18/6/23

Συναρπαστικές αποδόσεις

Άποψη της έκθεσης της Λυδίας Δαμπασίνα Lorem Ipsum

Του Γιώργου Βέη *

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ, Δωμάτιο με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 174

Σήμερα θα εξασκηθώ
Στην Ονειροποίηση

Αύριο θα επιδοθώ
Στην Ονειροκοπτική

Μεθαύριο στην
Ονειροκτονία

Έλσα Κορνέτη, Ξύλινη μύτη τορνευτή, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2021

Προηγήθηκε το 2020 Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες από τις ίδιες εκδόσεις. Ήταν η πρώτη συλλογή είκοσι τεσσάρων διηγημάτων της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη (Μόναχο, 1969 -). Τα τριάντα ένα κομμάτια της σημερινής πεζογραφικής εκδοχής επιβεβαιώνουν στην πράξη την κειμενική ευελιξία της προαναφερομένης. Η ακριβολογία, η αμείωτη αίσθηση του περιττού, η συστηματική παρεμβολή του στοιχείου της έκπληξης, η αξιοποίηση της μεταφοράς, της δισημίας, της εμφατικής αλληγορίας και της συνειδητά αμφίδρομης έκφανσης, η συχνή διαστρωμάτωση αντιθετικών νοημάτων, η διακειμενική συμπεριφορά των αποτυπώσεων, πάντα σε συνδυασμό με τις ρεαλιστικές περιγραφές των χαρακτήρων, συναπαρτίζουν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ήδη πολύπειρης, σαφώς αναγνωρίσιμης γραφής.
Καταθέτω ένα δείγμα ενδεικτικών εμπεδώσεων της δημιουργικής συνάντησης του πραγματικού με το φαντασιακό από το δέκατο κατά σειρά μικροαφήγημα, την «Παρτίδα»: «Το πολυτιμότερο απόκτημα από την παρτίδα που δεν τέλειωνε το είχαν ήδη κερδίσει∙ ήταν τα χαμένα δόντια τους που είχαν φυτρώσει κοφτερότερα και δυνατότερα από ποτέ και τώρα είχαν πετάξει τις μασέλες τους και μασούσαν καλά ακόμα και το σκληρότερο κρέας που τόσο είχαν επιθυμήσει. Ήταν τόσο παράξενο όλο αυτό και ακόμα πιο παράξενο ήταν πώς δεν πρόσεξε κανείς ότι εκεί σε μια παρτίδα που δεν τέλειωνε πάνω στην τσόχα την πράσινη που έλιωνε κι αυτή κι άλλαζε χρώμα από το ξεθώριασμα, αυτές οι δεινές χαρτοπαίκτριες έχασαν τα μισά τους χρόνια κι ήρθαν κι έμοιασαν από την μέση και πάνω με εκείνες τις φιγούρες τις γυναικείες των τραπουλόχαρτων που τις λένε ντάμες, κι έτσι όπως κόβονταν στη μέση διπλώνοντας τις καρδιές τους, άρχισαν να παίρνουν τις μορφές τους τις όμορφες από τις ντάμες κούπες, τις ντάμες καρό, τις ντάμες μπαστούνια, τις ντάμες σπαθιά, ώσπου αυτές οι γυναίκες-τραπουλόχαρτα έμειναν νεκροζώντανες, μισές χάρτινες ντάμες από τη μέση και πάνω νέες, ενώ από τη μέση και κάτω απέμειναν μισές σάρκινες ντάμες γριές». Η ομολογία πίστης στη σχετικότητα, η οποία απαντά στις υποθέσεις των ανθρώπων είναι δεδομένη. Διακρίνω, μεταξύ πολλών, τα εξής αποκαλυπτικά: «Στην πορεία της ζωής διαπιστώνει: Ό,τι μοιάζει πραγματικό καταλήγει μια επινόηση∙ εμένα μ’ ενδιαφέρει το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, η αλήθεια της φαντασίας και η φαντασία της αλήθειας». (Βλ. το όγδοο διήγημα με τίτλο «Το λίκνισμα»).
Η πραγματικότητα παρίσταται διαρκώς. Είτε παραμορφωμένη είτε όχι αποτελεί το ικανό και αναγκαίο έδαφος, όπου η διήγηση ριζώνει. Επισημαίνω ότι διατυπώνονται συνθήκες σεβασμού, διερμηνείας και περαιτέρω περιποίησης του εξ αντικειμένου πραγματικού. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής χαρακτηριστικά δείγματα ιδιαίτερα διδακτικών παρεμβολών: «Κι όταν προσπάθησαν να τα αποσπάσουν τραβώντας τα από τα πόδια και τα μαλλιά διαπίστωσαν ότι τα παιδιά τους είχαν γίνει ανθρωπόμορφες σαύρες και βατράχια με βεντούζες στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και από τις οθόνες με κανέναν τρόπο δεν ξεκολλούσαν, γιατί ήταν τέτοια η απορρόφησή τους στο ψηφιακό περιβάλλον που τα είχε ρουφήξει κανονικά και τέτοια η αδιαφορία τους προς την πραγματικότητα, ώστε προτίμησαν να μείνουν εκεί που περνούσαν καλά - κολλημένα στις οθόνες» (βλ. το προλογικό, τρίτο κατά σειρά διήγημα, που φέρει τον τίτλο «Τα χαμένα παιδιά»). Κι ακόμη: «Η πραγματικότητα όμως τρέχει δίπλα της καθώς παλεύει να της ξεφύγει, η πραγματικότητα την ξεπερνά βγάζοντάς της τη γλώσσα, η πραγματικότητα τερματίζει κι όπως φαίνεται έτσι θα τερματίσει και τη ζωή της, όταν θα την πνίξει στην υγρή λάσπη» (βλ. το τέταρτο στη σειρά διήγημα, με τίτλο «Κορίτσι στον λάκκο»).
Τόσο στους απώτερους, όσο και στους εγγύτερους λογοτεχνικούς προγόνους της Έλσας Κορνέτη συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805 - 1875), ο Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας (1899 - 1974), ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ (1891 - 1940), ο Φερνάντο Πεσσόα (1888 – 1935), ο ημέτερος Ιάκωβος Πιτζιπιός ( Χίος 1800 - πνιγμένος στο Βόσπορο, 1869, βλ. το σημαδιακό έργο του, εφαρμογή των ποικίλων κανόνων του καλουμένου φανταστικού ρεαλισμού, με τίτλο Ο πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνος) και βεβαίως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899 - 1986). Μάλιστα Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων του τελευταίου, το οποίο έχει γυρίσει στη γλώσσα ο υπογράφων, φαίνεται να έχει υποστηρίξει πολλαπλώς τη διαχείριση του πρωτογενούς υλικού των Δωματίων με δόντια. Ομοίως η εμβληματική Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα (1883 - 1924) ακούγεται καθαρά στο βάθος των αλλεπάλληλων μεταστοιχειώσεων των προσώπων αλλά και των «ουδετέρων πραγμάτων», σε εφιαλτικές υποστάσεις. Η όλη χημεία των διαδοχικών αυτών μεταλλαγών προσδίδει στις αναπτύξεις των αφηγημάτων του παρόντος έργου ικανές δόσεις μαύρου χιούμορ. Ομοίως, οι συναρπαστικές αποδόσεις κωμικοτραγικών σκηνών από μια ζωή που προσπαθεί να ισορροπήσει πάντα σε εκ προοιμίου ολισθηρό έδαφος, μάταια τις περισσότερες φορές, αλλά και η ιδιάζουσα αύρα μιας ηρωικής πτώσης, η οποία απαντά σε πλείστες, συνήθως καταληκτικές παραγράφους, οφείλουν πολλά στην ευεργετική αφομοίωση των μαθημάτων του ανοικτού σχολείου αναστοχαστικών μετατροπών του όντος, που είναι προ πολλού η ως άνω Μεταμόρφωση.
Παρατηρώ ότι δεν απουσιάζουν και οι καθαρές συμπτώσεις των μηνυμάτων, τα οποία ενυπάρχουν στα Δωμάτια με δόντια, με αντίστοιχα που έχουν ήδη εγκιβωτισθεί σε έργα τρίτων. Έστω το εξής ομιλητικό παράδειγμα από το προτελευταίο κομμάτι της σειράς με τίτλο «Μια φούσκα ζωής σε χαμηλή τροχιά»: «Κοιτώντας από ψηλά μέσα από το μαύρο που τον τύλιγε, το φως που ξεκινούσε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, τον γνώριμο πλανήτη με την γαλάζια αύρα που δεν είναι πια γαλάζια, αλλά μοιραία άλλαξε χρώμα κι έγινε καφέ γιατί την τύλιξε η σκουπιδοκουβέρτα, και κατάντησε η πιο άδενδρη και η πιο νεκρή περιοχή που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους, ένα τοπίο δυστοπικό γεμάτο κρατήρες και στάχτη, μπορεί να δει το κέλυφος της γης σαν καβούκι σαλιγκαριού καλυμμένο με άλλα κελύφη. Τη Γη χωρίς ανθρώπους πάνω της, με κάθε δραστηριότητα να έχει παύσει κι όλος αυτός ο αφανισμός να φέρει κάτι από ένα σκοτάδι και μια παρεξήγηση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον», πρβλ σε άμεση συνάρτηση με: «Τον βοηθούσε ακόμα η σκέψη ότι στο μέλλον θα υπάρξουν πόλεις χωρίς ανθρώπους, κατοικημένες μόνο από ζώα, να παίζουν για καιρό με όσα περίεργα άφησε πίσω ο δικός μας πολιτισμός. Όλα αυτά όμως ήταν παρελθόν, είχαν περάσει». (Βλ. Clemens J. Setz, H παρηγοριά των στρογγυλών πραγμάτων, μετάφραση: Χρήστος Αστερίου, εκδόσεις Gutenberg, 2021). Ο δε υπερ-οφθαλμός που εμφανίζεται στο δέκατο έβδομο διήγημα με τίτλο «Η μοίρα του ματιού “als ich kan”» παραπέμπει ευθέως στις χρήσεις του αφορισμού που μας παρέδωσε ο Angelus Silesius, δηλαδή «Το μάτι που μ΄ αυτό βλέπω το Θεό είναι το ίδιο το μάτι που μ΄ αυτό με βλέπει εκείνος».
Η οικολογική παράμετρος είναι εμφανής στη συγκεκριμένη κειμενική ζώνη. Το δε Μέγα Σφαγείο ή άλλως Εικοστός Αιώνας, ως να ήταν η οντολογία του πανικού, δεν παραλείπει να κληροδοτήσει το άγος του και στο προκείμενο πεδίο αναπαραστάσεων σκηνών μαρτυρικού βίου. Είναι ό, τι ακριβώς προκαθορίζει τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τα αίτια της καθοδικής πορείας των διηγητικών υποκειμένων. Η επανάληψη της οδύνης συνιστά εν ολίγοις την εφαρμογή της νομοτέλειας, η οποία διιστορικά διέπει τη ζωή των θνητών. Απομονώνω από το δεύτερο διήγημα με τίτλο «Ακροβασία στο νερό»: «Αδειάζοντας όμως την πισίνα από το νερό ο πελώριος άγριος σπόγγος ο απορροφητικός, ένα τέρας μαλακό, το πρώτο ζώο, το μακροβιότερο που εμφανίστηκε στη γη, κι έκτοτε ακόμα μεγαλώνει, κατάπιε μαζί και το άμοιρο κορίτσι. Την υδρόβια μπαλαρίνα με τ’ αρθριτικά».

*Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής και πρέσβυς επί τιμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου