23/4/23

Κωνσταντίνος Θεοτόκης

Της Ευσταθίας Δήμου*

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, επιμέλεια Δημήτρης Κόκορης, φιλολογική εποπτεία: Γιάννης Παπακώστας, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων

Η πρόσφατη κυκλοφορία του ποιητικού και του αφηγηματικού έργου του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που έρχεται σε μια επετειακή για τον συγγραφέα χρονιά αφού συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατό του, θέτει εκ νέου και με άκρα ευθύτητα το ζήτημα της θέσης του δημιουργού μέσα στο μεταιχμιακό λογοτεχνικό πεδίο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Η αφηγηματογραφία του ειδικά, επαναφέρει τη συζήτηση σχετικά με την κοινωνική προοπτική της, το κοινωνικό υπόβαθρο και τη στόχευση, εν τέλει, του συγγραφέα να προσδιορίσει τις κοινωνικές παθογένειες του καιρού και του τόπου και να καταθέσει τη δική του πρόταση για την κοινωνική αναμόρφωση και βελτίωση, πρόταση άμεσα και στενά συνυφασμένη με τη σοσιαλιστική πολιτική ιδεολογία στην οποία άλλωστε στρατεύτηκε ο συγγραφέας αναπτύσσοντας, μάλιστα, ενεργό δράση. Η συζήτηση αυτή μοιάζει να έχει κλείσει από τη στιγμή που θεμελιώθηκε με ικανοποιητικά και επαρκή επιχειρήματα η άποψη σχετικά με την καίρια και καταλυτική συμβολή του συγγραφέα στο κοινωνικό μυθιστόρημα του οποίου μάλιστα θεωρήθηκε εισηγητής. Πράγματι, ο κόσμος του Θεοτόκη, έτσι όπως συγκροτείται από το σύνολο των πεζογραφημάτων του παρουσιάζεται σφραγισμένος από τα κοινωνικά πάθη, αλλά και από την ανάγκη εισόδου σε μια νέα πραγματικότητα όπου η ισότητα και το δίκαιο θα έχουν τον πρώτο λόγο.
Η επισήμανση, ωστόσο, αυτή που είναι μάλλον αυτονόητη ακόμα και σε μια πρώτη ανάγνωση του έργου του κινδυνεύει να κλείσει το έργο του Θεοτόκη σε μια ερμηνευτική εκδοχή που, αν και είναι σωστή, δεν είναι η μόνη. Γιατί ο συγγραφέας αυτός, που γράφει τα πιο σπουδαία από τα αφηγήματά του κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, ενώ φαίνεται δοσμένος στην κοινωνική υπόθεση, ενώ προβάλλει ως ένας από τους πιο ακριβείς κοινωνικούς ανατόμους, είναι στον ίδιο, αν όχι σε μεγαλύτερο βαθμό, ένας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ένας συγγραφέας που εισδύει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και ανασύρει από εκεί το πλέγμα εκείνο των χαρακτηριστικών τα οποία παγιδεύουν τον άνθρωπο, τον ωθούν σε επιλογές που σφραγίζονται από τη μικρότητα και τη μικροψυχία. Η πτυχή αυτή του έργου του Θεοτόκη, αν δεν έρχεται σε αντίθεση, είναι τουλάχιστον συμπληρωματική της κοινωνικής προοπτικής που έχει η γραφή του συγγραφέα, στο μέτρο και στον βαθμό που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο πάθος ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τα κοινωνικά δεδομένα, μια δύναμη που έχει την έδρα της στο ορμέφυτο και που εκδηλώνεται ως ήθος πια στις σχέσεις και τη συμπεριφορά. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει εδώ ένα νήμα που συνδέει τον συγγραφέα με μια άλλη γραφή, αυτή του Μ. Καραγάτση, ο οποίος ανήγαγε το ένστικτο, ερωτικό κατά βάση, σε κατευθυντήρια αρχή της ζωής και της δράσης. Μπορεί όμως να δει και μια ενδιαφέρουσα ανατροπή της αριστοτελικής θεώρησης σχετικά με το έθος και το ήθος, αφού ο Θεοτόκης αντιλαμβάνεται το δεύτερο ως προϋπάρχον και το πρώτο ως την παγίωση και την εδραίωσή του μέσα στην κοινωνική συνθήκη.
Το σημείο στο οποίο πλέκονται και εφάπτονται οι δύο οπτικές, διαμορφώνοντας ουσιαστικά ένα κοινό πεδίο, είναι ο κειμενικός χώρος όπου η κοινωνική παρατήρηση συναντά την αντίστοιχη ψυχογραφική και όπου ο ρεαλισμός διαμοιράζεται και σπάει στον ρεαλισμό της παρατήρησης, της διεισδυτικής παρατήρησης των κοινωνικών δεδομένων και του τρόπου με τον οποίο αυτά ενισχύουν ή ενδυναμώνουν τις ήδη υπάρχουσες ανθρώπινες αδυναμίες, και στον ρεαλισμό της διείσδυσης, της καταβύθισης μέσα στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία προκειμένου να (απο)δομηθεί ο χαρακτήρας ως αποτέλεσμα εγγενών τάσεων της ψυχής.
Εδώ ακριβώς ο κοινωνιογράφος συναντά τον ψυχογράφο Θεοτόκη για να πραγματοποιηθεί μία ακόμα σχάση, ένας ακόμα διχασμός ανάμεσα σε δύο αντίρροπες και αντιτιθέμενες τάσεις και διαθέσεις του συγγραφέα, ανάμεσα στη βούλησή του να απομυθοποιήσει, να «ξεγυμνώσει», να φανερώσει την αλήθεια των ανθρώπων και της κοινωνικής ζωής, μια αλήθεια που βρίθει από ανεπάρκειες και λάθη, και στη διάθεσή του να εξιδανικεύσει και να μεταθέσει σε ένα ανώτερο επίπεδο ορισμένες ανθρώπινες μορφές που κατορθώνουν να ξεφύγουν και να αναχθούν σε πρότυπα ή, καλύτερα, αρχέτυπα της καλοσύνης, της ευγένειας, της δικαιοσύνης. Διαμορφώνεται έτσι ένα πεδίο έντασης ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδανικό, ένταση η οποία σχηματοποιείται στις ανθρώπινες μορφές, στους ήρωες εκείνους που αναπαράγουν τον άνθρωπο όπως είναι, τον άνθρωπο της ζωής, και στους ήρωες εκείνους που αντιπροσωπεύουν τον άνθρωπο όπως θα έπρεπε να είναι, τον άνθρωπο της λογοτεχνίας. Αυτό υπήρξε και το μεγάλο κατόρθωμα του Θεοτόκη, ότι δηλαδή κατόρθωσε να φέρει τη ζωή μέσα στη λογοτεχνία και τη λογοτεχνία μέσα στη ζωή.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Μιχαήλ Καρίκης, The Politics of Love Library [Η βιβλιοθήκη της πολιτικής της αγάπης], 2017, εγκατάσταση με βιβλία, άποψη εγκατάστασης στο ΕΜΣΤ, φωτ.: Δημήτρης Τζαμτζής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου