Αγγελική Λόη, Αγκάθι στη Φτέρνα μου, 2023, εγκατάσταση, διαστάσεις μεταβλητές, 30 ακουαρέλες σε χαρτί Α4 (πρόταση του Κωνσταντίνου Μπάσιου) |
Του Δημήτρη Σαραφιανού*
Το τελευταίο χρονικό διάστημα -και ιδίως μετά τον εγκλεισμό του κορονοϊού- το σώμα όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτό ως ένα πεδίο εξουσιαστικής επιβολής, διαχείρισης και πειθάρχησης. Τα έργα του Φουκώ, του Αγκάμπεν, της Μπάτλερ είναι ίσως τα πλέον παραπεμπόμενα στις θεωρητικές αναλύσεις, αν και στην πεζότητα της πολιτικής και μηντιακής καθημερινότητας το θέμα δεν αγγίζεται καν. Είναι λοιπόν ευτυχής η συγκυρία που το Σώμα, ως πεδίο ανταγωνισμού, γίνεται το θέμα των φετινών Θεωρημάτων, που διοργανώνονται για τρίτη φορά από το ελληνικό τμήμα της AICA, στην αίθουσα «Νίκος Κεσσανλής» της ΑΣΚΤ. 58 καλλιτέχνες, 25 επιμελητές και μια πλειάδα έργων αποτυπώνουν τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί κάθε μορφής εξουσία πάνω στο σώμα, τα αποτελέσματα που παράγονται, αλλά και τις πιθανές διεξόδους.
Ο εγκλεισμός είναι πανταχού παρών στην έκθεση, από τις πανδημικές φωτογραφίες της Δέσποινας Μεϊμάρογλου («Μόνη στο σπίτι», επιμέλεια Μπίας Παπαδοπούλου) μέχρι το πανδημικό δυστοπικό καθιστικό της Αγγελικής Λόη (ένα από τα πιο ολιστικά έργα της έκθεσης-επιμέλεια Κωνσταντίνου Μπάσιου). Από την αναγεννησιακή απλότητα της Μαρίνας Προβατίδου (επιμέλεια Διονυσίας Γιακουμή) μέχρι τις ζωντανές αιγυπτιακές σαρκοφάγους του Ανδρέα Σάββα (επιμέλεια Λίνας Τσίκουτα). Από την ωμότητα του γαμικού σφαγείου της Εύης Κυρμακίδου (επιμέλεια Μανώλη Μαυρομμάτη) μέχρι την τρυφερότητα του πιο σκληρού ιδεολογικού μηχανισμού, της οικογένειας, του Δημήτρη Αναστασίου (επιμέλεια Αθηνάς Σχινά). Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα σε δυο έργα: Στο βίντεο του Μπάμπη Βενετόπουλου (επιμέλεια Άννας Χατζηγιαννάκη) αποτυπώνεται πλήρως η σύγχρονη ελληνική δυστοπία: σώματα γδαρμένα και απλωμένα να λιαστούν στις ταράτσες των πολυκατοικιών κάτω από τον αττικό ουρανό και το βλέμμα της Ακροπόλεως. Στην κατασκευή «Free yourself» της Αλεξάνδρας Πετρανάκη, αναφορά στο κινηματογραφικό έργο του Ζαν Ζενέ, Un chant d’ amour (επιμέλεια Μαρίας Ξυπολοπούλου) αποτυπώνεται ο εις άπειρον εγκλεισμός: από το ίδιο το σώμα του φυλακισμένου, στη φυλακή, στο βλέμμα του φύλακα, στο κινηματογραφικό βλέμμα της κάμερας, στην τηλεοπτική οθόνη, στο κλουβί που έχει μπει η οθόνη, στο βλέμμα του επισκέπτη θεατή, στην αίθουσα του πανεπιστημίου που βρίσκεται το έργο κλπ. κλπ. Κι όμως μέσα σ αυτή τη συνθήκη οι δυο φυλακισμένοι προσπαθούν να ανταλλάξουν μια αγκαλιά, ένα λουλούδι και εν τέλει πιο εγκλεισμένος στη μιζέρια της μοναξιάς του αποδεικνύεται ο ανθρωποφύλακας.
Η ταυτότητα της θηλυκότητας αποτελεί επίσης ένα κατ’ εξοχήν πεδίο επιβολής, διαχείρισης και ανταγωνισμού, όπου οι βιομηχανίες της μόδας, της εικόνας και της διαφήμισης αποτελούν μέρος μόνο των μηχανισμών που διαμορφώνουν πρότυπα, όπως σαρκαστικά καταγράφει ο Δημήτρης Αντωνίτσης («Δήλος/δήλωση»- επιμέλεια Δημήτρη Τρίκα). Μηχανισμοί που έχουν τη δυνατότητα ακόμα και να ενσωματώνουν τις όποιες αντιστάσεις ως διαφοροποιημένα προϊόντα για ένα ειδικό κοινό. Τι μπορεί τελικά να συμβολίσει την αντιπαράθεση με αυτή την εμπορευματική και διαχειριστική πλημμυρίδα της εικόνας; Ίσως ένα ανοίκειο, αλλά τόσο γήινο τοτέμ, όπως αυτό της Σοφίας Δαμαλά (επιμέλεια Αρτέμιδος Καρδουλάκη) ή τα φυτικά θηλυκά σύμβολα της Βασιλικής Σαγκιώτη, που προστατεύονται από έναν εξίσου φυτικό φράχτη ή η λεπταίσθητη καρδιά της Κατερίνας Διακομή (και τα δυο σε επιμέλεια Φαίης Τζανετουλάκου) ή ίσως ακόμα, η καταβύθιση στα πιο απλά αρχέτυπα, που πασχίζουμε να απωθήσουμε (Χαρίκλεια Παπαποστόλου, «Red breasts», επιμέλεια Εύας Κέκου). Όμως και η πατριαρχικότητα είναι ένα πεδίο αντιφάσεων και πρωτίστως ανασφαλειών, που αναδεικνύονται από τα έργα της Μαρίας Μαραγκουδάκη και της Λαμπρινής Μποβιάτσου (και τα δυο σε επιμέλεια Κωνσταντίνου Πρώιμου). Άλλωστε η διαχείριση του φόβου και ιδίως του φόβου ότι ο Άλλος θα μας στερήσει τις όποιες υπαρκτές ή φαντασιακές μας απολαβές και μικροεξουσίες συγκροτεί πάντα τη βάση των πιο συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών.
Πληγή και τραύμα αξεδιάλυτα υφαίνονται σε μια υλικότητα, ακόμα κι όταν είναι ψυχικά. Είτε πρόκειται για τον πόνο, την ευαλωτότητα, αλλά και τα ανοιχτά πεδία δυνατοτήτων του τρανς σώματος της Τζόνα Σαχπάζης (επιμέλεια Γκέλυς Γρυντάκη), είτε για την απόκοσμη υπαρξιακή κραυγή του ζώου της Φωτεινής Πούλια (επιμέλεια Νίκης Παπασπύρου). Άλλωστε, όπως δείχνει και ο Νίκος Γιαβρόπουλος (επιμέλεια Κωνσταντίνου Πρώιμου), ακόμα και οι μικρές πληγές επισωρεύονται σ ένα γιγάντιο τραύμα, ενώ ο Κώστας Σταυρόπουλος (επιμέλεια Κατερίνας Καζολέα) μας υπενθυμίζει ότι όχι μόνο το σώμα μας, αλλά και τα επιμέρους όργανά του συγκροτούνται από πληγές και ρηγματώσεις.
Η διάκριση σώματος-ψυχής έχει ταλανίσει τη δυτική- και όχι μόνο- σκέψη επί χιλιετίες. Το παρακμάζων, θνήσκων, αλλά και ηδονικό σώμα αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα που πρέπει να στιγματιστεί και να παραμεριστεί, ενώ ο καρτεσιανός ρασιοναλισμός και οι επίγονοί του δεν οδήγησε παρά στον εξορθολογισμό του ίδιου μοντέλου. Αλλά και το πιο σύγχρονο αίτημα της επ’ άπειρον διατήρησης του σώματος, είτε μέσω της παραγωγής υβριδικών τεχνομορφών, είτε μέσω της φαρμακοβιομηχανίας, δεν ξεπερνά στην πραγματικότητα αυτόν τον δυισμό, αφού δεν οδηγεί παρά σε έναν νέου τύπου ψυχογενή εγκλεισμό-εθισμό, όπως αναδεικνύει το φαρμακευτικό κελί της Πέγκυς Κλιάφα (επιμέλεια Στρατή Πανταζή).
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αντιληφθούμε τον παραλογισμό της διάκρισης ψυχής- σώματος από το ίδιο το έργο τέχνης και μάλιστα από το θρησκευτικό έργο τέχνης, που παριστάνει την ψυχή αναπαριστώντας το σώμα. Είναι γνωστό ότι η έντονη σωματικότητα των αναπαραστάσεων του Αγίου Σεβαστιανού έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες (ο Μισίμα δεν είναι ο μόνος) να ψηλαφίσουν μια σειρά υπαρξιακών θεμάτων από τον ομοερωτισμό μέχρι την αντίσταση στην παρακμή και την εξουσία. Τι απομένει σήμερα από τον Άγιο Σεβαστιανό αναρωτιούνται οι «τοξότες» σε επιμέλεια Φαίης Τζανετουλάκου; Στο έργο του Διονύση Χριστοφιλογιάννη η βιομηχανική οικοδόμηση του σώματος παραπέμπει στα μεταανθρώπινα υβρίδια που έχουν απασχολήσει τόσο την επικαιρότητα με την τεχνητή νοημοσύνη, όσο και το πεδίο των εκθέσεων (για να παραπέμψουμε μόνο στα Πλάσματα της Στέγης). Αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα ότι το αποτέλεσμα είναι τόσο κενό, που τα τόξα μπορεί να μην βρίσκουν καν στόχο. Μια προβληματική παρούσα και στα έργα του Αντώνη Παυλάκη («Κορίτσι του σήμερα», επιμέλεια Αλεξάνδρας Κουρουτάκη), του Γιώργου Δρίβα («Figures in AI - land», επιμέλεια Μαρίας Ξυπολοπούλου) και της Ελένης Μωραίτη (επιμέλεια Έλλης Λεβεντάκη). Ο Σεβαστιανός του Γιώργου Όιμπακ παραπέμπει μεν εμφανώς σε κόμιξ, είναι όμως το κόμιξ της καθημερινής μας πειθάρχησης και αντίστασης, το σώμα ως κατ’ εξοχήν πεδίο ανταγωνισμού, στόχος της αστυνομικής καταστολής, των ΜΜΕ, της εξουσίας του χρήματος, αλλά και σώμα που αενάως εξεγείρεται. Αντίθετα (ή μετά) στον Σεβαστιανό του Άκι Μπατζιάνα το σώμα έχει το ίδιο μετατραπεί σε ένα οραματικό, ουτοπικό και ου-φυλικό πεδίο ανθοφορίας και δημιουργικών δυνατοτήτων. Ίσως λοιπόν δεν είναι η ταυτότητα που οφείλουμε να αναζητούμε, αλλά η ρευστότητα, όπως αναδεικνύει και το έργο του Κωνσταντίνου Κοντογεώργου (επιμέλεια Έλλης Λεβεντάκη).
Τι είναι άλλωστε τελικά το σώμα, αν όχι η απόδειξη ότι είμαστε και ζούμε προς έτερον και όχι κλεισμένοι στον εαυτό μας. Το σώμα είναι ο κατ’ εξοχήν φορέας των επικοινωνιακών δυνατοτήτων του ανθρώπου, αυτό που προσλαμβάνει με τις αισθήσεις του ολόκληρο τον κόσμο που μας περιβάλλει, αυτό που εκπέμπει μηνύματα συναισθημάτων, ακόμα και αυτών που δεν έχουν τύχει λογικής επεξεργασίας. Και παρότι αναμφίβολα είναι ένα πεδίο εξουσιαστικής επιβολής, είναι και ένα πεδίο αντίστασης, ιδίως όταν ενώνεται χωρίς εγωισμό και ανειλικρίνεια με άλλα σώματα. Είτε ξεγυμνώνεται (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) για να ενωθεί σε μια δημιουργική ομάδα (ομάδα Ιndoors - επιμέλεια Λίνας Τσίκουτα), είτε για να ενωθεί δημιουργικά σε μια ερωτική σχέση που μπορεί ακόμα και να μεταλλάξει τα πιο εξουσιαστικά σύμβολα των εθνικών και θρησκευτικών τελετών στον πιο τρυφερό ύμνο (Εύα Στεφανή, «Εγερτήριον»- επιμέλεια Λίνας Τσίκουτα). Κι αν ακόμα απουσιάζει, τα σημάδια του, οι χαρακιές του έχουν αποτυπωθεί στον κοινωνικό χώρο (Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος, «Άφησε με να ρθω μαζί σου»- επιμέλεια Δημήτρη Τρίκα) και βρίσκουν τη συνέχειά τους στις χαρακιές των επόμενων γενεών.
Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι κριτικός τέχνης και νομικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου