5/3/23

Για τον Σταύρο Βαβούρη

Lynda Benglis, Gangtok (λεπτομέρεια), περ. 1979, ορείχαλκος, γύψος, γκέσο, λάδι και φύλλα χρυσού, 45,1 x 41,9 x 48,3 εκ. 

Του Ιορδάνη Κουμασίδη*

ΒΑΣΩ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ (επιμέλεια), Σταύρος Βαβούρης: Επανακάμπτοντας στην κριτική από τη χαραυγή των ποιητικών σκιρτημάτων κι εβδομήντα οχτώ χρόνια μετά, Εκδόσεις Ρώμη, σελ. 248

Όταν επιχειρούμε να κριτικογραφήσουμε ένα βιβλίο, επιχειρούμε συνάμα να το εντάξουμε στη δημόσια σφαίρα της λογοτεχνικής και περιλογοτεχνικής παραγωγής και δεν πρέπει να ξεχνάμε το παλιό καλό ερώτημα της θεωρίας λογοτεχνίας περί μορφής και περιεχομένου (όσο κι αν αυτό είτε ξεθωριάζει είτε εξελίσσεται/παραλλάσεται και εμπλουτίζεται συν τω –επιστημονικώ- χρόνω): εν προκειμένω να αναφέρουμε τι πραγματεύεται το βιβλίο (περιεχόμενο) και με ποιο τρόπο (μορφή).
Η αυτονόητη απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι: μια κριτική αποτίμηση του ποιητή Σταύρου Βαβούρη. Εδώ όμως υποκρύπτεται και η (αυτ)αξία του: κρατάμε στα χέρια μας έναν τόμο που αφορά έναν ποιητή παραγνωρισμένο, underrated κατά τον σχεδόν εξελληνισμένο αγγλισμό, έναν από τους ποιητές που τους αναγνωρίστηκε λιγότερο (ποιητικό) μπόι απ’ όσο κατείχαν, έναν ποιητή από εκείνους της σκιάς, σύμφωνα με την εξαιρετικά επιτυχημένη σειρά ποιητικών εκδηλώσεων της περασμένης δεκαετίας (την οποία θεωρώ, παρεμπιπτόντως, από τις ουσιαστικότερες και σημαντικότερες που διοργανώθηκαν ποτέ). Σε επίπεδο μορφής, ο τόμος αυτοπροσδιορίζεται εξωφυλλικώς ως μελέτημα, το πρώτο μιας σειράς που επιμελούνται ο Γιώργος Δελιόπουλος και ο Κώστας Ριζάκης· επιτελεί βέβαια συνάμα, κατά τη γνώμη μου, και τον ρόλο του αφιερωματικού τόμου. Παρουσιάζεται, επομένως, ως μια φιλολογική δουλειά, αρκετά κείμενα ωστόσο είναι περισσότερο δοκιμιακά, άλλα πιο εμπειρικοσυναισθηματικά και ορισμένα αξιοποιούν τα εργαλεία της θεωρίας της λογοτεχνίας.
Από τη θεωρία λογοτεχνίας (κρυπτο)εκκινεί και η επιμελήτρια του τόμου, η Βάσω Οικονομοπούλου στον πρόλογό της. Παραθέτω:
«Η ποίηση είτε εκλαμβάνεται ως ακουστική φόρμα είτε ως γραπτό κείμενο συνδέεται τόσο με τον ρυθμό όσο και με την όραση» και «Η δημιουργικότητα μπορεί να προκύψει και από την αντισυμβατική σχέση του ποιητή με την ποιητική λειτουργία» (αμφότερα, σελ. 9). Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια σχεδόν αυτονόητη επισήμανση, η οποία ωστόσο δεν καταγράφεται/υποστηρίζεται συχνά, η δε πρώτη θα μπορούσε να αποτελεί το εισαγωγικό ερώτημα ενός αυτόνομου θεωρητικού τόμου.
Ο Βαβούρης συνέγραψε, κατά την άποψή μου, μια ποίηση αμεσότητας με τον αναγνώστη, συχνά δε, προσθέτω, ξεκάθαρα αφηγηματική. Σε αυτή του την τεχνική βρήκε επιγόνους, παρότι δεν τούτοι δεν συνομίλησαν ευθεία με το έργο του, δειγματοληπτικώς και αυτονοήτως κατατάσσω σε αυτούς λ.χ. την Αλεξάνδρα Μπακονίκα. Ποίηση προσωπικού, εντελώς αναγνωρίσιμου ύφους και φωνής – από τα δυσκολότερα υψώματα που οφείλει να κατακτήσει κανείς στον ποιητικό στίβο μάχης. Ακριβώς για τον παραπάνω λόγο, τα πιο αδύναμα ποιήματά του μοιάζουν τα έχοντα αρχαιορωμαϊκή θεματική – πλην του προηγούμενου λόγου και για έναν ακόμα που διατρέχει ωσάν κατάρα τη σύγχρονη λογοτεχνία: η διακειμενικότητα είναι το πιο σαγηνευτικό αλλά και το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.
Ο Κώστας Στεργιόπουλος, με το περίφημό κριτικό κείμενό του στις Εποχές το 1964, αφορώντας τους Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (κείμενο πλέον στεγασμένο στον 5ο τόμο του εξάτομου Περιδιαβάζοντας (‘’Ένταση χωρίς αδιέξοδﻨ, στο Γύρω στη νεοτερική μας ποίηση, σελ. 281, Κέδρος, 2000) έθεσε το εκ των ων ουκ άνευ για τα περισσότερα κείμενα του τόμου, κάτι που συνομολογούν και τα ίδια: «ποίηση ατομικού αδιεξόδου[1], […] ιδιωτικού χώρου με ορισμένα ρομαντικά κατάλοιπα, ‘‘συντετριμμένη’’, μαζί και απαισιόδοξη, με κάτι το δαιμονικό στην όλη της περιπλοκή και την αρνητική της στάση, κατέχεται από μια εμποδισμένη ερωτική δίψα και δίψα ζωής και συνδυάζει την ειρωνεία, την πεζολογία και τη χωρίς κοινωνική θέση σάτιρα με τον λυρισμό και τις απελπισμένες συναισθηματικές κάμψεις».
Παρά την αναπόφευκτη ετεροβαρύτητα ορισμένων κειμένων μεταξύ τους[2] (πώς άλλωστε θα μπορούσαν να συστεγαστούν ακριβώς ισοδύναμα ποιοτικώς, υφολογικώς και μεθοδολογικώς κείμενα ανθρώπων διαφορετικής προέλευσης, ιδιότητας και στόχων;), ο τόμος διαθέτει ένα αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα: σε μεγάλο βαθμό κλείνει τους λογαριασμούς του έργου του Βαβούρη με την κριτική. Θα είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς στο μέλλον προσλήψεις όψεις των οποίων δεν έχουν θιγεί στο τόμο και σχεδόν ακατόρθωτο να μην το χρησιμοποιεί ως βιβλιογραφικό μπούσουλα.

*Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο ΕΚΠΑ και στο ΕΑΠ

[1] Στο ίδιο κείμενο, ο Στεργιόπουλος συμπεραίνει με φοβερή οξύνοια ότι για το περίφημο ζήτημα του αδιεξόδου ως ποιητική θεματική «πρόκειται για ένα φαινόμενο σχεδόν καθολικό, που η επαναφορά του θα είχε καταντήσει κουραστική, αν δεν ανανεωνόταν κάθε φορά από την ατομική περίπτωση του ποιητή».
[2] Διαβάζω λ.χ. σε κείμενο του τόμου ότι ο Βαβούρης αρνείται τον ρόλο του απόστολου της ποιητικής τέχνης (δίχως τεκμηρίωση για το πώς το πράττει ή δεν το πράττει) και εν συνεχεία μέσω της, ορθότατης, επισήμανσης ότι δεν ακολουθεί την τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς για πολιτικο-κοινωνική πλαισίωση της ποιητικής της, «θα δει ως κυρίαρχη της σχέσης του με το πρόβλημα της τέχνης και του ανθρώπου», σελ. 24. Η αντίφαση με την αρχική επισήμανση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου