7/5/23

Οι σοσιαλιστές της ΕΛΔ

Χριστίνα Κάλμπαρη, Βουνοπλαγιά (μέρα), 2023, ακρυλικό σε καμβά, 118 x 165 εκ.

Του Παναγιώτη Νούτσου*

Οι σοσιαλιστές που πλαισίωναν και διηύθυναν το σοσιαλιστικό κόμμα - Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας διέθεταν αρθρωμένη ιδεολογική σκευή, της οποίας ο συνεκτικός ιστός είναι ο εξής:
Α. Η εμβάθυνση στην ιδέα του σοσιαλισμού. Η επίγνωση της αδυναμίας του «Κεφαλαιοκρατισμού» να επιλύσει το οικονομικό πρόβλημα συναρτάται με την αξίωση της «δίκαιης κατανομής του πλούτου», της ισότητας στο «ξεκίνημα όλων των ανθρώπων» και του σεβασμού της αξίας τους ως προσώπων. Έτσι ο σοσιαλισμός ορίζεται ως οικονομικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας, όπου τα σημαντικότερα μέσα της παραγωγής περιέρχονται στην «ολότητα» και λειτουργούν σύμφωνα με ένα «γενικό σχέδιο», ενώ όλοι συμμετέχουν στη «διανομή του εισοδήματος με ίσα δικαιώματα», ανάλογα με τη συμβολή του καθενός στο «έργο της παραγωγής». Οι θέσεις αυτές, κάποτε μάλιστα ρητά, παραπέμπουν στις αναλύσεις των Jaures, de Man και Blum, δηλαδή σε κατευθυντήριες ιδέες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που αναζωογονήθηκαν λίγο πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τις οικολογικές έρευνες των προϋποθέσεων του σοσιαλισμού. Άλλοτε όμως διακηρύσσεται η αποτυχία του δυτικού σοσιαλισμού και συνάμα η εκλογική νίκη (Ιούλιος 1945) του Labour Party της Μεγ. Βρετανίας αντιμετωπίζεται ως προάγγελος του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» της αγγλικής κοινωνίας με «δημοκρατικά» μέσα. Σ’ αυτή τη συνάφεια ως σοσιαλιστική ανασύνταξη θεωρείται η επίτευξη της «συλλογικής» ιδιοκτησίας όλων των μέσων της παραγωγής, «χωρίς εξαίρεση», που αποσκοπεί στην από κοινού οργάνωση της εκμετάλλευσής τους, σύμφωνα με τις προβλέψεις ενός «σχεδίου κοινωνικής διεύθυνσης της κοινωνίας», και επομένως στην πλήρη ικανοποίηση των αναγκών των «προσωπικών συντελεστών» της παραγωγής.
Β. Η «λαϊκή δημοκρατία» ως αναγκαίος σταθμός για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Η ΕΛΔ ήδη στο πρόγραμμά της είχε καθορίσει τη «Λαϊκή Δημοκρατία» ως «πρώτο σταθμό στο δρόμο του Σοσιαλισμού» και ως ιδρυτικό και συστατικό κόμμα του ΕΑΜ συνηγορούσε στην επεξεργασία των όρων της «λαοκρατικής» λύσης του «νεοελληνικού προβλήματος». Όταν ωστόσο η ΕΛΔ-ΣΚΕ, αναζητώντας την αυτοτέλειά της μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, επιδιώκει να οριοθετηθεί απέναντι στην πολιτική πρακτική του ΚΚΕ, θα υπογραμμίσει ότι αποσκοπεί στην «αντικαπιταλιστική ενότητα του εργαζομένου λαού» και στην άνοδο των «λαϊκών δυνάμεων της εργασίας και της δημιουργίας» στην εξουσία, ώστε να κατακτηθεί το «πρώτο στάδιο σοσιαλιστικής εφαρμογής, μέσα στην κοινωνική φυσιογνωμία και τις οικονομικές συνθήκες» της χώρας, που θα διασφαλίσει την «αβίαστη» πορεία προς το σοσιαλισμό. Ειδικότερα, στη φάση αυτής της «Λαϊκής Δημοκρατίας» (που δεν εξαντλείται σε κάποια μεταρρύθμιση μέσα στις συντεταγμένες της «αστικής δημοκρατίας», αλλά οριστικοποιεί τον αναγκαίο σταθμό για τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» της κοινωνίας) θα συνυπάρξει ο τομέας της «σοσιαλιστικής οικονομίας», που θα μετασχηματισθεί με την «κοινωνικοποίηση των μεγάλων μοχλών και μέσων παραγωγής», με το πεδίο της «μικρής ατομικής ιδιοκτησίας και των μικρών επιχειρήσεων». Οι διαβεβαιώσεις αυτές, που μάλλον προβλήθηκαν και ως «αριστερός» αντιπερισπασμός στην κατηγορία του ΚΚΕ για «δραπέτες» του ΕΑΜ, υπήρξαν σημείο τριβής ανάμεσα στα θεωρητικά όργανα σοσιαλιστικών και κομμουνιστών.
Γ. Η κριτική λειτουργία του μαρξισμού. Με την καταστατική αναγνώριση των «ιδεολογικών τάσεων» θεσμοποιείται η πολλαπλότητα των προσεγγίσεων του σοσιαλισμού και επομένως των μεθοδολογικών εργαλείων για τη σύλληψή του. Πότε επισημαίνεται ότι ο σοσιαλισμός δεν περιορίζεται στον μαρξισμό, αλλά εκπορεύεται από τις ιδέες της «κοινωνικής δημοκρατίας» και του Χριστιανισμού και πότε διαπιστώνεται με το πρίσμα ενός χριστιανικού «περσοναλισμού» η εξίσωση του «ανθρωπισμού» με την επανάσταση. Άλλοτε η θεωρία της πάλης των τάξεων ανάγεται σε θεμελιώδη αρχή του «επιστημονικού σοσιαλισμού» και άλλοτε η πρόκληση: «Πίσω προς τον Μάρξ - πίσω προς τον Ένγκελς» σημαίνει την πρόθεση να υπερνικηθεί η θεωρητική «καχεξία», που βασανίζει το εργατικό κίνημα, με τη χρήση της «μεθόδου» τους στα σύγχρονα προβλήματα. Ιδιαίτερα αποτιμάται ως «υποχρεωτική» μόνον η «γενική κοινωνιολογική μέθοδος» του Marx και οι ρίζες του «νέου» σοσιαλιστικού ρεύματος ανιχνεύονται σε τέσσερα «ιδεολογικά ρήγματα»: στην αντίθεση «ρεφορμισμού» και «επαναστατικού σοσιαλισμού», που προκάλεσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και οι επαναστάσεις των ετών 1917-1919 (η «επαναστατική αριστερά» αυτής της εποχής είναι πλατύτερη από τη λενινιστική της εκδοχή), στη σύγκρουση του Λένιν με τη Luxemburg, που προήλθε από την εφαρμογή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (μάλιστα για την υπέρβαση της «λενινιστικής ορθοδοξίας»), στη ρήξη του τροτσκισμού με τον σταλινισμό, που αντιμετωπίζονται ως «λενινιστικά υποπροϊόντα», και τέλος στον προβληματισμό για τη «Νέα Διεθνή», μετά την επικράτηση του ναζισμού, που απέληξε στο «φιάσκο» της «Δ' Διεθνούς» και στη δημιουργία «αριστερών πτερύγων» στα σοσιαλιστικά κόμματα.
Δ. Οι «Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης». Με την προσήλωση στην κίνηση του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού η ΕΛΔ - ΣΚΕ συμμερίζεται τη μεταπολεμική διεργασία διαμόρφωσης «ενιαίας ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής συνείδησης», όπως φαίνεται να την υπόσχεται η εκλογική νίκη των Εργατικών της Μεγ. Βρετανίας (μάλιστα η «αριστερή» τους τάση αναγορεύεται επίγονος του «Χαρτισμού») και να την αξιώνουν οι «άλυτες ανησυχίες» για την «Επανάσταση και τη Δημοκρατία». Σ’ αυτή τη σύνδεση με τον δυτικό σοσιαλισμό η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτιμάται κυρίως από την οπτική της «μεθόδου» της, ως γεγονός που συνέβη σε χώρα με «άλυτα αστικοδημοκρατικά προβλήματα» και με μεγάλη καθυστέρηση στο «εποικοδόμημα» και επομένως «απόλυτα έξω» από τα δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα, τα οποία - ακόμη και στην Ελλάδα - ωθούν προς την «ολοκλήρωση» του σοσιαλισμού μέσω των «ελεύθερων θεσμών της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Στην απόπειρα των ηγετών της ΕΛΔ - ΣΚΕ να διαφοροποιηθούν από την τακτική του ΚΚΕ, με κορύφωση το θέμα των «Δεκεμβριανών» και τη βούληση της «πραξικοπηματικής» κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, διαφαίνεται η απόρριψη του «σταλινισμού» ως υποπροϊόντος του «λενινισμού», ακόμη και όταν ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές του αντιφασιστικού αγώνα.
α. Η αυτοδιοίκηση στην πολιτική και την οικονομική ζωή. Στην περίοδο της Αντίστασης το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ιδίως η ΕΛΔ ανατρέχουν στην προπολεμική θεωρητική επεξεργασία των όρων εδραίωσης του θεσμού της αυτοδιοίκησης και των μορφών πραγματοποίησης της συνεταιριστικής ιδέας, διευκολύνοντας έτσι την αποσαφήνιση των προγραμματικών στόχων της «Λαϊκής Δημοκρατίας» που κατέστη η ειδοποιός διαφορά του πολιτικού αγώνα των εαμικών δυνάμεων. Μετά τη Βάρκιζα, επίσης, η ΕΛΔ - ΣΚΕ ανανεώνει τη συμφωνία της με την ιδέα της «κοινωνικοποίησης» των μέσων παραγωγής και της παράλληλης ενίσχυσης των μικρών επιχειρήσεων που θα συνεταιρισθούν, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση θεσμών «πλατειάς Αυτοδιοίκησης» με τους οποίους θα αποδοθεί στο «λαό ή διεύθυνση του κράτους και της οικονομίας».
β. Οι διανοούμενοι και η σχέση «πρωτοπορίας» και «μάζας». Στην ηγεσία της ΕΛΔ - ΣΚΕ, ήδη από την εποχή της συμμετοχής της στην εαμική Αντίσταση, υπερτερούν οι διανοούμενοι που επεξεργάζονται τα θεωρητικά της ντοκουμέντα και αποφασίζουν τις πολιτικές της επιλογές. Έτσι στη σύλληψη της «Λαϊκής Δημοκρατίας», δίπλα στους εργάτες, τους αγρότες και τα μικροαστικά στρώματα, καταλαμβάνει την πρώτη θέση η «πνευματική πρόοδος του λαού» και το «φως της επιστήμης» που θα ανυψώσει το βιοτικό και το πολιτιστικό του επίπεδο. Αν η τακτική αυτού του κόμματος απορρέει από την «αντικαπιταλιστική» ενότητα των «εργαζομένων μαζών», τότε η οργάνωσή του δεν εξαντλείται στις «προλεταριακές δυνάμεις» αλλά σε οποιαδήποτε «εργαζόμενη κοινωνική κατηγορία» που διαθέτει «ιδεολογική και πολιτική συνειδητοποίηση». Από την ίδια σκοπιά η ΕΛΔ - ΣΚΕ αναλαμβάνει προφανώς την καθοδήγηση όλων των εργαζομένων για να μετατραπεί η αντικαπιταλιστικού περιεχομένου» σε συνειδητή δύναμη «σοσιαλιστικού σκοπού».
γ. Η θεωρητική παραγωγή του κόμματος ως «συλλογικού διανοουμένου». Και μετά την Απελευθέρωση η ΕΛΔ συνεχίζει την έκδοση της Μάχης, πολλαπλασιάζοντας τα αυτοτελή δημοσιεύματα των ηγετικών της στελεχών, και από τον Ιούλιο του 1945 εγκαινιάζεται η δεύτερη περίοδος της Σοσιαλιστικής Επιθεώρησης (με διευθυντή πάλι τον Στρ. Σωμερίτη). Το μηνιαίο θεωρητικό όργανο της ΕΛΔ - ΣΚΕ και του ΣΚ - ΕΛΔ στα δύο περίπου χρόνια της κυκλοφορίας του επιχείρησε να εφαρμόσει τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» ως «μέθοδο» (και όχι ως «δόγμα») για τη σκέψη και τη δράση με την επίγνωση ότι ο ιδεολογικός εξοπλισμός συνιστά μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την προώθηση και επικράτηση του «σοσιαλιστικού κινήματος». Εκτός από τις συνεργασίες, τις οποίες ήδη έχουμε σχολιάσει ώς εδώ, μνημονεύουμε τις αναλύσεις της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης, του προβλήματος της επανάστασης, των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης (με αφορμή τη «Διακήρυξη χριστιανών επιστημόνων») και του φασιστικού φαινομένου με την υπόδειξη ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν απλώς «παραφασιστικό», εφόσον προσπάθησε να εισαγάγει «εκ των υστέρων τη θεωρητική και οργανωτική φασιστική πανοπλία». Από τις μεταφράσεις που φιλοξένησε αξιοσημείωτα είναι τα αποσπάσματα της Γερμανικής ιδεολογίας και της Διαλεκτικής της φύσης, και βέβαια οι μελέτες που πραγματεύονται τη διαλεκτική «αλληλεπίδραση» των στοιχείων της πραγματικότητας, την «επανάσταση των διευθυντών» και τη γονιμότητα των αρχών του «ιστορικού υλισμού». Χωρίς συνέχεια έμεινε η «Επιστημονική Εταιρεία Σοσιαλιστικής Έρευνας Ελληνικών Προβλημάτων», με πρόεδρο τον Αλ. Σβώλο, ενώ ο γραμματέας της Άγγ. Αγγελόπουλος, σε χαλαρή πια σύνδεση με το ΣΚ - ΕΛΔ, ιδρύει (Νοέμβριος 1946) τη Νέα Οικονομία. Το περιοδικό αυτό στην εικοσάχρονη σταδιοδρομία του υπήρξε ο καθρέφτης της φθίνουσας διαρκώς πορείας που διήνυσε η εγχώρια σοσιαλιστική σκέψη, στην αρχική του φάση ωστόσο έδωσε την ευκαιρία σε πλειάδα εαμιτών (όχι αποκλειστικά ελδιτών) να διατυπώσουν τις απόψεις τους για το μέλλον της μετακατοχικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Πρόσφατες δημοσιεύσεις για τον Αλ. Σβώλο (1892-1956) ενδιαφέρθηκαν, επαληθεύοντας ή όχι (βλ. πάντως Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα. τ. Γ΄, σσ. 153-164∙ βλ. και τ. Β΄, Α΄ μέρος, σσ. 250-258, τ. Β΄, Β΄ μέρος, σσ.104-105, τ. Δ΄, 467, 480-483), για τα εφτά σημεία που μόλις προηγήθηκαν;

*Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου