11/2/24

Ο ζωγράφος, ο πόλεμος, η επανάσταση

Του Σπύρου Κακουριώτη*

GUSTAVE COURBET, Γράμματα στους Γερμανούς, μτφρ. Σταύρος Βελούδος, εκδόσεις Ροές, σελ. 120
 
Καθένας «κάνει κάτι που δεν ξέρει - είμαστε λοιπόν “ελεύθεροι”». Αυτή την ανατροπή των ρόλων περιγράφει, αλλά και επιτελεί, ο Γκυστάβ Κουρμπέ, ο πρωτεργάτης του Ρεαλισμού, που «από ζωγράφος, εδώ παίρν[ει] την πένα». Αυτό το «εδώ» δεν είναι άλλο από τον «τόπο» των πολεμικών συνθηκών, δεν είναι άλλο από το πολιορκημένο από τα στρατεύματα του καγκελάριου Μπίσμαρκ Παρίσι του 1870.
Η ανατροπή για την οποία κάνει λόγο ο Κουρμπέ δεν είναι άλλη από την επιστράτευσή του, όχι στα πεδία των μαχών, όπου είδε με έκδηλη ικανοποίηση τη συντριβή του Ναπολέοντα Γ' και της Αυτοκρατορίας του, αλλά στην άμυνα του Παρισιού και της Δημοκρατίας, για την ενίσχυση της οποίας συμμετείχε, στις 29 Οκτωβρίου 1870, σε «πατριωτική συγκέντρωση», η οποία πραγματοποιήθηκε για την ηθική ενίσχυση των εθελοντών υπερασπιστών της πόλης.
Σε αυτή τη συγκέντρωση ο Κουρμπέ διάβασε στο κοινό τα δύο σύντομα κείμενα που αποτελούν τον πυρήνα της παρούσας έκδοσης, δύο επιστολές, που απευθύνονται η πρώτη στον γερμανικό στρατό και η δεύτερη στους Γερμανούς καλλιτέχνες. Σε αυτά τα κείμενα (από τα ελάχιστα που έγραψε στη ζωή του ο ζωγράφος), παρά τις συνθήκες της πολιορκίας, δεν πρυτανεύει η εχθρότητα ή ο σωβινισμός. Αντιθέτως, είναι η αισιόδοξη αποφασιστικότητα που καλείται, αφενός, να εμψυχώσει τους Παριζιάνους, τους οποίους ήδη πολιορκούσε, μαζί με τον γερμανικό στρατό, η πείνα, αφετέρου, να προειδοποιήσει τους Γερμανούς στρατιώτες για την «κατάσταση της βαρβαρότητας όπου σαπίζ[ουν]» και να τους καλέσει να παλέψουν για τη Δημοκρατία, ενάντια στα σύνορα.
Σε ανάλογο αλλά περισσότερο οικείο ύφος, η δεύτερη επιστολή απευθύνεται στους Γερμανούς καλλιτέχνες. Αφού αναγνωρίσει ότι η ανατροπή της Αυτοκρατορίας στο Σεντάν ήταν κάτι καλό που έκανε ο γερμανικός στρατός για τη Γαλλία, προειδοποιεί ότι η επίθεση κατά της Δημοκρατίας και της Επανάστασης αποτελεί θηλειά στον λαιμό (και) των επιτιθέμενων. Έτσι, καλεί τους συναδέλφους του να ανατρέψουν μαζί τα «αιματοβαμμένα σύνορα», να μετατρέψουν την Αλσατία και τη Λωραίνη σε εδάφη ελεύθερα και ουδέτερα, και να ανεγείρουν στην πλατεία Βαντόμ μια κοινή στήλη, φτιαγμένη από λειωμένα κανόνια και των δύο εθνών.
Η στήλη αυτή δεν κατασκευάστηκε, βεβαίως, ποτέ. Στην πλατεία θα παραμείνει η στήλη που είχε ανεγερθεί για να υμνήσει την αυτοκρατορική δόξα της Γαλλίας, επί της οποίας στεκόταν το άγαλμα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Οι εκκλήσεις του ζωγράφου δεν εισακούστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα, ο λαός του Παρισιού όμως, μετά από εξάμηνη πολιορκία, θα αρνηθεί την πρωσική κατοχή και θα ανακηρύξει, τον Μάρτιο του 1871, την Κομμούνα. Μία από τις εκδηλώσεις της θα είναι και η κατεδάφιση της στήλης της πλατείας Βαντόμ, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.
Μολονότι ο Κουρμπέ, που μόλις είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος του 6ου διαμερίσματος, διαφώνησε με την κατεδάφιση ολόκληρης της στήλης -αντίθετα, πρότεινε την αντικατάσταση του αδριάντα του Βοναπάρτη με το άγαλμα του «πνεύματος της Επανάστασης της 18ης Μαρτίου», δηλαδή της Κομμούνας- μετά τη νίκη της αντεπανάστασης θα θεωρηθεί υπεύθυνος, θα φυλακιστεί και θα καταδικαστεί στην καταβολή ενός κολοσσιαίου ποσού για την ανοικοδόμησή της, με αποτέλεσμα την αυτοεξορία του στην Ελβετία μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1877.
Στη μικρή αυτή έκδοση, εκτός από τις δύο επιστολές, δημοσιεύεται η προεκλογική «ομολογία πίστεως» του ζωγράφου για τις εκλογές της Κομμούνας, ένα κείμενο στο οποίο ο Κουρμπέ κατασκευάζει τον εαυτό του ως ανέκαθεν επαναστάτη και πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη, αν και είναι γνωστό πως αυτός, ο επιστήθιος φίλος του Προυντόν, το 1848 αδιαφόρησε για την επανάσταση των εργατών του Παρισιού. Ακόμη, δημοσιεύεται μια έκκληση του Βικτόρ Ουγκώ προς τους Γερμανούς, με φιλική διάθεση απέναντι στον γερμανικό λαό, ανάλογη με αυτήν που επέδειξε ο Κουρμπέ στα δικά του κείμενα, γραμμένη, βέβαια, από πένα πολύ περισσότερο έμπειρη και μαστορική. Η εκτεταμένη εισαγωγή του μεταφραστή είναι πολύτιμη, καθώς τοποθετεί τα κείμενα στο ιστορικό τους πλαίσιο και επιτρέπει έτσι στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τα διαδραματιζόμενα σε μια περίοδο με την οποία οι περισσότεροι δεν είναι εξοικειωμένοι.

Μάρκος Καμπάνης, από την σειρά «365», 2012, νωπογραφία, 20 x 20 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου