14/4/24

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

Γιάννης Τσαρούχης, Το λιμάνι της Χίου πριν από την ανατολή, 1965, ακουαρέλα σε χαρτί

Του Κώστα Βούλγαρη

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Καρναβα(ρνα)λικά, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 232

Όταν κάποιος, μιλώντας για ένα βιβλίο, αρχίζει από τα περικείμενά του, δηλαδή τον τίτλο, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, την αφιέρωση, τον πρόλογο και όλα τα σχετικά, είμαστε καχύποπτοι. Γιατί αντιλαμβανόμαστε, πως δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Και όλοι μας έχουμε υποστεί, σε παρουσιάσεις βιβλίων, αυτοσχέδιους ρήτορες που λένε διάφορα, περί του βιβλίου, ούτε κουβέντα όμως για το ίδιο το σώμα του βιβλίου.
Παρ’ όλα αυτά, και με τον κίνδυνο να θεωρηθώ, τουλάχιστον σε μια πρώτη εντύπωση, κι εγώ πρόχειρος και αδιάβαστος, θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου, ακολουθώντας στον Βασίλη Αλεξίου στο παιχνίδισμα των λέξεων. Ο τίτλος λοιπόν του κειμένου μου είναι «Ο μοναδικός Βάρναλης», όμως μετά το «δ» της λέξης μοναδικός, μέσα σε παρένθεση υπάρχει το γράμμα «χ», άρα ο τίτλος διαβάζεται και ως «Ο μοναχικός Βάρναλης».
Και συνεχίζοντας στο λεγόμενο περικείμενο, θα σταθώ στην αφιέρωση του βιβλίου, στον Γιάννη Δάλλα. Η αφιέρωση είναι πολύσημη. Κατ’ αρχήν, γιατί είναι ο κορυφαίος βαρναλιστής φιλόλογος, που μας έδωσε επιμελημένα δύο από τα μείζονα έργα του Βάρναλη, το πολύσημο σύνθεμα, όπως το έχει χαρακτηρίσει ο Δάλλας, Το φως που και καίει, και το άλλο, με τον διακειμενικό τίτλο, Σκλάβοι πολιορκημένοι. Όμως, με «το καλημέρα», κάνω λόγο για διακειμενικότητα στον Βάρναλη; Μήπως υπερβάλλω, παρακινούμενος από τα μεταμοντέρνα που κάνω στην πεζογραφία μου; Και μάλιστα, ενώπιον του κατόχου της μοναδικής έδρας θεωρίας της λογοτεχνίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, Βασίλη Αλεξίου; Κατά τη γνώμη μου, το ζεύγος διακειμενικότητα και Βάρναλης, όπως και άλλα, εξίσου προκλητικά ζεύγη, αντέχουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας παραμείνουμε όμως στον Δάλλα.
Ως ο νεότερος αυτού, αλλά επίσης κορυφαίος στις μέρες μας βαρναλιστής φιλόλογος, ο Βασίλης Αλεξίου, είναι λογικό, και θεμιτό, να τιμά με την αφιέρωση τον προηγηθέντα Γιάννη Δάλλα.
Να τον τιμά, αλλά πώς; Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Δάλλα. Αλλά, για να πάρεις τη σκυτάλη, στον αγώνα δρόμου που είναι η μελέτη του έργου του Βάρναλη, θα πρέπει να τρέχεις στην ίδια διαδρομή με τον προκάτοχό σου, από τον οποίο παραλαμβάνεις τη σκυτάλη. Και όντως, ο Αλεξίου στην ίδια διαδρομή, και στην ίδια κατεύθυνση τρέχει με τον Δάλλα. Διαδρομή και κατεύθυνση που ορίζεται από την αξιολογική βεβαιότητα και των δύο, ότι ο Βάρναλης είναι μείζων ποιητής, και άρα έχει πολλά να μας πει το έργο του.
Και συγκεκριμένα, η ιδιότητα του διδάσκοντος θεωρία της λογοτεχνίας, Βασίλη Αλεξίου, συνδέεται άμεσα με την ύστερη προσέγγιση του Δάλλα στην ποίηση του Βάρναλη. Πώς συνδέεται, όμως; Άλλωστε, γνωρίζουμε πως ο Δάλλας δεν χαρακτηρίζεται από τις θεωρητικές αναζητήσεις του. Οι εντελώς πρωτότυπες φιλολογικές ανακαλύψεις του, όχι μόνο στον Βάρναλη αλλά και στον Καβάφη, ακόμα και στον Σολωμό (χαρακτηριστικός ο τίτλος του βιβλίου του Σκαπτή ύλη από τα σολωμικά μεταλλεία), δεν προκύπτουν με την εφαρμογή κάποιας νεόκοπης εκείνη τη στιγμή θεωρίας, ή και θεωριούλας της λογοτεχνίας, αλλά θα έλεγα προκύπτουν διαισθητικά, και ταυτολογικά, με την έννοια του διαισθητικού, αισθητικού και ιστορικού αισθητηρίου, που μαζί με την ενδελεχή έρευνα των πηγών χαρακτηρίζει τον Δάλλα, αλλά, θα προσθέσω, και τον ίδιο τον Βάρναλη.
Ποιο είναι το ιδιαίτερο νήμα που συνδέει τον Αλεξίου με τον Δάλλα; Στις θεωρητικές προτιμήσεις του Αλεξίου, εκείνη που προσδίδει το θεωρητικό στίγμα του, είναι ο Μιχαήλ Μπαχτίν.
Και ο Δάλλας, το 2003, δηλαδή σε ηλικία 79 ετών, ναι 79 ετών, υπερβαίνει όλη τη μέχρι τότε βαρναλική φιλολογία, μαζί και τη δική του, δίνοντάς μας το βιβλίο  Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου: η «Μαϊμού» στα κείμενα του Βάρναλη.
Κάνει δηλαδή μια μπαχτινική ανάγνωση του Βάρναλη, με βάση το αμετάφραστο μέχρι τότε στα ελληνικά βιβλίο τού Μπαχτίν για τον Ραμπελαί. Και επειδή ο Δάλλας δεν φημιζόταν ούτε για τη γλωσσομάθειά του, μπορεί κανείς να φανταστεί άλλες διαδρομές και παρακάμψεις, και πρώτα απ’ όλα αυτή της Ευαγγελή Ντάτση, της γυναίκας του, μέσα από τις οποίες κατάφερε αυτή την κριτική τομή, στο έργο του Βάρναλη και γενικότερα. Όπως αντίστοιχα ο Σολωμός γνώρισε τη γερμανική ποίηση και φιλοσοφία, με τη συνδρομή του Πολυλά, του Σπυρίδωνος Τρικούπη και άλλων.
Η αφιέρωση λοιπόν του βιβλίου του Αλεξίου στον Δάλλα, με την ιδιότητα του Αλεξίου ως καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας, έχει και αυτή τη βαρύνουσα διάσταση και επικύρωση. Την επικύρωση ακόμα και της θεωρητικής εγρήγορσης του Δάλλα, στα 79 του και με υποτυπώδεις προϋποθέσεις. Με αυτή την έννοια, η αφιέρωση είναι και προκλητική, γιατί εκθέτει ανεπανόρθωτα τους δεκάδες άλλους −αναφέρομαι σε φιλολόγους− που διέτριψαν επί έτη πολλά στα ένδοξα Παρίσια, έχοντας πρόσβαση σε ένα πλήθος θεωρητικών εργαλείων, τα οποία όμως, γυρνώντας εδώ, δεν τα χρησιμοποίησαν. Γιατί; Γιατί τους έλειπε το κριτικό θάρρος, να ανατάμουν μείζονα θέματα της λογοτεχνίας μας, αναλαμβάνοντας φυσικά την ευθύνη για τις προκύπτουσες έτσι ανακατατάξεις στο σώμα της λογοτεχνίας μας, ανακατατάξεις βεβαίως και αξιολογικές, απαραίτητες στην προσέγγιση του Βάρναλη.
Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, ο Βάρναλης χρειάζεται αλλαγή του αξιολογικού κώδικα, της νεοελληνικής ποίησης και εν γένει λογοτεχνίας, ώστε να προσεγγιστεί και να αποτιμηθεί; Θα απαντήσω καταφατικά, γιατί ο Βάρναλης, παρ’ ότι δεν είναι «αδικημένος» (ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα τον πρόσβαλε) έχει όμως υποστεί πλείστες όσες παραναγνώσεις, που τον υποτιμούν κατάφωρα. Δεν θα τις αναφέρω, τόσο γιατί θα ήταν μια περιττή φλυαρία, άμα και ευκολία για έναν καταγγελτικό λόγο, επί παραναγνώσεων που δεν αξίζουν τίποτα.
Ο βασικότερος λόγος, για αυτές τις παραναγνώσεις, είναι πως πρόκειται για έναν ποιητή απολύτως έκκεντρο. Πριν δικαιολογήσω αυτόν τον χαρακτηρισμό, θα επισημάνω επίσης την επιλογή του Αλεξίου να προλογίσει το βιβλίο του ο Ευτύχης Μπιτσάκης, του οποίου το στίγμα, θεωρητικό και πολιτικό, ακόμα και εκδοτικό, διά του περιοδικού που επί χρόνια εξέδιδε, δηλαδή την Ουτοπία, το σύνολο πνευματικό του στίγμα, μόνο ως έκκεντρο μπορεί να χαρακτηριστεί.
Γιατί όμως έκκεντρος ο Βάρναλης; Ας προστρέξω πάλι στο περικείμενο, δηλαδή στα περιεχόμενα, στους τίτλους των δοκιμίων του Αλεξίου που συνθέτουν το βιβλίο. «Ετερολογία και “συμμόρφωση”», «Μπρεχτ-Βάρναλης», «Για τον Λαό των Μουνούχων» (εδώ, όλος ο εσμός της πολιτικής ορθότητας βγάζει σπυράκια), και πάνω απ’ όλα, στον τίτλο του τελευταίου δοκιμίου, «Ο ατεχνόφοφος Βάρναλης. Ειδομειξία, λογομειξία, μεταμυθοπλασία». Εδώ νομίζω πως ο Αλεξίου «το τερματίζει»... Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Βάρναλη; Θα τον κάνουμε και μεταμοντέρνο; Και πώς θα ζήσουν μετά οι κοινωνιολόγοι λογοτεχνίζοντες, που έχουν αναλάβει εργολαβικά την περιοχή που περιγράφουν αυτοί οι όροι του Αλεξίου; Ας πορευτούν όπως θέλουν αυτοί, εδώ μας ενδιαφέρει ο Βάρναλης.
Και οφείλουμε να πιάσουμε το νήμα από το πρώτο κείμενο του βιβλίου, από την «Ετερολογία και “συμμόρφωση”», όπου ο Αλεξίου ξεκινά την περιδιάβαση στην έκκεντρη ταυτότητα του Βάρναλη. Τα κείμενα, μας λέει ο Αλεξίου μέσω του Σωσσύρ, είναι ανθρώπινες πρακτικές, που δρουν μέσα στην κοινωνία, με μικρότερη ή μεγαλύτερη δραστικότητα. Στην περίπτωση του Βάρναλη, τόσο η φιλολογική όσο και η ερμηνευτική ανάγνωσή του αντελήφθησαν από την αρχή τον έκκεντρο χαρακτήρα του έργου του, και τον τιμώρησαν με τα μέσα που διέθεταν, δηλαδή με την εξουσία του κράτους, και δεν αναφέρομαι στις εξορίες του αλλά στην αποπομπή του από τη δημόσια εκπαίδευση: «Τιμωρήθηκα ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ έφταιξα ως ποιητής», σημειώνει ο Βάρναλης, με μπόλικη δόση σαρκασμού.
Πού έφταιξε ο Βάρναλης ως ποιητής; Και πώς ήταν έκκεντρος; Ας αρχίσουμε πάλι από το περικείμενο, που είναι το όνομά του, δηλαδή το ψευδώνυμό του. Μαζί με την αναφορά στην πόλη όπου γεννήθηκε, επιλέγει ένα οθωμανικό όνομα. Ο Αλή από τη Βάρνα. Όπως π.χ. ο γνωστός Δράμαλης ήταν ο Αλή πασάς της Δράμας. Και συνεχίζει ο Βάρναλης, στο επίμαχο βιβλίο του Το φως που καίει, όπου επιλέγει ένα ψευδώνυμο του Βάρναλη, το Δήμος Τανάλιας, δηλαδή τον σημαίνοντα Δήμο και το λαϊκότροπο, επίσης σημαίνον, κοινωνικά και πολιτικά, Τανάλιας.
Ας δούμε και τη λογοτεχνική του διαδρομή. Θητεύει στον αισθητισμό, κατά τη δεκαετία του 1910, μια επιλογή οιονεί απέναντι στη μεγαλόστομη «εθνική ποίηση» του Παλαμά, είναι επίσης αντιβενιζελικός, την εποχή της μικρασιατικής εκστρατείας, όπου ταυτίζεται με την αριστερά, σφραγίζει, ακριβώς στο έτος 1922, τη μετάβαση από την ακυρωτική εκκρεμότητα της «εθνικής ολοκλήρωσης» στην αστική εποχή, με τις καινούριες αντιθέσεις και διακυβεύματα που αυτή φέρει μαζί της. Όπως έχω υποστηρίξει, ο Καβάφης, ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης περνούν τη νεοελληνική ποίηση οριστικά στην αστική εποχή, αυτοί είναι που δημιουργούν την τομή ανάμεσα στην «παράδοση» και τον μοντερνισμό, και όχι κάποια χρόνια αργότερα ο Σεφέρης και η παρέα του συντηρητικού μοντερνισμού, οι οποίοι ομνύουν στον βενιζελισμό και τιμούν δεόντως τον Παλαμά, όπως άλλωστε και τον Σικελιανό, ακόμα και τον Περικλή Γιαννόπουλο, έναντι της τριπλέτας Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης. Δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, δύο διαφορετικοί ποιητικοί και πνευματικοί κόσμοι. Και, βέβαια, μια αφήγηση που κυριάρχησε, σε σχέση με την οποία ο Βάρναλης, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας, παραμένει έκκεντρος.
Έκκεντρος όμως παραμένει ο Βάρναλης σε σχέση και με το άλλο μεγάλο, πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, το ρεύμα της αριστεράς. Παρ’ ότι η πολιτική του τοποθέτηση ήταν πάντα σαφής, παρ’ ότι το έργο του από αυτή την οπτική μιλά, δεν θεωρήθηκε επαρκώς «προλεταριακός ποιητής», ούτε επαρκώς «επαναστατικός», όπως, με τα κολλυβογράμματα της θεωρίας που διέθεταν, αποφάνθηκαν, ευθαρσώς, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι κομματικοί εντεταλμένοι (ο ένας εξ αυτών, πρώην ακραιφνής εθνικιστής και βενιζελικός), για να τους απαντήσει ο Μανόλης Λαμπρίδης, με το κορυφαίο και χαρακτηριστικό κείμενό του, «Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η “παρακμή”». Γιατί ο Βάρναλης, παρ’ ότι χρησιμοποιεί για γλώσσα της ποίησής του μια τελείως γκροτέσκα δημοτική, δεν ομνύει στον λαϊκισμό της αριστεράς. Είναι βαθιά αντιλαϊκιστής, υποβάλλει σε ανελέητη κριτική όλα τα περί λαού κλισέ, και ταυτόχρονα αντιμετωπίζει, για να το πω όσο μπορώ πιο ήπια, με σκεπτικισμό την απλουστευτική βεβαιότητα της αριστεράς, ότι «ο κόσμος έτσι κι αλλιώς θα γίνει κόκκινος». Το πρόταγμα του Βάρναλη είναι η χειραφέτηση, που μάλιστα τη βλέπει «αντίκρα», ακόμα και ταυτισμένη με την επικράτεια του θανάτου, και όχι η εκ του προχείρου «αντίσταση» και «απελευθέρωση» απ’ όλα τα δεινά του κόσμου τούτου.
Το χειραφετητικό κοινωνικό πρόταγμα του Βάρναλη έχει πλήρη ιστορική διαύγεια και ενσυναίσθηση, όπως ακριβώς εκείνο του Μιχαήλ Μπαχτίν, ο οποίος τοποθετεί τη στιγμή της επικράτησης της διαλογικής, πολυφωνικής λογοτεχνίας στην ιστορική στιγμή της «πλέριας» ανθρώπινης χειραφέτησης, δηλαδή στην αταξική κοινωνία.
Αλλά και σήμερα οι αριστεροί ως έκκεντρο αντιμετωπίζουν τον Βάρναλη. Είτε εθιμοτυπικά, δηλαδή ως έναν τυπικό ποιητή της εργατικής τάξης, που δεν είναι∙ είτε, τα πιο λόγια τμήματα της αριστεράς, ως έναν ποιητή τόσο λαϊκότροπο, που δεν τους πάει. Γιατί ο Βάρναλης, ενώ γνωρίζει και χειρίζεται άψογα όλες της μορφές της ελληνικής γλώσσας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, επιλέγει τη γκροτέσκα δημοτική του, διά της οποίας εμπεδώνει το βασικό πρόταγμα των ρώσων φορμαλιστών, δηλαδή την ανοικείωση. Η αντίστιξη, ανάμεσα στην τόσο σκληρά λαϊκή γλώσσα του και τον αντιλαϊκισμό του, αποτυπώνει μια σαφέστατη καλλιτεχνική επιλογή και μια στάση εστέτ.
Όμως, οι ως άνω λόγιες κοινωνικές κατηγορίες, όταν, σπανίως, κοιτάζουν προς τη λογοτεχνία, δεν αναζητούν κάτι ανοίκειο, που θα τους έβγαζε από τη βολή τους, από την «τύφλα» τους, όπως το είπε ο Εγγονόπουλος, αλλά περιμένουν, και βρίσκουν, κάτι συμβατό με τον εαυτό τους, βρίσκουν, μακαρίως, την επιβεβαίωση και την επικύρωση της αδράνειάς τους. Άμουσοι άνθρωποι.
Ναι, ο Εγγονόπουλος είναι που συνεχίζει την κατεύθυνση του Βάρναλη, δημιουργώντας μια συνολική, καθ’ ότι ιδεολογική, ποιητική, αισθητική, πολιτική, τομή στο σώμα της λογοτεχνίας μας, αντιπαρατιθέμενος στον κυρίαρχο εθνικολαϊκισμό και τον συντηρητικό μοντερνισμό. Ας μην επεκταθούμε όμως εδώ. Θα σημειώσω μόνο πως, η εξόχως «δημιουργική δεκαετία» του Εγγονόπουλου, ποιητικά και εν ταυτώ εικαστικά, είναι τα χρόνια λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το τέλος του εμφυλίου. Αντίθετα, ο Βάρναλης σιωπά ποιητικά, καθ’ όλη αυτή τη δεκαετία, ενώ είχε όλες τις υποκειμενικές προϋποθέσεις (βρίσκεται σε πλήρη πνευματική ακμή, όπως διαπιστώνουμε από άλλα κείμενά του), αφήνοντας χωρίς συνέχεια τη δική του «δημιουργική δεκαετία», που είναι αυτή του 1920. Μια συγκριτική ανάγνωση και αποτίμηση των δύο ποιητικών συνθεμάτων/συνθέσεων, Το φως που καίει του Βάρναλη και του Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, που σφραγίζουν δύο ιστορικές καμπές, το 1922 και τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, δύο κορυφαίες στιγμές επανίδρυσης της νεοελληνικότητας, νομίζω πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Συνεχίζοντας στο περικείμενο, τώρα στις «Πρώτες δημοσιεύσεις» των κειμένων, βλέπουμε ότι τα δύο, από τα συνολικά έξι δοκίμια του βιβλίου, έχουν δημοσιευθεί στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, τις οποίες και επιμελούμαι. Οπότε, δικαιούμαι νομίζω να σταθώ περισσότερο σε αυτά.
Στο πρώτο, ο Αλεξίου διατυπώνει επιγραμματικά πολλά από αυτά που σας είπα μέχρι τώρα:
«Αν, πράγματι, τα βιβλία έχουν τη δική τους μοίρα, τότε σίγουρα Το φως που καίει θα πρέπει να είναι το πιο βαριόμοιρο και τυραγνισμένο βιβλίο της Νεοελληνικής Γραμματείας».
Κι εδώ, ο Αλεξίου σημειώνει τον λόγο της μοίρας και της τυραννίας που υπέστη αυτό το βιβλίο του Βάρναλη:
«οι ‘φωτοδιώκτες’ φαίνεται να διέγνωσαν με απόλυτη διαύγεια το ‘ιερόσυλο’, ανατρεπτικό και καρναβαλικό στοιχείο της βαρναλικής ποιητικής, ίσως περισσότερο από τους ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του ποιητή».
Το είπε άλλωστε κι ο Βάρναλης, με ανεπανάληπτο μπρίο και μαύρο χιούμορ:
«Γράφω επαναστατικά ποιήματα, που τα διαβάζουν οι αστοί...».
Θα διαφωνήσω όμως εδώ με τον Αλεξίου, στο επιχείρημά του, ότι η σιωπή του Βάρναλη, στη δεκαετία του 1930 και κυρίως σε αυτή του 1940, ήταν αποτέλεσμα των παντοειδών διώξεων που υπέστη.
Κατά τη γνώμη μου, ο Βάρναλης σιωπά, γιατί αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει περαιτέρω την εξελισσόμενη πορεία του μοντερνισμού. Ήδη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 έχουμε τη δειγματοληπτική, πλην όμως αντίστοιχου προτάγματος με εκείνη του Βάρναλη, ποίηση του Νικολάου Κάλας, ο οποίος συναιρεί την αισθητική και πολιτική πρωτοπορία της εποχής.
Στη δε δεκαετία του 1940, εκτός του Μπολιβάρ, μέσα στην Κατοχή έχουμε και άλλα, αντίρροπα συμβάντα, όπως την επαναστροφή της αριστεράς στον βρισκόμενο σε αποδρομή «εθνικό ποιητή» Παλαμά, αδιαφορώντας για τον μεγαλοϊδεατισμό του και τον ελληνοκεντρισμό του (ας προσθέσουμε εδώ ότι στη διακήρυξη, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, που γράφει ο Δημήτρης Γληνός, εμφιλοχωρεί όλη η αντίληψη της «τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους»), αλλά και στο τέλος της Κατοχής, όπου διάφοροι έχουν με έναν τρόπο συνδεθεί με την αριστερά, έχουμε π.χ. το Πνευματικό Εμβατήριο στου Σικελιανού, το οποίο η αριστερά το αποθεώνει, αδιαφορώντας για την ανοιχτά εθνοφυλετική πνευματική ταυτότητα του Σικελιανού.
Σε αυτή τη συνθήκη ζει ο Βάρναλης, έχοντας ήδη ειρωνευτεί αγρίως, και με τον πιο επίσημο τρόπο, δηλαδή στην πρώτη έκδοση του Το φως που καίει, τον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα, τόσο του Παλαμά όσο και του Σικελιανού: Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,/ η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,/ η πουλημένη, η ατιμασμένη,/ του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του Ντ’ Αννούτσιο./ Είμαι «η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»/ και «το Πάσχα των Ελλήνων !»
Αλλά, με τη μακαριότητα που τον χαρακτήριζε, σε αυτή τη συνθήκη της δεκαετίας του 1940 προτιμά τη σιωπή. Το φως που καίει, και τα υπόλοιπα έργα του, το χειραφετητικό του πρόταγμα, είναι εκεί, κατατεθειμένα, και περιμένουν την αριστερά να τα εισπράξει, όταν, κάποτε, δει τη διάψευση των εθνικολαϊκών προσδοκιών της. Αυτό άλλωστε επεσήμανε ο Μανόλης Λαμπρίδης, το 1954 στην Επιθεώρηση Τέχνης.
Η σιωπή λοιπόν του Βάρναλη μας δείχνει πόσο μοναχικός υπήρξε ως ποιητής, και μάλιστα μοναχικός στο πλαίσιο της αριστεράς, που φημίζεται για τις συλλογικές διεργασίες και σχέσεις. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πει, πως όλοι οι ποιητές είναι μοναχικοί. Δεν είναι όλοι, αν και σχεδόν όλοι οι μείζονες είναι. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Βάρναλης είναι διπλά μοναχικός, γιατί μέχρι τα τελευταία του είχε μια τόσο έντονη παρουσία στον δημόσιο χώρο, με καθημερινή αρθρογραφία, από την οποία και βιοπορίζετο, ενώ ως ποιητής σιωπούσε επί δεκαετίες, έχοντας ήδη δώσει ένα έκκεντρο, μείζον έργο. Αυτή είναι η μοναδική μοναχικότητα του Βάρναλη.
Συνεχίζοντας στο περικείμενο των «Πρώτων δημοσιεύσεων», φθάνουμε έτσι στο τελευταίο δοκίμιο του βιβλίου, που ο τίτλος του αποτυπώνει καλύτερα απ’ όλα το ακαδημαϊκό αντικείμενο του Αλεξίου, αυτό της θεωρίας της λογοτεχνίας: «Ο ατεχνόφοβος Βάρναλης. Ειδομειξία, λογομειξία, μεταμυθοπλασία». Το δοκίμιο αυτό είναι δημοσιευμένο στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, και μάλιστα το είχα ζητήσει από τον Αλεξίου να το γράψει, και να το (προ)δημοσιεύσει στις σελίδες μας, όταν προετοίμαζα τον τόμο Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, όπου όλα τα ερανιζόμενα κείμενα ήταν δημοσιευμένα. Και άλλα κείμενα και μεταφράσεις είχα ζητήσει, και προδημοσιεύτηκαν στις «Αναγνώσεις», όμως το κείμενο του Αλεξίου είναι θα έλεγα το πιο προκλητικό, ήδη από τον τίτλο του. Γιατί το κάθε αισθητικό ρεύμα δεν παρθενογεννάται, ούτε φυσικά αυτό της μεταμυθοπλασίας. Οι σοβαροί και σημαντικοί λογοτέχνες έχουν συνείδηση της σχετικότητας των λογοτεχνικών ειδών, τα οποία δεν είναι παρά συμβάσεις («ειδομειξία»), έχουν συνείδηση πως ο λόγος της θεωρίας και εκείνος της λογοτεχνίας δεν έχουν στεγανά μεταξύ τους («λογομειξία»), και πως, δι’ αυτών, των κατ’ αρχήν «τεχνικών» επιλογών, όταν αυτές συστηματικά χρησιμοποιούνται σε μια προοπτική, προκύπτει ένα νέο αισθητικό πρόταγμα («μεταμυθοπλασία»)
Ναι, ο Βάρναλης, με διάφορα σημεία του έργου του, και πάνω απ’ όλα με εκείνο το διήγημα που εντάσσει στο μελέτημά του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, εγγράφεται στη μακρά παράδοση της μεταμυθοπλασίας, που τις τελευταίες δεκαετίες αναδεικνύεται ως αισθητικό πρόταγμα. Αναφέρομαι στο υποκεφάλαιο-διήγημα, με τον επίσης χαρακτηριστικό και προκλητικό τίτλο, «Φιλολογία και πραγματικότητα». Μιλώντας γι’ αυτό, ο Αλεξίου συνοψίζει αριστοτεχνικά τη λογοτεχνική πρόθεση του Βάρναλη, με αυτό το διήγημά του, μέσα σε ένα δοκιμιακό έργο με φιλοσοφικές παραμέτρους:
«Εξαπίνης και ευτόλμως, παρεισφρέει, ρηγματώνοντας τη μέχρι τότε φιλοσοφική, δοκιμιακή, δηκτική γλώσσα και τη νομοταγή και ειδοταγή ροή της γραφής, μια ζωντανότατη λογοτεχνική περιγραφή της καθημερινής ζωής της Κέρκυρας των χρόνων του Σολωμού, προκαλώντας στον αναγνώστη, πέρα από απόλαυση, ερωτηματικά (και αυτό με έναν ‘συνειδητό’ και ‘συστηματικό’ τρόπο) για τις σχέσεις ‘φιλολογίας και πραγματικότητας’, για τις σχέσεις ανάμεσα στη ‘γυμνή’ ζωή και στη θεώρησή της, την καταγραφή της ή τη λογοτεχνική, ιστορική ή φιλοσοφική ‘πρωτοκόλλησή’ της».
Μάλιστα. Τι υπερβαίνει ο Βάρναλης με συνειδητό και συστηματικό τρόπο; Τον ορίζοντα προσδοκιών του καθ’ ημάς συντηρητικού μοντερνισμού. Κι αν ο Αλεξίου βάζει σε εισαγωγικά τα δύο επίθετα, «συνειδητό» και «συστηματικό», το κάνει γιατί έτσι του επιτάσσει η ακαδημαϊκή του ιδιότητα. Για τους σημαντικούς συγγραφείς, η θεωρητική συνείδηση και πρόθεση δεν τους αφορά ως πρόσωπα, αλλά αφορά τις ανάγκες και τη φορά της γραφής τους. Η γραφή του είναι που οδηγεί τον Βάρναλη σε αυτή την υπέρβαση. Και τον οδηγεί στη μεταμυθοπλασία, όπου η «γυμνή» ζωή συναντά την επίσης «γυμνή» γραφή.
Θα σημειώσω εδώ, ότι στον τόμο της Μεταμυθοπλασίας, όπου επισημαίνω τέτοια προανακρούσματα και υπερβάσεις, από την εποχή του Χριστού πάσχοντος του Γρηγόριου Ναζιανζηνού και του Αβερρόη μέχρι τις μέρες μας, περνώντας από δεκάδες συγγραφείς, δεν βρήκα κάτι αντίστοιχο στη γενιά του ’30, δηλαδή στον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο.
Αυτή η εξουσιαστική επιβολή της αφήγησης του καθ’ ημάς μοντερνισμού, μόνο ως φάρσα αντέχει πια στις μέρες μας. Είναι καιρός για μια νέα αφήγηση, όπου ο Βάρναλης θα έχει περίοπτη θέση στο μοντερνιστικό σύμπαν. Γιατί η ιστορία της λογοτεχνίας δεν συνίσταται παρά από την ακολουθία των μορφών.
Είναι, όμως, όντως ο καιρός για κάτι τέτοιο; Μάλλον όχι, όχι προσώρας, γιατί οι λόγιες κοινωνικές κατηγορίες, και τα συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα σε αυτές, δεν επιζητούν την αιτιολογική ταυτοποίηση της θέσης τους και του ρόλου τους μέσα από το έργο τους, δηλαδή μέσα από ρήξεις, και υπερβάσεις της παραδεδομένης, κυρίαρχης αφήγησης, αλλά φυτοζωούν με πολύ χαμηλότερες προσδοκίες: την επαιτεία της αναγνώρισής τους φροντίζουν, βλέποντας τους εαυτούς τους σε αντιστοιχία με πρόσωπα και ρόλους. Όπως π.χ., όσον αφορά την Επανάσταση του 1821, ταυτίζονται με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γι’ αυτό και δεν αντέχουν να αναδεχθούν τον αντιμακρυγιαννισμό του Εγγονόπουλου, ή, όπως π.χ., για τα νεότερα χρόνια, ταυτίζονται με τον Γιώργο Θεοτοκά, ή τον μετασεφερικό Μανόλη Αναγνωστάκη, γι’ αυτό και δεν αντέχουν να αναδεχθούν τον Βάρναλη. Η ιστορία των μορφών, και των ιδεών, περνάει δίπλα τους, και τους προσπερνά.
Όχι όλους, βέβαια. Λίγοι, μεταξύ αυτών και ο Βασίλης Αλεξίου, αναδέχονται τα αιτούμενα τους ιστορικού παρόντος και, διά του έργου τους, λειτουργούν ως διανοούμενοι. Γιατί η έννοια και η ιδιότητα διανοούμενος δεν είναι τίτλος τιμής και πόζα, ή, για την κοινωνία, μία ακόμα φαντασίωση του «ταγού», στο πλαίσιο όλων εκείνων των μονολογικών αφηγήσεων που περιγράφει ο Μπαχτίν. Η έννοια και η ιδιότητα του διανοούμενου είναι λειτουργία∙ προσωπική κοινωνική πρακτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου