4/2/24

Η μάνα και η κόρη

Κατερίνα Μόσχου, «.. a terrain into which we have long entrusted things, as well as from which we have long extracted things.»*, 2023, μικτή τεχνική σε film (λεπτομέρεια), 110 x 48 εκ.

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΑΘΗΝΑ ΤΣΑΚΑΛΟΥ, η κόρη και η νύχτα, εκδόσεις Τόπος, σελ. 249

    
Η σχέση της μάνας με την κόρη είναι μυστηριώδης και αινιγματική. Μια αμφίδρομη και αμφίθυμη συνθήκη, με ανατροπές και αντιφάσεις, κύκλους και γυρίσματα. Δεν συνιστά απλά και μόνο μια γραμμή αίματος η οποία συνδέει μυστικά και άρρηκτα τις δύο γυναίκες διασφαλίζοντας τη βιολογική συνέχεια των γενεών. Έχει αμφίπλευρες εκδηλώσεις αγάπης και θυμού, πόνου και αγωνίας για τις κληρονομημένες έξεις και ταυτίσεις από τη μεριά της μάνας, για την ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, απεξάρτησης και υπέρβασης του μητρικού προτύπου από τη μεριά της κόρης. Αυτή την άλλοτε σταθερή και άλλοτε εύθραυστη σχέση εξιστορεί η συγγραφέας ανιχνεύοντας τα όρια της αυτεπίγνωσης και της συγχώρεσης, της κατανόησης και της ενσυναίσθησης, όταν η μικρή κόρη, το κεντρικό πρόσωπο της πλοκής, επιστρέφοντας στο πατρικό της σπίτι μετά το τέλος των σπουδών της, αισθάνεται την ανάγκη να λύσει τον οικογενειακό γρίφο και να κόψει τον γόρδιο δεσμό των ανεπίδοτων αισθημάτων. Να παρέμβει αποφασιστικά για να σπάσει τον κύκλο της αναίτιας βίας. Για να καταλάβει τις δυσερμήνευτες συμπεριφορές και να βρει το δικό της δρόμο. Για να συναντήσει την απούσα, σκυθρωπή, ταπεινωμένη μάνα της στο σιωπηλό και απόκοσμο, χιονισμένο τοπίο του ορεινού χωριού τους. Για να λιώσει τους πάγους της ψυχής της, γεφυρώνοντας την άβυσσο που τις χωρίζει.
Η ζωή ενός μέχρι τότε ερωτευμένου ζευγαριού κλονίζεται συθέμελα όταν στα χρόνια της γερμανικής κατοχής όλο το χωριό ξεσπιτώνεται και κρύβεται στο βουνό. Εκεί οι κακουχίες και οι αρρώστιες θα οδηγήσουν πολλούς στο θάνατο μαζί και τον μικρό πρωτότοκο γιο τους. Όλα όσα τραγικά και αβίωτα θα ακολουθήσουν την αποφράδα νύχτα της ταφής του θα διαταράξουν τη σχέση και τον ψυχισμό τους. Η οδύνη της απώλειας του πολυαγαπημένου μονάκριβου παιδιού τους, ο βιασμός της μάνας από δύο Γερμανούς στρατιώτες και η αιμοσταγής σφαγή τους από τον πατέρα στο έρημο καμένο χωριό, συνθέτουν ένα σκηνικό παράνοιας και ανέκφραστου πένθους που θα κρατήσει μια ζωή. Η μιαρή αίσθηση της σωματικής ατίμωσης και το ασήκωτο βάρος των αναγκαστικών βίαιων φόνων θα φυλακίσουν τη μάνα και τον πατέρα, το θύμα και τον θύτη, σε μια ισόβια ειρκτή οργής και ενοχής, υποτίμησης και απώθησης. Το κοινό μυστικό θα τους εμποδίσει να συνεχίσουν ομαλά και συντροφικά τον βίο τους και ξεπερνώντας το τραύμα της μνήμης να συγχωρήσουν αλλήλους για όσα συνέβησαν τότε.
Αυταρχικός, σκληρός και επικριτικός εκείνος, απόμακρη και άβουλη εκείνη, θα υφάνουν το δυστοπικό, στρεβλό και χωρίς τρυφερότητα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο θα μεγαλώσουν τα τρία παιδιά που θα αποκτήσουν στη συνέχεια. Ζώντας με έναν πατέρα βίαιο και κακοποιητικό και μια υποταγμένη μάνα, που νεκρωμένη από κάθε συναίσθημα δέχεται παθητικά και στωικά το εκδικητικό του μένος χωρίς να μπορεί να τους δώσει στοργή, συμπαράσταση και αγάπη. Κι αυτά θα υιοθετήσουν αποκλίνουσες, αμυντικές συμπεριφορές φυγής και αυτοπροστασίας. Μόνη χαρά για τη μάνα τα άλικα πλεκτά της και η υστερική εμμονή με την καθαριότητα και για τον πατέρα τα σκυλιά του και οι ροδώνες που καλλιεργεί. Με τη μεθυστική ευωδιά των τριαντάφυλλων να αναδύεται γύρω τους σαν ειρωνική υπογράμμιση της ελλείπουσας ευτυχίας.
Όταν η Δήμητρα, η μικρή κόρη, γυρίσει από την πόλη νοσταλγώντας την δύστυχη μάνα και την πάλλευκη άμωμη σαγήνη του χιονιού όλα θα πάρουν μια απρόσμενα δραματική τροπή. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα, είτε σαν δολοφονία είτε σαν ατύχημα, θα ξεκλειδώσει τις ψυχές οδηγώντας σε μια επώδυνη λύτρωση. Θα φέρει κοντά τη μάνα και την κόρη, την κακοποιημένη σύζυγο και την ερωμένη, τους συγγενείς και τα ομοπάτρια αδέλφια, ανασύροντας από τη λήθη τα απολεσθέντα κομμάτια αυτής της παράξενης και τραγικής ιστορίας.
Η Αθηνά Τσάκαλου έχει την σπάνια ικανότητα να δημιουργεί δυνατές μεστές εικόνες με την πνοή της έμπνευσης και την μαγεία της αλληγορίας, όπως αυτή της γριάς μάνας του πατέρα που ζει ολομόναχη και απομονωμένη σε ένα νερόμυλο στην άκρη του χωριού. Της γιαγιάς που μετά το θάνατο του γιου της, διασχίζει το χειμέριο χιονισμένο τοπίο για να συναντήσει την εγγονή με μια ολόλευκη γάτα κρεμασμένη από το κατάμαυρο ρούχο της, σαν μοίρα, σαν ειμαρμένη, κομίζοντας τις τελευταίες επιθυμίες του αποθανόντος και προκαθορίζοντας με τη στάση της τους όρους για όσα θα ακολουθήσουν.
Και αυτή η γνώση του παρελθόντος, η αποδοχή του αναπόφευκτου, του πεπρωμένου, της ηθικής νομοτέλειας στον κόσμο, θα αποκαταστήσει την ισορροπία των σχέσεων και των αισθημάτων, εξημερώνοντας τους ανείπωτους φόβους και ξεδιαλύνοντας τους σκοτεινούς ίσκιους. Φέρνοντας την γαλήνη στις ψυχές των ζωντανών που απέμειναν να θυμούνται και να συγχωρούν, τον εαυτό τους και τους άλλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου