25/3/23

Μιλώντας τη γλώσσα του πολέμου και της ειρήνης

Κλεοπάτρα Τσαλή, Arrangement No.4 (λεπτομέρεια), 2022-2023, πηλός, μέταλλο, γυαλί, αποξηραμένα φυτά, σπάγκος, τάματα, 2,17 x 81 x 61 εκ.

Του Γιάννη Καρρά*

ΑΝΤΑ ΔΙΑΛΛΑ, Η Ρωσική Αυτοκρατορία και ο ελληνικός κόσμος. Τοπικές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες ιστορίες στην εποχή των επαναστάσεων, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2023, σελ. 328

Μερικές φορές ένα έργο σε συναρπάζει βαθύτατα. Το πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο της Άντας Διάλλα Η Ρωσική Αυτοκρατορία και ο ελληνικός κόσμος δεν είναι απλώς ένα έργο για τις αλληλεπιδράσεις Ελλήνων και Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Δεν είναι απλώς μια προσπάθεια επανεξέτασης των γεγονότων χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της παγκόσμιας ιστορίας με πανοραμικό βλέμμα. Δεν είναι καν ένα έργο για τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Επανάσταση του 1821. Είναι όλα τα παραπάνω. Αλλά είναι, προπάντων, ένα έργο για τη γλώσσα της διεθνούς πολιτικής, που επεξεργάζεται τη χρήση της γλώσσας ως προαγγέλου ιστορικών αλλαγών.
Δύο χώρες από την περιφέρεια της Ευρώπης επρόκειτο να διαδραματίσουν θεμελιώδη ρόλο στην Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα. Η Ρωσική Αυτοκρατορία υπό τον Αλέξανδρο Α' θεωρήθηκε ευρέως ως «απελευθερωτής και όχι κατακτητής» από την «τυραννία» του Ναπολέοντα (όπως το έθεσε ο François-René de Chateaubriand, 1768-1848), και επίσης ως εγγυητής του συστήματος ασφάλειας της Ευρώπης. Η άλλη χώρα, η Ελλάδα, αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο έθνος κράτος το 1832.
Το βιβλίο υποδιαιρείται σε τρία μέρη. Η πρώτη ενότητα αφορά την εκστρατεία στο Αρχιπέλαγος (τα Ορλωφικά), τη σημασία του «Πριγκιπάτου» ή αλλιώς της «Ρεσπούμπλικας του Αρχιπελάγους», και επεξεργάζεται τις συνέπειες της εκστρατείας - μεταξύ άλλων τη σηματοδότηση του ελλαδικού χώρου ως χώρου ταυτόσημου με την αρχαία Ελλάδα. Η τρίτη ενότητα επιστρέφει στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου και εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η Επανάσταση νομιμοποιήθηκε μέσω των διακηρύξεων περί ανεξαρτησίας και των εκκλήσεων προς την Ευρώπη.
Η δεύτερη και πιο εκτενής ενότητα, «Από το Συνέδριο της Βιέννης στο νέο επαναστατικό κύμα της δεκαετίας του 1820», αντιπαρατίθεται στις άλλες δύο. Εξετάζει τη γλώσσα και τις πολιτικές ιδεολογίες όπως διαμορφώθηκαν κατά τη μεταναπολεόντεια περίοδο. Σε τοποθεσίες όπως τα σαλόνια της Βιέννης διαμορφώνονται και γίνονται κυρίαρχα τα εννοιολογικά εργαλεία που θα συνθέσουν αφηγήματα τα οποία, με τη σειρά τους, ως το τέλος της δεκαετίας θα έχουν νομιμοποιήσει την ελληνική «αποστασία».
Λέξεις όπως έθνος, πολίτης, δικαιώματα, ανθρώπινες αξίες, ανεξαρτησία και συνταγματικότητα (η νέα γλώσσα του δικαίου και του διεθνούς συστήματος) ερμηνεύτηκαν εκ νέου με σκοπό να αποστασιοποιηθούν από τους κινδύνους του «ιακωβινισμού». Σχηματίστηκαν λόγοι που δικαιολογούσαν την προστασία μειονοτήτων και συνεπώς ανθρωπιστικές παρεμβάσεις, παραδείγματος χάρη η εξίσωση του αγώνα κατά της σκλαβιάς των Ελλήνων με εκείνον κατά της δουλείας. Ρώσοι αξιωματούχοι έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση παρόμοιων επιχειρημάτων: ο Αλέξανδρος Α' είχε μάλιστα προτείνει σύστημα κυρώσεων έναντι χωρών που συμμετείχαν στο δουλεμπόριο, αν και (όπως θα επισημάνουν και οι Δεκεμβριστές) το σύστημα της δουλοπαροικίας επρόκειτο να συνεχιστεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μέχρι πολύ μετά το τέλος της βασιλείας του.
Συνέπεια της Ιεράς Συμμαχίας και του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας που οικοδομήθηκε το 1815 ήταν η επανερμηνεία της Ευρώπης ως χριστιανικής κοινότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η τελική επιτυχία της Επανάστασης οφειλόταν εν μέρει στην ιδιοφυΐα του Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831), αλλά και του Αλέξανδρου Στούρτζα (1791-1854), πολιτικών οι οποίοι κατάφεραν να αλλάξουν το ελληνικό επαναστατικό αφήγημα και να παρουσιάσουν την Επανάσταση με όρους θρησκευτικούς και πολιτισμικούς. Δίνοντας τη πρέπουσα έμφαση στη φιλανθρωπία και τον ανθρωπισμό, και μεταχειριζόμενοι ακριβώς το πολιτικό λεξιλόγιο της Ιεράς Συμμαχίας, κατέστησαν τις ελληνικές θέσεις περισσότερο αποδεκτές στα κέντρα εξουσίας της Ευρώπης. Τέτοιου είδους αφηγήματα επρόκειτο να οδηγήσουν στην απονομιμοποίηση του Σουλτάνου και σε διάκριση μεταξύ της «εθνικής» Επανάστασης των Ελλήνων και των εμφυλίων πολέμων που ταλάνιζαν την υπόλοιπη νότια Ευρώπη. Αποτελεί παράδοξο ότι η γλώσσα του status-quo θα τροφοδοτήσει μια εν δυνάμει επαναστατική ιδέα, αυτή της εθνικής κυριαρχίας.
Η Ρωσία μπορεί σ’ αυτές τις διαδικασίες να παρουσιαστεί ως «αποικιοκρατούμενο υποκείμενο», αλλά αναμφίβολα ήταν συγχρόνως και αποικιακή δύναμη. Στα επιχειρήματα της εποχής και η Ελλάδα παρουσιάζεται ως αποικία, της οποίας η επανάσταση υπήρξε, όπως το έθεσε ο Dominique de Pradt (1759-1837), παρόμοια με αυτή «των νέγρων, των Ινδιάνων και των Μεξικανών». Ελλοχεύουν βεβαίως κίνδυνοι για τον ιστορικό που υποθέτει το έθνος κράτος ως λυδία λίθο για την κατανόηση ενός προεθνικού και αυτοκρατορικού παρελθόντος. Μία από τις ενδιαφέρουσες πτυχές του έργου είναι η εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος: αυτή ήταν μια περίοδος κατά την οποία η σχέση μεταξύ εθνών και αυτοκρατοριών υπήρξε βασική μεταβλητή. Συζητήθηκε ολόκληρη σειρά περιπτώσεων και πιθανών συσχετισμών, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ουδέτερων κρατών και της θέσπισης ενώσεων μεταξύ κρατών. Στην περίπτωση της Ιονικής Δημοκρατίας και της Πολωνίας (και οι δύο υπό ρωσική «προστασία», αλλά με τα δικά τους συντάγματα) τέτοιες ιδέες εφαρμόστηκαν τουλάχιστον για σύντομο διάστημα.
Στο έργο της Άντας Διάλλα στο επίκεντρο βρίσκεται η αλληλεπίδραση μεταξύ της γλώσσας της διπλωματίας και της γλώσσας της δημόσιας σφαίρας - αμφότερες συνεισέφεραν στη διαμόρφωση νέων δομών για τη συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης. Όταν το επαναστατικό κύμα της δεκαετίας του 1820 δοκίμασε το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, κρίσιμα ερωτήματα, όπως το κατά πόσο η κυριαρχία των κρατών υπήρξε απόλυτη και απεριόριστη, προέκυψαν. Ευρωπαϊκές και συγκεκριμένα χριστιανικές αξίες προσέφεραν αιτιολόγηση για παρέμβαση ενάντια στον Σουλτάνο στην ελληνική περίπτωση.
Είκοσι χρόνια από την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, και εν μέσω της πιο σημαντικής σύγκρουσης στην Ευρώπη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το έργο της Άντας Διάλλα προσφέρει τόσο μια πειστική ερμηνεία της επιτυχίας της Επανάστασης του 1821 όσο και μια οπτική γωνία μέσω της οποίας μπορούμε να αξιολογήσουμε τις αλλαγές που συντελούνται στις μέρες μας.

* Ο Γιάννης Καρράς είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου