12/3/23

Ψηφιακότητα

Του Παναγιώτη Βούζη*

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΤΑΠΟΤΗ (επιμέλεια), Black Mirror: Ο μαύρος καθρέφτης της ψηφιακότητας, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 457

Πρόκειται για μια συλλογή δοκιμίων τα οποία έχουν ως αφετηρία τη γνωστή τηλεοπτική σειρά Black Mirror. Τους άξονες της συλλογής αποτελούν επτά επεισόδια: τα «The National Anthem», «The Entire History of You», «White Bear», «White Christmas», «Nosedive», «San Junipero» και «Hang the DJ». Για τους λάτρεις της σειράς το βιβλίο θα αποδειχθεί προφανώς πολύ ενδιαφέρον. Όμως όχι μόνο για αυτούς, επειδή το Black Mirror εντάσσεται στην ελάχιστη ελληνική βιβλιογραφία η οποία βρίσκεται σε επαφή με τα προϊόντα των δημοφιλών media, ελάχιστη καθώς ο θεωρητικός και ο λογοτεχνικός χώρος διέπονται από μια εθελοτυφλούσα σοβαροφάνεια, συνέπεια της οποίας είναι η αδυναμία να προσεγγίσουν ό,τι αποτελεί ουσιαστικά την παροντική συνθήκη.
Εδώ θα αναφερθούν συγγραφείς της συλλογής οι οποίοι καθιστούν διακριτότερο το εύρος της προβληματικής σχετικά με τη ψηφιακότητα. Παρενθετικά, μια αρνητική παρατήρηση: Kαι στο συγκεκριμένο βιβλίο φιλοξενείται, ευτυχώς σε λιγοστές περιπτώσεις, εκείνο το στριφνό και εν τέλει ακατανόητο ύφος το απότοκο της μεταλαμπάδευσης στην Ελλάδα –από μεταφραστές μάλιστα με μεγάλο κύρος– κυρίως της ετυμολογίζουσας φιλοσοφίας του Martin Heidegger και των κειμένων των μεταδομιστών. Ξεκινώντας τώρα, η Πηνελόπη Παπαηλία ασχολείται με το ζήτημα της ψηφιακής μνήμης, η οποία προκύπτει από τη λειτουργία του δικτυωμένου ατόμου ως κόμβου για ένα πλήθος. Πλέον, τη θέση των αναλογικών θεσμών και δομών της μνήμης έχουν πάρει οι συνδεδεμένες βάσεις δεδομένων. Παράλληλα, η πληρότητα και η ανακτησιμότητα των ψηφιακών στοιχείων δημιουργεί την αίσθηση της αδιάκοπης επιτήρησης, σε σημείο τέτοιο που η λήθη, η διαγραφή δηλαδή των δεδομένων προσώπων ή συλλογικοτήτων, να μετατρέπεται σε πολιτισμικό ιδεώδες και πολιτική αναγκαιότητα. Περαιτέρω, τόσο η Παπαηλία όσο και ο Πέτρος Πετρίδης και ο Αλέξανδρος Γεωργίου εξετάζουν το φαινόμενο του ποσοτικοποιημένου εαυτού, το οποίο έχει λάβει και τις διαστάσεις διεθνούς κινήματος: Wearable τεχνολογίες, smartphones, smartwatches και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται με σκοπό την καταγραφή βιολογικών δεδομένων και άλλων μετρήσεων. Το βασικό μότο, όπως σημειώνει ο Πετρίδης, αποτελεί η «αυτογνωσία μέσω των αριθμών». Το ά-τομο καθίσταται τμητό και διάφορες ποιότητες και πρακτικές του ταξινομούνται από αλγορίθμους. Ο Γεωργίου παρατηρεί ότι η αναλογική εμπειρία των ανθρώπων δεν είναι δυνατόν να τεθεί σε σύγκριση, όμως τα ψηφιακά αντίγραφα μιας ορισμένης αναλογικής εμπειρίας δύο ανθρώπων μπορούν να συγκριθούν. Έτσι δρομολογείται η παιγνιοποίηση (gamification, Πετρίδης), η χρήση στοιχείων αισθητικής και μηχανικής των παιχνιδιών σε μη παιγνιώδη πλαίσια: στην εργασία, στην εκπαίδευση, την υγεία και το ευ ζην. Να προσεχθεί ότι, αντλώντας από τον χώρο της συμπεριφορικής οικονομικής και της ψυχολογίας, οι τεχνικές παιγνιοποίησης αποσκοπούν στην επίτευξη και διαχείριση συγκεκριμένων συμπεριφορών. Το προηγούμενο συνδέεται με τη συναισθηματική στροφή (affective turn), την οποία πραγματεύεται ο Μήτσος Μπιλάλης, το γεγονός δηλαδή ότι μέσω των δικτυώσεων του σύγχρονου κόσμου υλοποιείται πρώτιστα η συναισθηματική διέγερση και η μετατροπή της σε υψηλή χρηματική και πολιτική αξία.
Η σημαντικότερη συμβολή αυτής της συλλογής δοκιμίων έγκειται στη ραφιναρισμένη απομάγευση της τεχνολογίας, σε αντίθεση με το τεχνοφοβικό περιβάλλον της ίδιας της σειράς Black Mirror. Βέβαια, η Δέσποινα Καταπότη, η επιμελήτρια του τόμου, θολώνει, στην εισαγωγή της, κάπως τα νερά, αναφερόμενη στο δυνητικό πρίσμα υπό το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί η ψηφιακότητα. Σύμφωνα με αυτό, μια τεχνολογική μεταβολή δεν διαθέτει θετικό και εξελικτικό πρόσημο, αφού οδηγεί σε μια νέα πραγματικότητα η οποία συνιστά δεξαμενή αναπάντεχων δυνατοτήτων. Παρόμοιες επικλήσεις στο χαώδες και το δυνητικό της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» έχουν, τις τελευταίες δεκαετίες, περιορίσει ή και αποτρέψει την κριτική των παραγόντων οι οποίοι καθορίζουν τόσο την εκάστοτε συγκυρία όσο και συνολικά τη σύγχρονη εποχή. Ο Θεμιστοκλής Πανταζάκος ευτυχώς διορθώνει στο δοκίμιό του τα πράγματα, υπογραμμίζοντας ότι το μοντέλο του υπολογιστή, με το οποίο προσεγγίζεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ακολουθεί τη μοντελοποίηση που βρίσκεται στον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής. Και εν γένει, τα τωρινά εννοιολογικά και οντολογικά συστήματα τείνουν να μοντελοποιούνται βάσει του λογισμικού των μεγάλων επιχειρήσεων.
Έτσι, αποκτά μια διαφορετική προοπτική και η προβληματική σχετικά με τις «ανθρωποτεχνικές». Η Καταπότη παραθέτει αυτόν τον όρο του Peter Sloterdijk, ο οποίος αφορά τη συνδιαμόρφωση του ανθρώπου με την τεχνολογία και την προσπάθειά του να επανεπινοήσει μέσω της τον εαυτό του. Δεδομένου του γεγονότος ότι οι αλγόριθμοι και οι υπολογιστές αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ύστερου καπιταλισμού, σε σημείο που είναι ίσως τα μόνα εγγενώς μη αφαιρέσιμα κομμάτια του, τι συνέπειες μπορεί να έχει η συγκεκριμένη επανεπινόηση;

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας      

Μπορίς Έντερ, Κίνηση Οργανικής Φόρμας (recto), 1919, λάδι σε καμβά, 104 x 100 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου