Της Κωστούλας Μάκη*
ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ, Και με την ελάχιστη υγρασία θ’ ανθίζουμε, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ. 82
Υπάρχουν αφιερώσεις που λειτουργούν ως πυρήνας υπαινικτικός για ό,τι θα ακολουθήσει στο σώμα ενός κειμένου. Στην περίπτωση της νέας ποιητικής συλλογής του Πέτρου Πολυμένη «Και με την ελάχιστη υγρασία θ’ ανθίζουμε», κομβικό σημείο γίνεται η αφιέρωση στη μνήμη του πατέρα του, ο οποίος «ήταν ικανός να πιστέψει βαθιά κι απόλυτα». Στις ποιητικές συμπλοκές του πρωταγωνιστικού ζεύγους Μολύβιου και Λυδίας, που ενώνεται και χωρίζει αναστοχαζόμενου στιγμές και συναισθήματα σε διαρκείς χρονικές εναλλαγές, οι οποίες εκτυλίσσονται με τη μορφή τεσσάρων στάσιμων, η πίστη, τα παράγωγά της, και η αδυναμία μόνιμης εγκαθίδρυσής της στα ανθρώπινα συγκροτούν τους ποιητικούς κριτικούς στοχασμούς του Πολυμένη.
Η πίστη εδώ δεν είναι απόρροια καμίας θρησκευτικής εντολής. Εκφέρεται με ασθματική παραδοξότητα ως επιθυμία διατήρησης του έρωτα, της αγάπης και της αθωότητας σε ένα σχεσιακό σύμπαν που τίποτα δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ, αφού όλα είναι σε διαρκείς κλυδωνισμούς και ο ορυμαγδός της κατάρρευσης ατομικά και συλλογικά επελαύνει και στις πιο ωραίες ιστορίες. Πώς να διατηρηθεί η ελπίδα, να συντηρηθούν όσα αγαπητικά συνέβησαν αλλά ανήκουν στο παρελθόν, όταν όλα ανατρέπονται χωρίς επιστροφή στον χρόνο (ατομικό και συλλογικό, συμβολικό και πραγματικό), τον χώρο και τους ανθρώπινους τόπους; Ή, αλλιώς, όπως προθετικά επισημαίνει ο Πολυμένης στον πρόλογο, συμπυκνώνοντας αυτό που επιτελείται στο βιβλίο: «μια ιστορία που ξεκινά από την προδοσία, για να ψηλαφίσει το μεγαλειώδες αίνιγμα της πίστης» (σ. 9).
Ο ποιητής μεταγράφει μια σειρά κειμένων και επιστολών με στοιχεία κολλάζ σε πολύχρωμα χαρτιά που του εμπιστεύτηκε η φίλη του μετά τον θάνατο της μητέρας της, θεωρώντας ότι ενδεχομένως να τον ενδιαφέρουν λογοτεχνικά. Ο ίδιος μεταποιεί και οικειοποιείται τις ιστορίες των χωρισμένων γονιών της με βάση τις δικές του αναγνώσεις, επιθυμώντας να εξετάσει σε αυτό που αποκαλεί «νέο μεσαίωνα», ποιες προσομοιώσεις και κινήσεις γίνονται ανάμεσα στους μεταβατικούς χώρους έρωτα/ προδοσίας, πίστης/ απελπισίας, επιθυμίας/πραγματικότητας, σε συνθήκες όπου η αθωότητα εκλαμβάνεται ως έννοια ύποπτη, μονοσήμαντη και τετριμμένη. Ο Πολυμένης ορίζει παράλληλα τις δομικές επιδράσεις που εμφανίζονται ως παράλληλες φωνές στην ποιητική σύνθεση: την Μήδεια, τον Τίμαιο και τον Φίληβο από τη μια μεριά, τον Βιτγκενστάιν, τον Κονδύλη και κοσμολογικές εγγραφές από τις ανθρώπινες ανακαλύψεις από την άλλη. Τα συναισθήματα, καθώς περνά ο χρόνος, σηματοδοτούν σημεία βρασμού, παγερούς όγκους, ψυχρόθερμες εναλλαγές, στοιχειωμένες εκδοχές ανθρώπων που τοποθετούνται διαχρονικά και διακειμενικά στις ιστορίες των διαδρομών τους, κατασκευάζοντας δίκτυα νοημάτων, τα οποία άλλοτε συστήνουν αντικριστούς διθυράμβους που δεν ανταμώνουν κι άλλοτε περιγράφουν συγκεκριμένους μνημονικούς τόπους: το χιονοδρομικό κέντρο Παρνασσού, την κακιά Σκάλα, την ακτή Βουλιαγμένης.
Οι τόποι ορίζουν πεδία νοσταλγικά, τα οποία περιλαμβάνουν μνήμες και συναισθήματα, βιώματα τα οποία συγκρούονται μετωπικά, βρίσκονται σε διαρκείς ρήξεις, ανοιγοκλείνουν ανάμεσα στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σαν τη Σκύλλας και τη Χάρυβδης. Στις αφηγηματικές διαλογικές συνεκδοχές του ζευγαριού και καθώς ο καθένας αναδιατάσσει με πολύτροπα «τεχνάσματα» τις νέες εκδοχές εαυτού με τις παλιές, προσπαθώντας να παράγει νήματα νοήματος και ερμηνείας σε μετεωρικούς βηματισμούς συμπαιρένεται πως όσον αφορά στα ανθρώπινα πάθη: «Κάτι τόσο μοναδικό διατηρείται/ Μόνο αν δεν γίνει μοτίβο» (σ. 51).
Εδώ η γεγονικότητα, που έχει ήδη τελεστεί αλλά δεν μπορεί να επαναληφθεί, όσο και αν αυτό είναι επιθυμητό, διαμορφώνει μια ανοιχτή κατάσταση τυχαιότητας, στην οποία τίποτα δεν είναι οριστικό και όλα μπορούν να έχουν οποιαδήποτε έκβαση, παραμένοντας διλημματικά. Με αυτούς τους όρους, η θραυσματικότητα επιτελείται ποιητικά με τα τέσσερα στάσιμα, όπως προειπώθηκε, στα οποία περιλαμβάνονται μονόλογοι του ζεύγους, συμβάντα παρελθοντικά και παροντικά, ενώ επίσης εκτυλίσσονται τέσσερις διαθλάσεις που τοποθετούν τους ήρωες σε συμπαντικές συγκρούσεις και αποκλίσεις. Οι σιωπές είναι διαρκώς παρούσες στις αναγνωστικές προσλήψεις του κειμένου και στην εκτύλιξη των ποιητικών φωνών τόσο στα διαστήματα των λέξεων και των ποιημάτων όσο και στους συλλογισμούς για την κατάληξη της τυχαιότητας σε κάτι συγκεκριμένο. «Σιωπή˙ μαντεύοντας αν είναι διάλειμμα/ή τελικά μνημόσυνο» (σ. 54).
Παρόλο που υφολογικά και αισθητικά το βιβλίο περιέχει αναγνωρίσιμους τόπους από τις προηγούμενες δουλειές του Πολυμένη, σ’ αυτό εδώ καταγράφεται κατά τη γνώμη μου ένα σημείο «αναχώρησης» του ποιητή, που εγγράφεται στην επιθυμία διατήρησης της πιθανότητας αλλαγών και την πίστη στην αθωότητα και την αγάπη που κάπου κάπως θα επανέρχονται. Στην Αίθουσα Αναχωρήσεων ο Πολυμένης περιέγραφε πάλι τις μετακινήσεις στον χώρο. Στη νέα του δουλειά αναζητείται εναγωνίως η αισιοδοξία πως «και με την ελάχιστη υγρασία θ’ ανθίζουμε». Στις ιλιγγιώδεις αστρικές κινήσεις του Μολύβιου και της Λυδίας, θάνατος και ζωή συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται, για να διαπιστωθεί πως τελικά δεν μπορούν να γίνουν οριστικές αποκοπές. «[Ως πένθος σε περιέχω]» (σ. 62). «Ως γιορτή σε περιέχω» (σ. 63). Αυτό συμβαίνει στην εγγύτητα των ανθρώπων.
Στον τελευταίο μονόλογο της Λυδίας, η ίδια επιλέγει την ελπίδα: «Θα ξαναβρεθούμε στα χρώματα», επιθυμώντας κυκλικές επιστροφές της αγάπης. Εφόσον στις διλημματικές ακρότητες οι αντίστροφες έννοιες πάντα επιβιώνουν, προκειμένου να αποκτήσουν το περιεχόμενό τους, τότε αντίστοιχα θα μπορούσε να συμπληρωθεί η προτροπή μιας άλλης υλικότητας, αμφίσημης αν και οριστικής: «Θα ξαναβρεθούμε στα χώματα». Ό,τι δεν έχει γίνει, παραμένει σε ενδιαφέρουσα αναμονή. «Τίποτα κι απόψε/ Ίσως αύριο» (σ. 37).
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου