Του Παναγιώτη Βούζη*
ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΙΑΚΟΥ, αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία, εκδόσεις θράκα, Λάρισα 2022, σελ. 44
… μια Κυριακή που μετράει/ τα παιδιά της/ στη Νέα Υόρκη/ ήταν όμορφη/ με τα παράσημα/ της γενιάς/ που άκουγε πανκ/ στα πρωινά δημητριακά της/ και εσύ μία από αυτές/ που ήθελε να μεγαλώσει/ ως κηπουρός/ κατάλαβες/ πώς προηγείται η σπορά/ της όψης
Η Γεωργία Διάκου μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ καλή ποιήτρια, όπως αποδεικνύεται από το βιβλίο της. Βέβαια, υπάρχουν κάποια ζητήματα τα οποία πρέπει να λύσει. Το κυριότερο ανάμεσα σε αυτά είναι ο διαχωρισμός της πεζογραφίας από την ποίηση. Γιατί εκτός της ποίησης επιδίδεται και στα πεζά μικρής φόρμας, με συνέπεια και στο προκείμενο βιβλίο της τα περισσότερα κείμενα να καταλέγονται, στην ουσία, στα μικροαφηγήματα και όχι στα ποιήματα.
Τι διαφοροποιεί ένα πεζό από ένα ποίημα; Το πρώτο προϋποθέτει, κατά κανόνα, έναν συγκεκριμένο ρεαλιστικό ή φανταστικό κόσμο, βάσει του οποίου στήνεται το σκηνικό και σκηνοθετούνται τα πρόσωπα. Στην ποίηση τα πράγματα βαίνουν αλλιώς: Με εξαίρεση την περίπτωση όπου επιδιώκεται η άκρα θεατρικότητα, το συγκεκριμένο υποχωρεί μπροστά στην αφαίρεση. Έτσι όμως επακολουθεί η εξής διαφορά: H ανοικείωση στην πεζογραφία παράγεται από μία ορισμένη εκδοχή της ετερότητας, ενώ στην ποίηση προκαλείται από μια αυτοαναιρούμενη εκδοχή. Στην πρώτη περίπτωση λοιπόν θεμελιώδη παράμετρο συνιστά η απόσταση: Ο άλλος βρίσκεται εκεί, απέναντί σου, τον παρατηρείς να κινείται μέσα σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Αντίθετα, στην ποίηση η απόσταση εκμηδενίζεται. Επομένως, η ετερότητα μπορεί να μετατρέπεται σε ταυτότητα ή μπορεί να καταλήγει σε μια ετεροτοπία, δηλαδή σε έναν κόσμο όπου συναντώνται στοιχεία τόσο ξένα μεταξύ τους, ώστε είναι αδύνατον να υφίσταται. Τέλος, στα βασικά γνωρίσματα που διαφοροποιούν ένα πεζό από ένα ποίημα περιλαμβάνεται ο ρυθμός. Στα πεζά ο ρυθμός συμμορφώνεται προς το μοντέλο μιας πρότασης ή μιας περιόδου. Στην ποίηση όμως το ρυθμικό μοτίβο ακολουθεί τον στίχο. Και ο στίχος είναι κάτι εντελώς απροσδιόριστο, το οποίο καθίσταται προσδιορίσιμο μετά την οριοθέτηση της έκτασής του σε συνδυασμό με το παιχνίδι του τονισμού.
Στα ποιήματα της Γεωργίας Διάκου ενέχεται η επίγνωση των προηγουμένων. Τα πραγματικά βέβαια ποιήματα του βιβλίου δεν είναι πολλά. Υπό μια αυστηρή εξέταση ίσως είναι μόνο δύο: το «θέμα πρώτο» και το «φίλε Έμμα». Έστω όμως και μόνο τόσα αρκούν. Γιατί χαρακτηρίζονται από τα τρία καταστατικά στοιχεία τα οποία εκτέθηκαν πιο πάνω: την αφαίρεση, την αναζήτηση του ποιητικού ρυθμού και την ανοικείωση, η οποία δρομολογεί την ετερότητα της ταυτότητας ή της ετεροτοπίας. Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, μια διαδικασία αναζήτησης του ποιητικού ρυθμού διεξάγεται σε όλα τα κείμενα του βιβλίου μέσω πειραματισμών με τη ροή και την ανάπτυξή τους. Όσον αφορά την ανοικείωση, η Διάκου διαθέτει γενικότερα ένα εξαιρετικό ένστικτο για την αποφυγή της κοινοτοπίας. Εκμεταλλεύεται, μάλιστα, συστηματικά αυτό το φυσικό χάρισμά της, προκειμένου να μεταβάλλει σε παράδοξη ακόμη και την πιο απλή φράση. Είναι μια ικανότητα η οποία δεν εμφανίζεται στους περισσότερους νέους ποιητές. Οι τελευταίοι παγιδεύονται στους περιορισμούς ενός κανονιστικού λόγου ο οποίος παγιώνει τη μονοσημία. Αντίθετα, οι λέξεις και οι φράσεις εδώ συνιστούν συχνά ένα πεδίο μπαχτινικής διαλογικότητας και πληθυντικών ερμηνειών.
Στην ερώτηση εάν αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία ακολουθούν τα πιο σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα δίνεται θετική απάντηση. Ανήκουν συγκεκριμένα στην post-confessional poetry, στη μετα-εξομολογητική ποίηση, όπου επιχειρείται –κατά το πρότυπο της εξομολογητικής ποίησης, η οποία χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60– ένας εκ νέου συνδυασμός της προβολής του προσωπικού συναισθήματος, βιώματος και τραύματος με το αισθητικό αίτημα. Στη γραφή της Διάκου συνυπάρχουν όντως η αυτοψυχαναλυτική προθετικότητα και το άγχος της εύρεσης των κατάλληλων τεχνικών. Στις δεσπόζουσες, ειδικότερα, τεχνικές ανήκουν η θραυσματικότητα και οι συνεχείς μετατοπίσεις.
Αξίζει λοιπόν να περιμένει κανείς το επόμενο στάδιο της ποιήτριας. Όχι μόνο για να εξετάσει το κατά πόσο πέτυχε να απαλλάξει την ποίησή της από την κυριαρχία της μικροπρόζας αλλά και για μια βασικότερη αιτία: Επειδή πρόκειται για νέα και νεαρή δημιουργό, έχει σημασία η στάση που θα επιδείξει απέναντι σε φαινόμενα τα οποία σήμερα επιτίθενται κατευθείαν στον ποιητικό λόγο. Όπως η ολοένα επεκτεινόμενη μιντιακή διάλεκτος των εσαεί διαδοχικών κρίσεων, η οποία οδηγεί είτε στην πλήρη της υιοθέτηση είτε στην αφασία.
*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας και ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου