9/4/23

Κώστας Κουλουφάκος

Ο πιστός της «χημείας» του

Του Στέφανου Ροζάνη*

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ, Τα Δημοσιευμένα Έργα, Επιμέλεια και Επίμετρο: Γιώργος Ανδρειωμένος, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 1320

Αναπολώ τη θέρμη του ύφους και του ήθους του Κώστα Κουλουφάκου, ξεφυλλίζοντας τους δύο τόμους των πρωτότυπων έργων του και του τεράστιου μόχθου των μεταφράσεών του. Η εκφορά κρίσεων, αντιφωνήσεων, αντιδικιών και συναινέσεων για το έργο που μας άφησε, για τους ιδεολογικούς αγώνες στους οποίους δια του έργου του συμμετείχε με το μαχητικό πνεύμα το οποίο τον χαρακτήριζε, θα ήταν μάλλον άκαιρος και/ή άχρηστος. Αυτό που έχει μεγίστη σημασία είναι το πνεύμα των καιρών μέσα στο οποίο ο Κουλουφάκος διαμόρφωσε τους πνευματικούς και λογοτεχνικούς προσανατολισμούς του. Και αυτό το πνεύμα ο Κουλουφάκος το αντιμετώπισε με ειλικρίνεια και πάθος, χωρίς να εκχωρεί την αυθεντικότητά του σε καμιά «αυθεντία» και πολύ περισσότερο σε καμιά σκοπιμότητα, έστω και αν η σκοπιμότητα του «σκοπού» πίεζε, πολλές φορές ασφυκτικά, τα έργα και τις ημέρες όσων βρέθηκαν στη δίνη του καιρού του.
Ο Κουλουφάκος παρέμεινε πάντα ο πιστός της «χημείας» του, ο πιστός μιας ανορθόδοξης χημείας που συνέθετε ό,τι από το πνεύμα των καιρών του ήταν καλό και τίμιο με τη δική του συνοδοιπορεία, έτσι ώστε το έργο του να είναι ο τεχνίτης του και ο τεχνίτης το τέχνημά του.
Ο Γιώργος Ανδρειωμένος, στο επίμετρο της έκδοσης των έργων του Κουλουφάκου, σημειώνει: «Απαιτητικός και αυστηρός, πρώτ’ απ’ όλα με τον ίδιο του τον εαυτό, και ταυτόχρονα ακριβοδίκαιος και “ανεξίγνωμος”, προσπαθούσε πάντα να μελετά και να σέβεται όχι μόνο όσα συγκροτούσαν το αισθητικό και κοσμοθεωρητικό του πιστεύω αλλά και τις ιδέες και τις γνώμες εκείνων με τους οποίους διαφωνούσε».
Πραγματικά, κυρίως αυτό το τελευταίο χαρακτήριζε τον Κουλουφάκο, όχι μόνο ως προσωπικότητα αλλά πρωτίστως ως αυθεντικότητα έκφρασης της αισθητικής και ιδεολογικής του ευρυσθένειας: υπήρξε, πάνω απ’ όλα, ανεξίγνωμος, συνομιλώντας με σπάνια ειλικρίνεια με τις ιδέες και γνώμες εκείνων με τους οποίους διαφωνούσε, και μάλιστα στην εποχή του στην οποία η ιδεολογική ορθοδοξία ήταν απολύτως καθηλωτική και δεν ανεχόταν κανέναν «παράδρομο», καμιά αισθητική και ιδεολογική ταλάντευση, καμιά διαμφισβήτηση των πλαισίων αναφοράς, τα οποία θέσμιζε η ίδια για τον εαυτό της.
Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο ο Κουλουφάκος με δική του πρωτοβουλία, προσέγγισε τον κύκλο του περιοδικού Μαρτυρίες, συγγραφείς και στοχαστές οι οποίοι βρίσκονταν αντίθετοι προς το πνεύμα και τους αισθητικοϊδεολογικούς προσανατολισμούς της Επιθεώρησης Τέχνης που ήταν το έργο ζωής του Κουλουφάκου. Και ιδιαίτερα τους νεώτερους, τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον Μάριο Μαρκίδη και τον γράφοντα (με τον Μανόλη Λαμπρίδη και τον Βύρωνα Λεοντάρη είχε και παλαιότερα «συναντηθεί»). Αυτή η ανεξιγνωμία της προσέγγισης ήταν τόσο ειλικρινής, τόσο γνήσια και αυθεντική, ώστε τελικά δημιούργησε μια μάλλον απροσδόκητη «χημεία», ένα παράξενο «πήγαινε-έλα», ένα ανορθόδοξο «εντός-εκτός», και πάντως μια βαθιά διαλογική σχέση εις πείσμα των καιρών οι οποίοι ήταν έγκλειστοι μέσα στους αποκλεισμούς τους και αυποχώρητοι μπροστά σε ό,τι θα μπορούσε να φέρει έστω και την υποψία της ετεροδοξίας και της κριτικής παγιωμένων «αριστερών» προταγμάτων και στερεοτύπων.
Και στη ζωή του και στο έργο του ο Κουλουφάκος ποτέ δεν λογάριασε κέρδη και ζημίες. Μπορεί κάποιες φορές να στεκόταν απέναντι σε ιδέες και απόψεις, σε αισθητικές αναλύσεις και ιδεολογικά πλαίσια αναφοράς, ποτέ όμως δεν υπήρξε «ενάντιος», ποτέ δεν αποδέχθηκε την εχθροπάθεια ως αισθητική και ιδεολογική κατεύθυνση, έστω και αν οι καιροί του βάφτιζαν την εχθροπάθεια «ιδεολογική αντίθεση». Όπως σημειώνει ο Αντρειωμένος στο επίμετρό του, ο Κουλουφάκος ποτέ «δεν δίσταζε να υποστηρίξει τους συντρόφους και συναδέλφους του που διατηρούσαν διαφορετική άποψη και να συνταχθεί μαζί τους όποτε έκρινε πως αυτό επέβαλλε η συνείδησή του».
Είναι, άλλωστε, αυτός ο κυριότερος λόγος που το έργο του Κουλουφάκου διαβάζεται, και πρέπει να διαβάζεται, σήμερα: όχι ως απαρχαιωμένη μαρτυρία των καιρών του, αλλά ως ζωντανό υπόδειγμα διαλογικής συνάντησης ιδεών και πλαισίων αναφοράς, υπόδειγμα μιας «χημείας του πνεύματος», χωρίς την οποία το πνεύμα εργαλειοποιείται και τελικά «αποπνευματοποιείται» μέσα σε ανάρμοστες γι’ αυτό σκοπιμότητες.

*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας

Έργο της Αναστασίας Δούκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου