτε την παρακολουθούν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και αδιαφορούν, όταν δεν τα απαξιώνουν, τα κοινωνικά στρώματα με χαμηλότερη μόρφωση και τίτλους σπουδών, δηλαδή τους ανθρώπους που θεωρούνται λιγότερο «άξιοι». Μπορεί, λοιπόν, να συνυπάρξει αυτή η επηρμένη «αξιοκρατία» με την αλληλεγγύη; Χωρίς τον αναστοχασμό και ως προς αυτό το ερώτημα, η Αριστερά θα είναι μέρος του προβλήματος της κρίσης εκπροσώπησης, εφόσον η ίδια, όπως φαίνεται, έχει παραιτηθεί από το να εκπροσωπεί αυτές τις μερίδες της κοινωνίας, την εκπροσώπηση των οποίων αναλαμβάνει ευχερώς η Άκρα Δεξιά, η οποία τους γνέφει «εγώ είμαι εδώ για εσάς».
Όταν, λοιπόν, η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν γίνεται αντιληπτή από την Αριστερά ως προσταγή, ώστε η ίδια να αναλάβει δραστήριο έργο και ρόλο, προκειμένου να συμβάλει στην ανανέωση του πολιτικού συστήματος και των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, τότε ο διαρκώς αυξανόμενος περιορισμός της πολιτικής συμμετοχής –ιδίως των λαϊκών στρωμάτων– θα ενισχύει τον λαϊκιστικό εκμαυλισμό των αντιπροσωπευτικών θεσμών, δηλαδή την ακροδεξιά –μέσω του λαϊκισμού– υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτός ο λαϊκισμός είναι το πεδίο στο οποίο καταφεύγουν όσοι αισθάνονται να υποαντιπροσωπεύονται, άρα ότι αυτοί είναι και λιγότερο σημαντικοί, επειδή αξίζουν λιγότερο. Συνεπώς, τι; Ας ακούσουμε τον Γιώργο Σιακαντάρη:
«Και τότε απαντούν με τη συνωμοσιολογία, με την οποία τα όνειρά τους παίρνουν εκδίκηση. Τα όνειρα εκείνων των πολιτών, οι οποίοι βλέπουν να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Αυτοί τότε απαντούν στον πολιτικό λόγο με την εχθροπάθεια και στον επιστημονικό λόγο με τον ανορθολογισμό. Κυριαρχεί ο πληγωμένος εγωισμός αυτών που αισθάνονται πως βρίσκονται ή πως θα βρεθούν στο περιθώριο. Ο ‘αγανακτισμένος’, ο ‘ψεκασμένος’, ο ‘ανορθολογικός’ αντιστέκεται στη μη αναγνώριση της αξίας του. Αναζητεί μια θεώρηση που θα αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που δεν έχουν τις ικανότητες και τις δεξιότητες που απαιτεί η οικονομία της αγοράς. Αντ’ αυτού όχι μόνο η Κεντροδεξιά αλλά και η προβληματική σημερινή σοσιαλδημοκρατία τού μιλούν μόνο για την ‘αξιοκρατία’ και τους ‘άξιους’, εγκαταλείποντας στο περιθώριο την αναγνώριση της αξίας κάθε ανθρώπου όποιες γνώσεις και δεξιότητες κι αν κατέχει αυτός. Θερίζουν έτσι τους καρπούς που σπέρνουν» (σ.240-241).
Η Άκρα Δεξιά θερίζει ακριβώς στο έδαφος στο οποίο κυρίως έσπειρε η Αριστερά την αδιαφορία της για τη συνεργασία των μεσαίων στρωμάτων με τα εργατικά και τα οικονομικώς κατώτερα στρώματα. Αυτό όμως προϋποθέτει το να σκεφτεί η ίδια σε σχέση με τον εαυτό της. Η μελέτη αυτού του σημαντικού βιβλίου θα συνέβαλε πολύ σε αυτό.
 
*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου 

Άποψη της έκθεσης “On an island” του Κωστή Σταφυλάκη στην K-Gold Temporary Gallery στη Λέσβο. Φωτ. Όλγα Σαλιαμπούκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου